Ο Ιουστινιανός έγινε διεθνώς γνωστός χάρη στο νομοθετικό του έργο, το οποίο είναι πράγματι πολύ σπουδαίο. Η γνώμη του ήταν ότι ένας αυτοκράτορας «δεν πρέπει να δοξάζεται μόνο με τα όπλα, αλλά και να οπλίζεται με τους νόμους, έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει σωστά την περίοδο της ειρήνης όπως και την περίοδο του πολέμου. Ο αυτοκράτορας πρέπει να είναι ο ισχυρός προστάτης του δικαίου, ακριβώς όπως είναι ο θριαμβευτής νικητής των εχθρών». Πίστευε επίσης ότι ο ίδιος ο Θεός έδωσε στους αυτοκράτορες το δικαίωμα να δημιουργούν και να ερμηνεύουν τους νόμους κι ότι ως συνεπώς ο αυτοκράτορας πρέπει να δημιουργεί νόμους, εφόσον το δικαίωμά του αυτό έχει θεϊκή προέλευση. Αλλά, φυσικά, εκτός από όλες αυτές τις θεωρητικές προϋποθέσεις, ο αυτοκράτορας είχε και άλλους, πιο πρακτικούς λόγους που τον οδήγησαν στο νομοθετικό του έργο, δεδομένου ότι το Ρωμαϊκό Δίκαιο, την εποχή αυτή, βρισκόταν σε μια πολύ χαώδη κατάσταση.
Από την εποχή της ειδωλολατρικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν η νομοθετική εξουσία ανήκε αποκλειστικά στον αυτοκράτορα, η μόνη μορφή νομοθεσίας ήταν η έκδοση των αυτοκρατορικών νόμων (leges). Όλοι οι παλαιότεροι νόμοι που διαμορφώθηκαν από τους νομικούς της κλασικής περιόδου, ονομάζονταν Jus vetus ή Jus antiquum. Από τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. η νομική επιστήμη παράκμασε με μεγάλη ταχύτητα. Οι νομικές εκδόσεις περιορίστηκαν σε φτωχές συλλογές, που είχαν σκοπό να βοηθήσουν τους δικαστές, που δεν μπορούσαν να μελετήσουν όλη τη νομική φιλολογία, προσφέροντάς τους αποσπάσματα από τους αυτοκρατορικούς νόμους και τα έργα παλαιών διεθνώς γνωστών νομικών. Οι συλλογές αυτές όμως ήταν ιδιωτικές, χωρίς καμιά επίσημη αναγνώριση. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ένας δικαστής έπρεπε να συμβουλεύεται όλους τους αυτοκρατορικούς νόμους και όλη την κλασική φιλολογία, πράγμα που ξεπερνούσε τις ανθρώπινες δυνατότητες. Δεν υπήρχε κανένα επίσημο όργανο για τη δημοσίευση των αυτοκρατορικών νόμων, που αυξάνοντας ποσοτικά κάθε χρόνο, δε μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εύκολα, γιατί μερικά νέα διατάγματα αναιρούσαν ή τροποποιούσαν τα παλαιά. Όλα αυτά εξηγούν την επείγουσα ανάγκη για μια απλή συλλογή των αυτοκρατορικών διαταγμάτων, προσιτή σε αυτούς που θα την χρησιμοποιούσαν. Αρκετά πράγματα είχαν γίνει προς την κατεύθυνση αυτή, πριν από τον Ιουστινιανό, που βοηθήθηκε πολύ στο νομοθετικό του έργο από το Γρηγοριανό Κώδικα (Codex Gregorianus), τον Ερμογενιανό Κώδικα (Codex Hermogenianus) και το Θεοδοσιανό Κώδικα (Codex Theodosianus). Για τη διευκόλυνση της χρήσης της κλασικής φιλολογίας (jus vetus) εκδόθηκε, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδόσιου Β' και του σύγχρονού του Βαλεντινιανού Γ', ένα διάταγμα που έδινε ανώτατο κύρος στα έργα μόνο των πέντε πιο φημισμένων νομικών. Οι υπόλοιποι νομικοί συγγραφείς έπρεπε να αγνοηθούν. Φυσικά αυτή υπήρξε μια τυπική λύση του προβλήματος, επειδή δεν ήταν εύκολο να βρει κανείς μέσα στα έργα των πέντε νομομαθών κατάλληλες αποφάσεις για κάθε περίπτωση. Οι νομομαθείς επίσης, συχνά, δε συμφωνούσαν μεταξύ τους, ενώ και οι αποφάσεις των κλασικών νομομαθών αποδεικνύονταν πολλές φορές απαρχαιωμένες και χωρίς πρακτική σημασία για τις μεταβαλλόμενες συνθήκες ζωής. Μια επίσημη αναθεώρηση του όλου νομικού συστήματος και μια σύνοψη των εξελίξεών του, δια μέσου των αιώνων, καθίστατο επιτακτική.
Οι παλαιότεροι κώδικες περιλάμβαναν μόνο τους αυτοκρατορικούς νόμους μια περιόδου, χωρίς να αναφέρονται στη νομική φιλολογία. Ο Ιουστινιανός ανέλαβε το τεράστιο έργο της σύνθεσης ενός κώδικα όλων των αυτοκρατορικών νόμων, μέχρι την εποχή του, καθώς και της αναθεώρησης των παλαιών νομικών συγγραμμάτων. Ο κύριος βοηθός του και η ψυχή του όλου έργου υπήρξε ο Τριβωνιανός.
