Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο ή Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αναφέρεται στήν αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη η οποία ήταν κληρονόμο κράτος του γεωγραφικού χώρου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με χρονικά όρια που ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την άλωση από τους Οθωμανούς Τούρκους, στις 29 Μαΐου του 1453 [1]. Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές, αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν την Ιταλική χερσόνησο, τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου.
Από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή αυτοκρατορία
Από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γεννήθηκε το "Εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής" με κύριο μέλημα την ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επί της δυναστείας του Ηρακλείου μεταμορφώθηκε στην "Εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής" και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, γεννήθηκε η "Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία"[2]. Σ' αυτήν την τελευταία περίοδο, αναβίωσε έντονα η μνήμη του ελληνικού παρελθόντος, ενώ η Άλωση της Πόλης και η Λατινοκρατία, συντέλεσαν στη γένεση του νεοελληνικού πατριωτισμού και των ιδεών που τελικά οδήγησαν στην αποκατάσταση της νέας Ελλάδας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα[3].
Η μελέτη της Βυζαντινής ιστορίας δείχνει ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας που διαμορφώνεται κάτω από την επιρροή:
- Της ρωμαϊκής πολιτικής θεωρίας,
- Του ελληνικού πολιτισμού, με μετάθεση του πολιτικού κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη Ανατολή,
- Της χριστιανικής πίστης[4].
Η Κωνσταντινούπολη, ή "Βασιλεύουσα", ή "Πόλη", ή "Επτάλοφος της Ανατολής", ή "δεύτερη Ρώμη", ταυτίζει την ιστορία της με την ιστορία της αυτοκρατορίας η οποία και την ανέδειξε, και ταυτόχρονα, ο κτίστης της πόλεως Μέγας Κωνσταντίνος, θεωρείται και ο ιδρυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο ίδιος που επέτρεψε χάρη στο "Έδικτο των Μεδιολάνων" (313) την ελεύθερη άσκηση της χριστιανικής λατρείας.
Το Βυζάντιο αποτελεί ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: ο Κωνσταντίνος αναγνωρίσθηκε ως ο πρώτος Βυζαντινός αυτοκράτορας χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ενώ το Βυζάντιο είναι η μόνη αυτοκρατορία, που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης ως προϊόν στρατιωτικών επιτυχιών, αλλά ήταν αποτέλεσμα των εξελίξεων στον ρωμαϊκό κόσμο.
Ιστορία
- Δείτε το κυρίως άρθρο Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας
Πρωτοβυζαντινή περίοδος
Οι πρώτοι αιώνες της βυζαντινής ιστορίας, η λεγόμενη "πρωτοβυζαντινή περίοδος" (4ος-6ος αι.), θεωρείται η τελευταία φάση της ρωμαϊκής ιστορίας και η περίοδος του σχηματισμού της νέας αυτοκρατορίας. Η βυζαντινή αυτοκρατορία ως συνέχεια της ρωμαϊκής ήταν φυσικό να κληρονομήσει τον γεωγραφικό χώρο όπου έδρασε εκείνη. Στην πραγματικότητα, η προσπάθεια για την αποκατάσταση του "ρωμαϊκού κράτους" στα παλαιά του σύνορα, παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή διπλωματία.Από τα τέλη του 3ου αιώνα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε διαιρεθεί σε τέσσερεις μεγάλες γεωγραφικές και διοικητικές περιφέρειες, που ονομάζονταν Υπαρχίες:
- 1. Υπαρχία Ανατολής, που περιλάμβανε νοτιοανατολικές περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, τη Θράκη, ολόκληρη την Τουρκία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Ιορδανία, τη βόρεια Αίγυπτο και το τμήμα της Λιβύης που βρίσκεται απένταντι από την Ελλάδα.
- 2. Υπαρχία Ιλλυρικού, που περιλάμβανε τη σημερινή Π.Γ.Δ.Μ., τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, σχεδόν όλη την Ελλάδα και το δυτικό τμήμα της Βουλγαρίας.
- 3. Υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής, που περιλάμβανε δυτικά τμήματα της σημερινής Βοσνίας, Κροατίας και Ουγγαρίας, τη Σλοβενία, την Αυστρία, την Ελβετία, την Ιταλία και τις βόρειες περιοχές της Αλγερίας, της Τυνησίας και του μεγαλύτερου μέρους της Λιβύης.
- 4. Υπαρχία Γαλατίας, που περιλάμβανε το νότιο μισό του σημερινού Ηνωμένου Βασιλείου, τη Γαλλία και το Βέλγιο, την Ιβηρική Χερσόνησο και τμήμα του Μαρόκου που βρίσκεται νότια της Ιβηρικής Χερσονήσου.