Το έργο προχώρησε με εκπληκτική ταχύτητα. Το Φεβρουάριο του 528 ο αυτοκράτορας όρισε μια επιτροπή από δέκα ειδικούς, μαζί με τον Τριβωνιανό, που ήταν «το δεξί χέρι του αυτοκράτορα στη μεγάλη νομοθετική του προσπάθεια» και του Θεόφιλου, καθηγητή του Δικαίου. Έργο της επιτροπής ήταν η αναθεώρηση των τριών παλαιότερων κωδίκων, η απάλειψη από αυτούς του απαρχαιωμένου υλικού και η συστηματοποίηση των νόμων που κυκλοφόρησαν μετά την έκδοση του Θεοδοσιανού Κώδικα. Αποτέλεσμα όλης αυτής της εργασίας υπήρξε η συλλογή όλων των έργων και η έκδοση, τον Απρίλιο του 529, του Κώδικα του Ιουστινιανού (Codex Justinianus). Ο κώδικας αυτός διαιρείτο σε δέκα βιβλία, που περιείχαν τους νόμους που εκδόθηκαν απ’ την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού μέχρι τον Ιουστινιανό, και έγινε πλέον - ακυρώνοντας τους τρεις πιο παλιούς κώδικες - ο μόνος αυθεντικός κώδικας νόμων της αυτοκρατορίας.
Το 530 ο Τριβωνιανός ανέλαβε να οργανώσει μια επιτροπή που θα αναθεωρούσε τα έργα όλων των κλασικών νομομαθών, θα τα περιέκοβε, θα απέρριπτε κάθε απαρχαιωμένο υλικό, θα αφαιρούσε όλες τις αντιφάσεις και θα τακτοποιούσε όλο το υλικό, που θα απέμενε, σε κάποια οριστική τάξη. Για επιτευχθεί ο σκοπός αυτός η επιτροπή έπρεπε να διαβάσει και να μελετήσει περίπου 2.000 βιβλία, τα οποία περιείχαν πάνω από 3.000.000 γραμμές. Το τεράστιο αυτό έργο, που, όπως λέει ο Ιουστινιανός, «πριν διαταχθεί η εκτέλεσή του, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν ανθρώπινα κατορθωτό» και το οποίο «απάλλαξε τη Jus vetus από κάθε περιττό πλεονασμό» συμπληρώθηκε μέσα σε τρία χρόνια. Ο νέος Κώδικας που δημοσιεύθηκε το 533, υποδιαιρέθηκε σε πενήντα βιβλία, ονομάστηκε Digestorum ή Πανδέκτης (Pandectae) και χρησιμοποιήθηκε αμέσως από τους νομικούς κύκλους της αυτοκρατορίας.
Αν και ο Πανδέκτης του Ιουστινιανού είναι πολύ σπουδαίος, η βιασύνη με την οποία έγινε, είχε σαν αποτέλεσμα να είναι σε μερικά σημεία ελλιπής. Είχε πολλές επαναλήψεις, αντιθέσεις και μερικές τελείως απαρχαιωμένες αποφάσεις. Επιπλέον, η πλήρη εξουσιοδότηση, που είχε η επιτροπή για τη συντόμευση των κειμένων, την ερμηνεία τους και τη σύνθεση πολλών κειμένων σ’ ένα, είχε σαν αποτέλεσμα κάποια αυθαιρεσία, που μερικές φορές έφτασε στο σημείο να ακρωτηριάσει τα αρχαία κείμενα. Υπήρχε μια αισθητή έλλειψη ενότητας στο έργο αυτό, έλλειψη που προκάλεσε δυσμενή κριτική του Πανδέκτη από τη μεριά των νομομαθών του 19ου αιώνα, οι οποίοι εκτιμούσαν πολύ το κλασικό Ρωμαϊκό Δίκαιο. Παρόλα αυτά όμως, η πρακτική αξία του Πανδέκτη υπήρξε μεγάλη. Παράλληλα, το έργο αυτό διέσωσε αποσπάσματα των κλασικών ρωμαϊκών νομικών συγγραμμάτων, που δεν έχουν διασωθεί στο πρωτότυπο.
Στη διάρκεια της επεξεργασίας του Πανδέκτη, ο Τριβωνιανός κι οι δύο συνεργάτες του Θεόφιλος (αναφέρεται παραπάνω) και Δωρόθεος, καθηγητής στη Βηρυτό, ήταν απασχολημένοι με τη λύση ενός άλλου προβλήματος. Όπως λέει ο Ιουστινιανός, δεν ήταν όλοι «ικανοί να φέρουν το βάρος όλου αυτού του πλήθους των γνώσεων», δηλαδή του Κώδικα και του Πανδέκτη. Οι νέοι π.χ. «οι οποίοι βρίσκονται στα προπύλαια και θέλουν να μπουν στο ναό της δικαιοσύνης» δε μπορούσαν να γίνουν κύριοι όλου του υλικού των δύο μεγάλων έργων, πράγμα που παρουσίαζε επιτακτική την ανάγκη της έκδοσης ενός πρακτικού, γι’ αυτούς, εγχειριδίου. Ένα τέτοιο νομικό εγχειρίδιο, που προοριζόταν αρχικά για τους σπουδαστές, εκδόθηκε το 533. Διαιρείτο σε 4 βιβλία και ονομαζόταν Institutiones (Εισηγήσεις). Όπως λέει ο Ιουστινιανός, οι «Εισηγήσεις» αυτές είχαν σκοπό να οδηγήσουν «όλες τις θολές πηγές της Jus vetus σε μια καθαρή λίμνη». Το διάταγμα, που ενέκρινε τις Institutiones, απευθυνόταν προς «τους νέους που είχαν το ζήλο και την προθυμία να γνωρίσουν τους νόμους» (cupidae legum juventuti).
Στη διάρκεια της επεξεργασίας του Πανδέκτη και των Εισηγήσεων, η τρέχουσα νομοθεσία δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί οριστικά. Πολλά νέα διατάγματα εκδίδονταν, ενώ αρκετά ζητήματα είχαν ανάγκη αναθεώρησης. Δηλαδή, η έκδοση του Κώδικα του 529 δεν ήταν πια, σε πολλά σημεία, επίκαιρη με αποτέλεσμα να γίνει μια νέα αναθεώρηση που συμπληρώθηκε το 534. Το Νοέμβριο εκδόθηκε σε 12 βιβλία η δεύτερη έκδοση του αναθεωρημένου και επαυξημένου Κώδικα, με τον τίτλο Codex repetitae praelectionis. Η έκδοση αυτή ακύρωσε την παλαιά, του 529, και περιέλαβε τα διατάγματα που εκδόθηκαν από την εποχή του Αδριανού μέχρι το 534. Η πρώτη έκδοση του Κώδικα δεν έχει διασωθεί.
Τα διατάγματα που κυκλοφόρησαν μετά το 534 ονομάζονταν «Νεαραί» (Novellae). Σε αντίθεση με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις Εισηγήσεις που γράφτηκαν Λατινικά, οι περισσότεροι από τους νέους νόμους του Ιουστινιανού (Νεαραί) γράφτηκαν Ελληνικά. Το γεγονός αυτό υπήρξε μια σπουδαία παραχώρηση στις επιταγές της πραγματικότητας από έναν αυτοκράτορα που ζούσε στα πλαίσια της ρωμαϊκής παράδοσης. Σ’ ένα νέο νόμο του ο Ιουστινιανός γράφει: «Δεν γράψαμε το νόμο αυτό στην ντόπια λατινική γλώσσα, αλλά στην ομιλούμενη ελληνική με το σκοπό να γίνει εύκολα κατανοητός από όλους». Παρά το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός ήθελε να συγκεντρώσει όλους τους νέους νόμους σε μια συλλογή, η επιθυμία του δεν πραγματοποιήθηκε, αν και έγιναν ορισμένες ιδιωτικές συλλογές τους στη διάρκεια της βασιλείας του. Οι Νεαραί θεωρούνται ως η τελευταία εκδήλωση του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού και χρησιμεύουν ως μια από τις κύριες πληροφοριακές πηγές για την ιστορία αυτής της εποχής.
Ο Ιουστινιανός πίστευε ότι ο Κώδικας, ο Πανδέκτης, οι Εισηγήσεις και οι Νεαραί, έπρεπε να αποτελέσουν μια ενιαία συλλογή, την οποία όμως δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει στη διάρκεια της βασιλείας του. Πολύ αργότερα, το Μεσαίωνα, στις αρχές του 12ου αιώνα, με την αναβίωση στην Ευρώπη της μελέτης του Ρωμαϊκού Δικαίου, όλο το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού έγινε γνωστό ως Corpus juris civilis. Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και σήμερα ακόμα το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού.
Ο όγκος του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού και το γεγονός ότι γράφηκε λατινικά, σε μια γλώσσα δηλαδή πολύ λίγο κατανοητή από την πλειονότητα του πληθυσμού, είχαν σαν αποτέλεσμα να εκδοθούν αμέσως αρκετά ελληνικά υπομνήματα και περιλήψεις ορισμένων τμημάτων του Κώδικα, καθώς κι ορισμένες παραφράσεις των Εισηγήσεων και του Πανδέκτη, με επεξηγηματικές σημειώσεις. Οι μικρές αυτές ελληνικές συλλογές νόμων, που προέκυψαν από τις ανάγκες της εποχής και από πρακτικούς λόγους, είχαν αρκετά λάθη, σε σύγκριση με το πρωτότυπο λατινικό κείμενο. Παρόλα αυτά όμως συντέλεσαν στην παραμέληση του πρωτότυπου, που υποσκελίστηκε σχεδόν τελείως.
Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, μεταβλήθηκε και η διδασκαλία των νομικών επιστημών. Καθιερώθηκαν νέα προγράμματα μελετών και η διάρκεια των σπουδών ορίστηκε 5ετής. Κύριο θέμα μελέτης, τον πρώτο χρόνο, ήταν οι Εισηγήσεις. Τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο ο Πανδέκτης και τελικά, τον πέμπτο ο Κώδικας. Σχετικά με το νέο πρόγραμμα, ο Ιουστινιανός γράφει τα εξής: «Όταν όλα τα νομικά μυστικά αποκαλυφθούν, τίποτα δε θα είναι άγνωστο στους σπουδαστές, οι οποίοι αφού διαβάσουν όλα τα έργα που συνέταξε ο Τριβωνιανός και οι άλλοι, θα γίνουν διακεκριμένοι δικηγόροι και υπηρέτες του Δικαίου, οι πιο ικανοί από όλους τους ανθρώπους και πετυχημένοι σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή». Απευθυνόμενος στους καθηγητές ο αυτοκράτορας γράφει: «Αρχίστε τώρα, με τη βοήθεια του Θεού, να προσφέρετε στους φοιτητές νομικές γνώσεις και να τους δείχνετε το δρόμο που καθιερώσαμε, έτσι ώστε ακολουθώντας το δρόμο αυτό, να γίνουν ικανοί λειτουργοί του Δικαίου και της Πολιτείας. Και σε σας θα ανήκει παντοτινά η πιο μεγάλη τιμή που μπορεί να υπάρξει». Απευθυνόμενος στους φοιτητές γράφει: «Δεχθείτε με κάθε επιμέλεια και με μεγάλη προσοχή τους νόμους μας και γίνετε έμπειροι στη χρήση τους, έτσι ώστε να μπορείτε να εμψυχώνεστε από την ωραία ελπίδα ότι θα γίνετε ικανοί, όταν τελειώνετε τις νομικές σας σπουδές, να οδηγήσετε την αυτοκρατορία μας στην πρόοδο». Η διδασκαλία περιορίστηκε στη μετάδοση της διδασκόμενης ύλης και στη σχετική με την ύλη αυτή ερμηνεία. Δεν επιτρεπόταν η αναθεώρηση ή η εκ νέου ερμηνεία του κειμένου με τη βοήθεια πρωτότυπων έργων των κλασικών νομομαθών. Οι φοιτητές είχαν το δικαίωμα να κάνουν επί λέξει μόνο μεταφράσεις και να επεξεργάζονται σύντομες παραφράσεις και αποσπάσματα.
Το καταπληκτικό νομοθετικό έργο του 6ου αιώνα, παρά τις φυσικές ατέλειες που παρουσίαζε στην εκτέλεσή του και παρά τα μεθοδικά του σφάλματα, υπήρξε πολύ σημαντικό. Ο Κώδικας του Ιουστινιανού διέσωσε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, το οποίο έδωσε τις βασικές αρχές για τους νόμους που ρυθμίζουν τη ζωή της σύγχρονης κοινωνίας. Όπως λέει ο Diehl «η ισχυρή θέληση του Ιουστινιανού πέτυχε ένα από τα πιο αποδοτικά έργα, για την πρόοδο της ανθρωπότητας». Τον 12ο αιώνα, όταν άρχισε στη Δυτική Ευρώπη η μελέτη των Ρωμαϊκού Δίκαιου το Corpus juris civilis του Ιουστινιανού καθιερώθηκε ως το δίκαιο πολλών χωρών. «Το Ρωμαϊκό Δίκαιο απέκτησε νέα ζωή και για δεύτερη φορά συνετέλεσε στην ενότητα του κόσμου. Όλες οι νομοθετικές εξελίξεις της Δυτικής Ευρώπης, ακόμα και αυτές των ημερών μας, υφίστανται την επιρροή του Ρωμαϊκού Δικαίου... Τα πιο αξιόλογα περιεχόμενα της ρωμαϊκής νομοθεσίας έχουν εισαχθεί στις παραγράφους και στα κεφάλαια των κωδίκων της εποχής μας, με το όνομα των οποίων συνεχίζουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους» (I. A. Pokrovsky).
Κατά τον 20ο αιώνα παρατηρήθηκε μια ενδιαφέρουσα μεταστροφή στις απόψεις όσων μελετούσαν το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού. Μέχρι τότε το έργο αυτό, με εξαίρεση τις Νεαρές, είχε χαρακτηριστεί ως βοήθημα για την καλύτερη κατανόηση του Ρωμαϊκού Δίκαιου. Είχε χαρακτηριστεί δηλαδή ως έργο δευτερεύουσας σημασίας. Ο Κώδικας δε μελετήθηκε ποτέ ως αντικείμενο ανεξάρτητης έρευνας. Θεωρείτο ότι ο Ιουστινιανός, ή μάλλον ο Τριβωνιανός, διέστρεψε το κλασικό δίκαιο συντομεύοντας ή ευρύνοντας το κείμενο του πρωτότυπου. Τον προηγούμενο όμως αιώνα εξετάστηκε κυρίως το κατά πόσο το έργο του Ιουστινιανού ανταποκρίθηκε ή όχι στις ανάγκες της εποχής του και ποια υπήρξε η έκταση της συμβολής του στις ανάγκες αυτές. Οι αλλαγές που έγιναν στο κλασικό κείμενο δεν αποδίδονται πια στην αυθαιρεσία του συλλέκτη, αλλά στην προσπάθεια να προσαρμοστεί το Ρωμαϊκό Δίκαιο στις συνθήκες που επικρατούσαν τον 6ο αιώνα στην ανατολική αυτοκρατορία. Η επιτυχία του Κώδικα, στο σημείο αυτό, πρέπει να μελετηθεί σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή εκείνη. Τόσο ο Ελληνισμός όσο κι ο Χριστιανισμός πρέπει να επηρέασαν το έργο των συλλεκτών και οι συνήθειες της Ανατολής πρέπει να αντανακλούνται στις αναθεωρήσεις του αρχαίου Ρωμαϊκού Δικαίου. Μερικοί επιστήμονες μάλιστα μιλούν για τον ανατολικό χαρακτήρα του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού. Συνεπώς μένει, για τη σύγχρονη επιστήμη της ιστορίας του δικαίου, να καθορίσει και να αξιολογήσει τις επιρροές του Βυζαντίου στον Κώδικα, στον Πανδέκτη και στις Εισηγήσεις του Ιουστινιανού. Οι Νεαρές του, σαν έργο της τρέχουσας νομοθεσίας, φυσικά, ανταποκρίνονται στις συνθήκες και τις ανάγκες της σύγχρονής τους ζωής.