- Η μετάθεση της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.
- Ο χωρισμός του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό από τον Θεοδόσιο.
- Η διάλυση του Δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
- Η ταύτιση της αυτοκρατορίας με το ανατολικό τμήμα της.
Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας, και το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, την ίδια στιγμή που η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και το Βυζάντιο, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.
Μεσοβυζαντινή περίοδος
Στη λεγόμενη "Μεσοβυζαντινή περίοδο", κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν και πάλι τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος 642, με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας.Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα έφεραν ελάχιστες μόνο αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως επί Μακεδονικής δυναστείας, στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις στην ανατολή και μικρότερες στη δύση. Οι επικές νίκες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β’ ανέκτησαν την Κρήτη, την Κύπρο, τις πόλεις της Κιλικίας και τμήματα της Συρίας και της Παλαιστίνης. Η ανάκτηση όλων των παλαιών ρωμαϊκών εδαφών της Εγγύς Ανατολής ήταν ο απώτερος σκοπός των εκστρατειών τους. Επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Βουλγαρία υποτάχθηκε πλήρως και τα σύνορα του Βυζαντίου έφτασαν και πάλι στον Δούναβη, χωρίς βέβαια, ακόμη και τότε, να πλησιάσουν τα σύνορα που είχε το κράτος επί της ιουστινιάνειας "ανακτήσεως" (reconquista).
Υστεροβυζαντινή περίοδος
Οι σπουδαίες εδαφικές κατακτήσεις επί Μακεδονικής δυναστείας αποδείχθηκαν βραχύβιο επίτευγμα. Σε ελάχιστο διάστημα μετά το 1071, έτος της μεγάλης ήττας του βυζαντινού στρατού από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ, το Βυζάντιο έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Μικρας Ασίας και τη Βάρη (Μπάρι) από τους Νορμανδούς, γεγονό που σήμανε την απώλεια και του τελευταίου βυζαντινού ερείσματος στην Ιταλία. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η ήττα του Ματζικέρτ και, κυρίως, το πολιτικο-στρατιωτικό χάος που ακολούθησε[6][7], ήταν η "θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας"[8]. Η επακόλουθη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα για την αυτοκρατορία. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες από τις οποίες προήλθαν τόσοι περίφημοι Αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν για πάντα.Μέσα στα νέα, πιο περιορισμένα, όριά της, η αυτοκρατορία δέχθηκε τα χτυπήματα των Σταυροφοριών με αποκορύφωμα την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, κατά την Δ' Σταυροφορία, από τους Λατίνους το 1204.
Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολουθεί, χαρακτηρίζεται από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφείλεται κυρίως στους εμφυλίους του 14ου αιώνα και στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμου. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίζεται η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρούνται ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη.
Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο έχει χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίζεται στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο λεγόμενο Δεσποτάτο του Μυστρά.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους του Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453, ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η Πόλη γίνεται πλέον πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι γεγονός.
Πολιτική θεωρία
Η αυτοκρατορική ιδέα
Η έννοια της αυτοκρατορικής ιδέας προέρχεται από την οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η οποία έχοντας την πλήρη κυριαρχία σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και κάνοντας τη Μεσόγειο Ρωμαϊκή λίμνη, είχε την παντοδυναμία στον τότε γνωστό κόσμο. Έτσι ο αυτοκράτορας της θεωρούνταν μοναδικός και αυτοκράτορας όλου του κόσμου. Αυτό συνεχίστηκε και στην περίοδο του Βυζαντίου, ακόμη και όταν αυτό είχε χάσει πλέον την έκταση και τη δύναμη που κατείχε στα χρόνια της ακμής του. Στο Ρωμαϊκό κράτος της Χριστιανικής ανατολής ο αυτοκράτοράς του ήταν ο εκλεκτός του Θεού και ηγέτης όλων των υπολοίπων κρατών. Ο στόχος τόσο του ιδίου όσο και ο ύψιστος στόχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η οικουμενικότητα. Το Βυζάντιο προσπάθησε να διατηρήσει και να ανακαταλάβει τις χαμένες περιοχές τού τόσο πρόωρα καταλυμένου Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους.Θέματα βυζαντινής ιστοριογραφίας
Ονομασία
Όσο κι αν μελετήσει κάποιος τις πηγές, κατά τη διάρκεια των 11 και πλέον αιώνων ζωής της "Βυζαντινής" αυτοκρατορίας, πουθενά δεν θα βρει τους όρους "Βυζαντινή Ιστορία" και "Βυζαντινός" να προσδιορίζουν την ιστορία και τους κατοίκους του κράτους που είχε για πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοί της ονόμαζαν τους εαυτούς τους μόνο Ρωμαίους, ενώ η αυτοκρατορία τους ήταν Ρωμαϊκή και πρωτεύουσά τους ήταν η Νέα Ρώμη. Το Βυζάντιο έφερε πάντοτε το όνομα "Ρωμαίων κράτος" ή "Ρωμαίων πολιτεία" και ονόματα όπως "Ρώμη" και "Ρωμανία" υιοθετήθηκαν από τον βυζαντινό λαό και ως ανάμνησή τους μένουν σήμερα οι όροι "Ρωμιός" και "Ρωμιοσύνη".Στην πραγματικότητα, ο όρος "βυζαντινός" είναι ένας νεολογισμός τον οποίο χρησιμοποίησε στα 1562 για πρώτη φορά ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Ο Βολφ, ο οποίος επέδειξε μεγάλο ζήλο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μέγα, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Κατόπιν, τον όρο "βυζαντινός" τον καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός Γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ, 1607-1667, ο οποίος προλογίζει το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus...". Όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας "της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για τη μακροχρόνιά της διάρκεια".
Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός, φιλόλογος, αρχαιολόγος, νομισματολόγος και εκδότης Κάρολος Δουκάγγιος χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματεύεται την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης.
Ασφαλώς, για τους μελετητές της εποχής, το όνομα "Βυζάντιο" υπενθύμιζε ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής Θράκης στον Βόσπορο, που ιδρύθηκε το 659 π.Χ. από ομάδα Μεγαρέων αποικιστών με αρχηγό τον Βύζαντα στον οποίο οφείλει και την ονομασία της. Άλλωστε, οι αρχαΐζοντες Βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν Βυζάντιο την Κωνσταντινούπολη, όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου "Βυζάντιο", δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης.
- δείτε επίσης: Ονομασίες των Ελλήνων
Οριοθέτηση της βυζαντινής περιόδου
Κάθε χρονική τομή και κάθε χρονικός περιορισμός της ιστορικής εξέλιξης, που στην πραγματικότητα είναι αδιάκοπη, αποτελούν συμβατικές οροθεσίες οι οποίες δεν βρίσκουν πάντα σύμφωνους όλους τους ερευνητές. Έτσι και τα χρονικά όρια που έχουν γίνει αποδεκτά για τη βυζαντινή ιστορία είναι συμβατικά, βοηθούν όμως στην κατανόηση της σημασίας παραγόντων και γεγονότων, στους οποίους βασίζονται οι διάφορες αντιμαχόμενες θέσεις.Αν και όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Βυζαντινή ιστορία τελειώνει με την πτώση της Πόλης το 1453, συχνά θεωρήθηκε ως αφετηρία για τη βυζαντινή χρονολογία ο θρίαμβος του Χριστιανισμού το 392, όταν δηλαδή ο Θεοδόσιος Α' έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Αν όμως λάβουμε υπόψη ότι η αρχαία θρησκεία επέζησε τουλάχιστον ως την εποχή του Ιουστινιανού και κατόπιν αντικαταστάθηκε από την εθνική θρησκεία των λαών που εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, βλέπουμε ότι η χρονολογία αυτή έχει δυσκολίες ως προς την εδραίωσή της. Κείμενα του 10ου αι. αναφέρουν μη χριστιανούς σλαβικής καταγωγής εγκατεστημένους στη βυζαντινή Ελλάδα, οργανωμένους σε αυτόνομες κοινότητες, υπό τοπικούς αρχηγούς της ίδιας εθνικής προελεύσεως και σχεδόν ανεξάρτητους από την αυτοκρατορική επαρχιακή διοίκηση της περιοχής. Μάλιστα, συχνά αποτέλεσαν επικίνδυνες εστίες εξεγέρσεως κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και στην Πελοπόννησο.
Άλλοι ιστορικοί, θεωρούν αρχή της ιστορίας του Βυζαντίου την εποχή που ακολουθεί το θάνατο του Θεοδοσίου (395)· το κράτος διαιρείται σε ανατολικό και δυτικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, αναζητείται σταθερό ορόσημο στη διάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους· καταλληλότερη το 476, χρονολογία όπου η "Χριστιανική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία" μένει μόνη της. Άλλοι τοποθετούν την αρχή της ιστορίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στα 610, όταν ανεβαίνει στο θρόνο ο Ηράκλειος, άλλοι στα 717, όταν ανεβαίνει στην εξουσία η δυναστεία των Ισαύρων και άλλοι στα 284, όταν ο Διοκλητιανός, βάζει τις βάσεις για την οργάνωση του νέου κράτους.