Την εποχή του Ιουστινιανού άκμασαν 3 Νομικές Σχολές: μια στην Κωνσταντινούπολη, μια στη Ρώμη και μια στη Βηρυτό, που καταστράφηκε από ένα φοβερό σεισμό που τον ακολούθησε φωτιά. Η σχολή της Βηρυτού μεταφέρθηκε στη Σιδώνα χωρίς να έχει πια μεγάλη σημασία.
Η εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού
Σαν διάδοχος των Ρωμαίων Καισάρων ο Ιουστινιανός θεωρούσε καθήκον του να ανασυγκροτήσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ συγχρόνως ευχόταν να μπορέσει να καθιερώσει στο κράτος του ενιαία νομοθεσία και ενότητα πίστης. «Ένα κράτος, ενιαία νομοθεσία, μια εκκλησία» - αυτή υπήρξε, με λίγα λόγια, όλη η γραμμή της πολιτικής του Ιουστινιανού. Στηρίζοντας τις αρχές του στην απόλυτη εξουσία, πίστευε ότι, σε ένα καλά οργανωμένο κράτος το κάθε τι βρίσκεται στη διάθεση του αυτοκράτορα. Έχοντας πλήρη επίγνωση του ότι η εκκλησία μπορούσε να χρησιμεύσει σαν δυναμικό όπλο στα χέρια του κράτους, έκανε κάθε προσπάθεια να την υποτάξει. Οι ιστορικοί προσπάθησαν να αναλύσουν τα κίνητρα που οδηγούσαν τον Ιουστινιανό στην εκκλησιαστική του πολιτική. Άλλοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πολιτική είχε πρωτεύουσα θέση και ότι η θρησκεία ήταν απλός υπηρέτης του κράτους, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι «αυτός, ο δεύτερος Μεγάλος Κωνσταντίνος, ήταν έτοιμος να ξεχάσει τα διοικητικά του καθήκοντα οπουδήποτε προέκυπταν εκκλησιαστικά ζητήματα». Επιθυμώντας να είναι απόλυτα κύριος της εκκλησίας, ο Ιουστινιανός δεν ήθελε απλά να κρατάει στα χέρια του την εσωτερική διοίκηση και την τύχη του κλήρου (ανώτερου και κατώτερου) αλλά, και θεωρούσε δικαίωμά του να καθορίσει ένα ορισμένο δόγμα για τους υπηκόους του. Οι θρησκευτικές προτιμήσεις του αυτοκράτορα έπρεπε να ακολουθούνται από όλους. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου είχε το δικαίωμα να ρυθμίζει τη ζωή του κλήρου, να απονέμει, κατά την κρίση του, τα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα και να παρουσιάζεται ως κριτής των υποθέσεων του κλήρου προς τον οποίον συχνά έδειξε τη συμπάθειά του προστατεύοντάς τον και προωθώντας την ανέγερση νέων εκκλησιών και μοναστηριών, στα οποία έδινε ειδικά προνόμια. Επίσης κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να πετύχει μια ενότητα πίστης ανάμεσα στους υπηκόους του. Συχνά έλαβε μέρος στις δογματικές διαμάχες αποφασίζοντας για αμφίβολα δογματικά ζητήματα. Η τακτική αυτή της ανάμιξης της πρόσκαιρης εξουσίας στα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα και της εισχώρησής της και στις πιο απόκρυφες περιοχές των θρησκευτικών πεποιθήσεων των ατόμων είναι γνωστή στην ιστορία ως Καισαροπαπισμός. Και ο Ιουστινιανός μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς αντιπροσώπους της Καισοροπαπικής τάσης. Κατά τη γνώμη του, ο αρχηγός του κράτους έπρεπε να είναι συγχρόνως Καίσαρας και Πάπας, συνδυάζοντας στο άτομό του κάθε πρόσκαιρη ή πνευματική εξουσία. Οι ιστορικοί που τονίζουν την πολιτική πλευρά της δράσης του Ιουστινιανού, υποστηρίζουν ότι βασικό κίνητρο του Καισαροπαπισμού του υπήρξε η επιθυμία να εξασφαλίσει την πολιτική του δύναμη, να ενισχύσει την κυβέρνηση και να βρει θρησκευτική υποστήριξη για τη συγκράτηση του θρόνου, τον οποίον κατά τύχη απέκτησε.
Ο Ιουστινιανός είχε πάρει μια πολύ καλή θρησκευτική αγωγή. Ήξερε πολύ καλά την Αγία Γραφή, του άρεσε να συμμετέχει σε θρησκευτικές συζητήσεις και έγραψε αρκετούς εκκλησιαστικούς ύμνους. Οι θρησκευτικές συγκρούσεις του φαίνονταν επικίνδυνες ακόμα και από πολιτική άποψη, γιατί απειλούσαν την ενότητα της αυτοκρατορίας.
Αν και οι δυο προκάτοχοι του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού, ο Ζήνων και ο Αναστάσιος, ακολούθησαν μια τακτική ειρηνικών σχέσεων με τη Μονοφυσιτική Εκκλησία της Ανατολής, απομακρυνόμενοι από την Εκκλησία της Ρώμης, ο Ιουστίνος και ο Ιουστινιανός υποστήριξαν σταθερά τη «Δυτική» Εκκλησία, με την οποία αποκατέστησαν φιλικές σχέσεις. Η κατάσταση αυτή όμως αποξένωσε τις ανατολικές επαρχίες, πράγμα που δεν συμφωνούσε με τα σχέδια του Ιουστινιανού, που επεδίωκε τόσο πολύ την καθιέρωσε μιας πίστης στην τεράστια αυτοκρατορία του. Η επίτευξη εκκλησιαστικής ενότητας μεταξύ Ανατολής και Δύσης και μεταξύ Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ρώμης ήταν αδύνατη. «Η κυβέρνηση του Ιουστινιανού», όπως λέει ένας ιστορικός, «στην εκκλησιαστική της πολιτική υπήρξε ένας διπρόσωπος Ιανός που, με το ένα πρόσωπο στραμμένο προς τη Δύση, ζητούσε οδηγίες από τη Ρώμη, ενώ με το άλλο, κοιτώντας προς την Ανατολή, ζητούσε την αλήθεια από τους μοναχούς της Συρίας και της Αιγύπτου».
Βασικός σκοπός της εκκλησιαστικής πολιτικής του Ιουστινιανού, από τις αρχές της βασιλείας του, ήταν η δημιουργία στενών σχέσεων με τη Ρώμη και για το λόγο αυτό παρουσιάστηκε ως υπερασπιστής της Συνόδου της Χαλκηδόνας, της οποίας τις αποφάσεις δε δέχονταν οι επαρχίες της Ανατολής. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού η Ρώμη απέκτησε υπέρτατη εκκλησιαστική εξουσία. Γράφοντας στον επίσκοπο Ρώμης ο Ιουστινιανός τον προσφωνεί «Πάπα». «Πάπα Ρώμης», «Αποστολικό Πατέρα», «Πάπα και Πατριάρχη» κλπ. και ο τίτλος του Πάπα αποδιδόταν αποκλειστικά στον Επίσκοπο της Ρώμης. Σ’ ένα γράμμα του προς τον Πάπα, ο αυτοκράτορας τον προσφωνεί ως «Κεφαλή όλων των αγίων εκκλησιών» (caput omnium sanctarum ecclesiarum), ενώ σε μια από τις Νεαρές, αναφέρει καθαρά ότι ο αρχιεπίσκοπος της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) κατατάσσεται δεύτερος, ύστερα από την Αγία Αποστολική Έδρα της Παλαιάς Ρώμης.
Ο Ιουστινιανός ήρθε αντιμέτωπος με τους Ιουδαίους, τους ειδωλολάτρες και τους αιρετικούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι Μανιχαίοι, οι Νεστοριανοί, οι Μονοφυσίτες, οι Αρειανοί και αντιπρόσωποι άλλων, λιγότερο σημαντικών θρησκευτικών δογμάτων. Ο Αρειανισμός είχε ευρύτατα διαδοθεί, στη Δύση, ανάμεσα στους Γερμανούς. Υπολείμματα της ειδωλολατρίας υπήρχαν σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας και οι ειδωλολάτρες θεωρούσαν ακόμα ως κέντρο τους τη Σχολή των Αθηνών. Οι Ιουδαίοι και οι οπαδοί μικρότερων αιρετικών κινήσεων είχαν συγκεντρωθεί κυρίως στις επαρχίες της Ανατολής.
Ο αγώνας κατά των Αρειανών, στη Δύση, έλαβε τη μορφή στρατιωτικών επιχειρήσεων, που τέλειωσαν με την ολική ή μερική καθυπόταξη των βασιλείων των Γερμανών. Με βάση την πεποίθηση του Ιουστινιανού, ότι ήταν απαραίτητη μια ενιαία πίστη για όλη την αυτοκρατορία, δεν μπορούσε να υπάρξει καμιά ανεκτικότητα για τους αρχηγούς των άλλων θρησκειών ή αιρετικών διδασκαλιών, που επί Ιουστινιανού υπέφεραν φοβερούς διωγμούς τόσο από τις στρατιωτικές όσο και από τις πολιτικές αρχές.