O καθηγητής Άρνολντ Τόινμπι (1889–1975) υποστήριξε ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έσβησε κατά τα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα και μια νέα αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ως απάντηση της χριστιανικής Ανατολής στην απειλή των μουσουλμάνων. Από την άλλη, ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ 1861–1927) αρνήθηκε ότι το Βυζάντιο γνώρισε ποτέ γενέθλια ημέρα. Υποστήριξε ότι "η Βυζαντινή αυτοκρατορία με δική της υπόσταση ουδέποτε υπήρξε, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έληξε μέχρι το 1453 [11]"
Κάθε μία από τις παραπάνω απόψεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η βυζαντινή ιστορία αρχίζει απ' τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης το 324 (ή από τα επίσημα εγκαίνια της το 330), θεωρούν ότι η χρονολογία αυτή εμπεριέχει γεγονότα-ορόσημα για το βυζαντινό κράτος:
- α) μετάθεση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή,
- β) ανοχή και αργότερα αναγνώριση της ισοτιμίας του Χριστιανισμού, με τις άλλες θρησκείες,
- γ) επίδραση των χριστιανικών αρχών στη νομοθεσία και γενικά στις κρατικές εκδηλώσεις,
- δ) μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους σε σφαίρα επιρροής άλλης γλώσσας, της ελληνικής,
- ε) πραγματοποίηση μεγάλων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στην κρατική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας.
Βυζάντιο και Δύση
Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της "Βυζαντινής Αυτοκρατορίας", μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα "Βυζάντιο", συσχετίζοντας τη Νέα Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, απλώς με μια αρχαία ελληνική αποικία, προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση[13] και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης[14]. Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας[15].
Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το Σχίσμα των δύο εκκλησιών, Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής, όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη[16], τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές[17]. Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον Θεοδόσιο Α' το 395, ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις.
Στην υπερχιλιόχρονη πορεία του Βυζαντίου, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός (δυτικού) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο. Αυτά ήτανη η γλωσσική αποξένωση, η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση της δυτικής θεολογικής και πολιτικής σκέψης και ο ανταγωνισμός της Δυτικής με την Ανατολική Εκκλησία.
Εθνολογική σύνθεση
Κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορικής πορείας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος που περιελάμβανε όλον τον πολιτισμένο, τότε, μεσογειακό κόσμο. Το μόνο άλλο οργανωμένο κράτος που γνώριζε ήταν η Περσία των Σασσανιδών. Στην τεράστια επικράτειά της, η οποία απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, συμβίωναν Έλληνες και εξελληνισμένοι λαοί, αυθεντικοί Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Σύριοι, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι, υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών (Ίσαυροι, Φρύγες, Καππαδόκες), Ιλλυριοί και Θράκες στη Χερσόνησο του Αίμου, καθώς επίσης υπολείμματα νεώτερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων. Όλοι αυτοί αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, στον βαθμό που ήταν αφοσιωμένοι στην Εκκλησία και στον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα.Ήδη από την ελληνιστική εποχή είχαν εμφανιστεί ισχυρές τάσεις επιγαμίας μεταξύ των μεσογειακών λαών. Πχ ο αυτοκράτορας Αρκάδιος ήταν ισπανικής καταγωγής, ενώ αρμενικής καταγωγής ήταν οι στρατηγοί του Ιουστινιανού Ναρσής, Ναρσής Καμσαρακάν και οι αυτοκράτορες Λέων ο Ε', Βασίλειος ο Α', Ιωάννης Α' Τσιμισκής, Ρωμανός ο Α'. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α' είχε αίμα αραβικό και ο πατέρας του επικού Διγενή Ακρίτα ήταν προσήλυτος Σαρακηνός[18]. Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις. Δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν τον οποιονδήποτε και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο νεοεισερχόμενος να είναι χριστιανός και να μιλά ελληνικά.
Βέβαια, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, η εθνολογική σύνθεση του Βυζαντίου δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με μία μόνο εθνότητα, γιατί στα σύνορα του υπήρχαν ή προσαρτήθηκαν κατά καιρούς πολλοί διαφορετικοί λαοί, όμως, κορμός της σύνθεσης αυτής ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, και οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν τα κοινά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και προοδευτικά της ελληνικής γλώσσας, παράγοντες που λειτούργησαν ως ενοποιητικοί. Ειδικά η ελληνική γλώσσα, η οποία ήδη από τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να εκτοπίζει τη λατινική στην Ανατολή, επικράτησε επί Ηρακλείου ως η κατ' εξοχήν επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου. Είχε προηγηθεί η μοιραία αποδυνάμωση του ζωντανού, στρατιωτικής καταγωγής λατινικού πυρήνα των Βαλκανίων από τον Ιουστινιανό, προκειμένου να επανδρώσει τις ανακτημένες και εκγερμανισμένες επαρχίες της Δύσης. Μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός όχι μόνο των δομών της Αυτοκρατορίας, αλλά και των προσαρτημένων στα όριά της λαών.