Το κλείσιμο της Σχολής των Αθηνών
Ο Ιουστινιανός, θέλοντας να ξεριζώσει τελείως τα υπολείμματα της ειδωλολατρίας, έκλεισε, το 529, την περίφημη φιλοσοφική σχολή των Αθηνών, την τελευταία δηλαδή έπαλξη της εξασθενημένης ειδωλολατρίας, της οποίας η παρακμή είχε ήδη αρχίσει από τότε που ο Θεοδόσιος Β', τον 5ο αιώνα, οργάνωσε το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Πολλοί από τους καθηγητές της σχολής εξορίστηκαν και η περιουσία της κατασχέθηκε. Όπως γράφει ένας ιστορικός, «τον ίδιο χρόνο που ο Άγιος Βενέδικτος κατέστρεψε το τελευταίο ειδωλολατρικό άσυλο στην Ιταλία, το ναό του Απόλλωνα, στο άλσος του Monte Cassino, καταστράφηκε στην Ελλάδα το προπύργιο της κλασικής ειδωλολατρίας». Από την ημέρα που έκλεισε η Σχολή των Αθηνών, η πόλη αυτή έχασε οριστικά την παλιά της σπουδαιότητα, ως εκπολιτιστικό κέντρο και μεταβλήθηκε σε μια πόλη δευτερεύουσας σημασίας. Μερικοί από τους φιλόσοφους της σχολής αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Περσία, όπου, όπως είχαν ακούσει, ο Χοσρόης ενδιαφερόταν για τη φιλοσοφία. Εκεί έγιναν δεκτοί με πολύ συμπάθεια, αλλά η ζωή στην ξένη αυτή χώρα ήταν αφόρητη για τους Έλληνες, τους οποίους ο Χοσρόης αποφάσισε να στείλει πίσω στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως συμφώνησε με τον Ιουστινιανό να μη διωχθούν ούτε να υποχρεωθούν με τη βία να δεχθούν τη χριστιανική πίστη. Ο Ιουστινιανός κράτησε την υπόσχεσή του και οι ειδωλολάτρες φιλόσοφοι πέρασαν την υπόλοιποι ζωή τους στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ειρηνικά και χωρίς διωγμούς. Ο Ιουστινιανός δεν πέτυχε να ξεριζώσει τελείως την ειδωλολατρία, η οποία συνέχισε να υπάρχει κρυφά σε απομακρυσμένα μέρη.Οι Ιουδαίοι και οι Σαμαρείτες της Παλαιστίνης, μη μπορώντας να συνδιαλλαχτούν με το κράτος, επαναστάτησαν για να καταβληθούν όμως γρήγορα και σκληρά. Πολλές συναγωγές καταστράφηκαν, ενώ σ’ αυτές που διασώθηκαν, απαγορεύτηκε η ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης από το εβραϊκό κείμενο, αλλά επιτρεπόταν να χρησιμοποιείται μόνο στη γλώσσα των «εβδομήκοντα». Αυστηρά επίσης διώχθηκαν οι Νεστοριανοί.
Από την εποχή της ειδωλολατρικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν η νομοθετική εξουσία ανήκε αποκλειστικά στον αυτοκράτορα, η μόνη μορφή νομοθεσίας ήταν η έκδοση των αυτοκρατορικών νόμων (leges). Όλοι οι παλαιότεροι νόμοι που διαμορφώθηκαν από τους νομικούς της κλασικής περιόδου, ονομάζονταν Jus vetus ή Jus antiquum. Από τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. η νομική επιστήμη παράκμασε με μεγάλη ταχύτητα. Οι νομικές εκδόσεις περιορίστηκαν σε φτωχές συλλογές, που είχαν σκοπό να βοηθήσουν τους δικαστές, που δεν μπορούσαν να μελετήσουν όλη τη νομική φιλολογία, προσφέροντάς τους αποσπάσματα από τους αυτοκρατορικούς νόμους και τα έργα παλαιών διεθνώς γνωστών νομικών. Οι συλλογές αυτές όμως ήταν ιδιωτικές, χωρίς καμιά επίσημη αναγνώριση. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ένας δικαστής έπρεπε να συμβουλεύεται όλους τους αυτοκρατορικούς νόμους και όλη την κλασική φιλολογία, πράγμα που ξεπερνούσε τις ανθρώπινες δυνατότητες. Δεν υπήρχε κανένα επίσημο όργανο για τη δημοσίευση των αυτοκρατορικών νόμων, που αυξάνοντας ποσοτικά κάθε χρόνο, δε μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εύκολα, γιατί μερικά νέα διατάγματα αναιρούσαν ή τροποποιούσαν τα παλαιά. Όλα αυτά εξηγούν την επείγουσα ανάγκη για μια απλή συλλογή των αυτοκρατορικών διαταγμάτων, προσιτή σε αυτούς που θα την χρησιμοποιούσαν. Αρκετά πράγματα είχαν γίνει προς την κατεύθυνση αυτή, πριν από τον Ιουστινιανό, που βοηθήθηκε πολύ στο νομοθετικό του έργο από το Γρηγοριανό Κώδικα (Codex Gregorianus), τον Ερμογενιανό Κώδικα (Codex Hermogenianus) και το Θεοδοσιανό Κώδικα (Codex Theodosianus). Για τη διευκόλυνση της χρήσης της κλασικής φιλολογίας (jus vetus) εκδόθηκε, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδόσιου Β' και του σύγχρονού του Βαλεντινιανού Γ', ένα διάταγμα που έδινε ανώτατο κύρος στα έργα μόνο των πέντε πιο φημισμένων νομικών. Οι υπόλοιποι νομικοί συγγραφείς έπρεπε να αγνοηθούν. Φυσικά αυτή υπήρξε μια τυπική λύση του προβλήματος, επειδή δεν ήταν εύκολο να βρει κανείς μέσα στα έργα των πέντε νομομαθών κατάλληλες αποφάσεις για κάθε περίπτωση. Οι νομομαθείς επίσης, συχνά, δε συμφωνούσαν μεταξύ τους, ενώ και οι αποφάσεις των κλασικών νομομαθών αποδεικνύονταν πολλές φορές απαρχαιωμένες και χωρίς πρακτική σημασία για τις μεταβαλλόμενες συνθήκες ζωής. Μια επίσημη αναθεώρηση του όλου νομικού συστήματος και μια σύνοψη των εξελίξεών του, δια μέσου των αιώνων, καθίστατο επιτακτική.
Οι παλαιότεροι κώδικες περιλάμβαναν μόνο τους αυτοκρατορικούς νόμους μια περιόδου, χωρίς να αναφέρονται στη νομική φιλολογία. Ο Ιουστινιανός ανέλαβε το τεράστιο έργο της σύνθεσης ενός κώδικα όλων των αυτοκρατορικών νόμων, μέχρι την εποχή του, καθώς και της αναθεώρησης των παλαιών νομικών συγγραμμάτων. Ο κύριος βοηθός του και η ψυχή του όλου έργου υπήρξε ο Τριβωνιανός.
Το έργο προχώρησε με εκπληκτική ταχύτητα. Το Φεβρουάριο του 528 ο αυτοκράτορας όρισε μια επιτροπή από δέκα ειδικούς, μαζί με τον Τριβωνιανό, που ήταν «το δεξί χέρι του αυτοκράτορα στη μεγάλη νομοθετική του προσπάθεια» και του Θεόφιλου, καθηγητή του Δικαίου. Έργο της επιτροπής ήταν η αναθεώρηση των τριών παλαιότερων κωδίκων, η απάλειψη από αυτούς του απαρχαιωμένου υλικού και η συστηματοποίηση των νόμων που κυκλοφόρησαν μετά την έκδοση του Θεοδοσιανού Κώδικα. Αποτέλεσμα όλης αυτής της εργασίας υπήρξε η συλλογή όλων των έργων και η έκδοση, τον Απρίλιο του 529, του Κώδικα του Ιουστινιανού (Codex Justinianus). Ο κώδικας αυτός διαιρείτο σε δέκα βιβλία, που περιείχαν τους νόμους που εκδόθηκαν απ’ την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού μέχρι τον Ιουστινιανό, και έγινε πλέον - ακυρώνοντας τους τρεις πιο παλιούς κώδικες - ο μόνος αυθεντικός κώδικας νόμων της αυτοκρατορίας.
Το 530 ο Τριβωνιανός ανέλαβε να οργανώσει μια επιτροπή που θα αναθεωρούσε τα έργα όλων των κλασικών νομομαθών, θα τα περιέκοβε, θα απέρριπτε κάθε απαρχαιωμένο υλικό, θα αφαιρούσε όλες τις αντιφάσεις και θα τακτοποιούσε όλο το υλικό, που θα απέμενε, σε κάποια οριστική τάξη. Για επιτευχθεί ο σκοπός αυτός η επιτροπή έπρεπε να διαβάσει και να μελετήσει περίπου 2.000 βιβλία, τα οποία περιείχαν πάνω από 3.000.000 γραμμές. Το τεράστιο αυτό έργο, που, όπως λέει ο Ιουστινιανός, «πριν διαταχθεί η εκτέλεσή του, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν ανθρώπινα κατορθωτό» και το οποίο «απάλλαξε τη Jus vetus από κάθε περιττό πλεονασμό» συμπληρώθηκε μέσα σε τρία χρόνια. Ο νέος Κώδικας που δημοσιεύθηκε το 533, υποδιαιρέθηκε σε πενήντα βιβλία, ονομάστηκε Digestorum ή Πανδέκτης (Pandectae) και χρησιμοποιήθηκε αμέσως από τους νομικούς κύκλους της αυτοκρατορίας.
Αν και ο Πανδέκτης του Ιουστινιανού είναι πολύ σπουδαίος, η βιασύνη με την οποία έγινε, είχε σαν αποτέλεσμα να είναι σε μερικά σημεία ελλιπής. Είχε πολλές επαναλήψεις, αντιθέσεις και μερικές τελείως απαρχαιωμένες αποφάσεις. Επιπλέον, η πλήρη εξουσιοδότηση, που είχε η επιτροπή για τη συντόμευση των κειμένων, την ερμηνεία τους και τη σύνθεση πολλών κειμένων σ’ ένα, είχε σαν αποτέλεσμα κάποια αυθαιρεσία, που μερικές φορές έφτασε στο σημείο να ακρωτηριάσει τα αρχαία κείμενα. Υπήρχε μια αισθητή έλλειψη ενότητας στο έργο αυτό, έλλειψη που προκάλεσε δυσμενή κριτική του Πανδέκτη από τη μεριά των νομομαθών του 19ου αιώνα, οι οποίοι εκτιμούσαν πολύ το κλασικό Ρωμαϊκό Δίκαιο. Παρόλα αυτά όμως, η πρακτική αξία του Πανδέκτη υπήρξε μεγάλη. Παράλληλα, το έργο αυτό διέσωσε αποσπάσματα των κλασικών ρωμαϊκών νομικών συγγραμμάτων, που δεν έχουν διασωθεί