Τον 7ο αιώνα λόγω της απώλειας της Αιγύπτου και της Συρίας, σημειώθηκε ριζική διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την επικράτειά του σε περιοχές όπου το πατροπαράδοτα ελληνικό στοιχείο δέσποζε και αριθμητικά. Όμως δεν έπαψαν να εμφανίζονται νέοι λαοί. Οι σλαβικές επιδρομές που αρχίζουν τον 6ο αιώνα, προκαλούν αναστάτωση στην εθνολογική σύσταση των επαρχιών της χερσονήσου του Αίμου, για να υποστούν, όμως, σταδιακά την αφομοιωτική δύναμη του ελληνικού στοιχείου, χωρίς όμως η έννοια της λέξης "Έλληνας" της εποχής εκείνης να ταυτίζεται με τη σημερινή έννοιά της, επηρεασμένη από την ιδεολογία του εθνικού κράτους του 18ου και 19ου αι.
Η Ελληνικότητα του Βυζαντίου
Το πρόβλημα, αν στο σύνολό της η βυζαντινή ιστορία αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους, υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα [19], καθώς δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, εξίσου με τον σύγχρονο ελληνισμό, η ιταλική χερσόνησος, οι βαλκανικοί πληθυσμοί και οι σλαβικοί λαοί της βορειοανατολικής Ευρώπης, ο κόσμος της Μικράς Ασίας και του αρμενικού έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους πραγματικότητας στο Βυζάντιο.
Άρα, δεν είναι εύκολο να ταυτίσουμε τη ζωή, την ιστορία και τον πολιτισμό ολόκληρης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με την κληρονομιά που δέχθηκε από το Βυζάντιο ο Νέος Ελληνισμός. Είναι πολλοί οι λαοί και οι χώρες που έμειναν εκτός της νεοελληνικής επίδρασης, αν και απλώνουν τις ρίζες τους, όπως και η Ελλάδα, στην κοινή βυζαντινή πραγματικότητα.
Βέβαια, εύλογα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι, ο ορθόδοξος χριστιανισμός, η ελληνική γλώσσα και γενικά ο ελληνικός πολιτισμός, με την ταυτόχρονη παρουσία τους, ως φυσική κληρονομιά, στον ελληνικό χώρο, δίνουν το δικαίωμα στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα να θεωρούν ισχυρή τη συγγένεια τους με ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Πάντως, το γεγονός ότι η αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού βρίσκεται στο Βυζάντιο, αν και είναι για πολλούς ιστορικούς μια πραγματικότητα, δε θα πρέπει να παραβλέπουμε πως αυτή πηγάζει κυρίως από τους 2-3 τελευταίους βυζαντινούς αιώνες[20], εποχή σταδιακής συρρίκνωσης του Βυζαντίου, και αποχωρισμού των μη ελληνικών περιοχών και πληθυσμών.
Οι βυζαντινές σπουδές
Ύστερα από κάποιες αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες (Βολφ, Λαμπέ), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη Γαλλία από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Στον επόμενο αιώνα όμως, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη. Η εποχή του Διαφωτισμού έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας.
Βεβαίως, ο όρος "Μεσαίωνας" είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά απλώς αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών ιστοριογράφων για τους Μέσους Χρόνους και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Ανατολή και Δύση δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν "μεσαίωνας", δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ιστορικών εποχών ή κάτι το "σκοτεινό" και παροδικό[21].
Πάντως, η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά ένα "άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών" (Βολταίρος) ή ένα "πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων" (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των Τσαρλς Λεμπό , 1701-1778, "Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας" και Εδουάρδου Γίββωνος "Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας".
Αν και οι θεωρίες αυτών των, πράγματι, μεγάλων ιστορικών έχουν πλέον ξεπεραστεί[22] και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες[23], εχθρικές[24] και ιστορικά αστήρικτες[25], εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Όπως έγραψε η καθ. Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου :
- "Ή πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ' αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον...Διά την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος...Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσοι μεσολαβούν από της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως (324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης (1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανοήση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του..."[26]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου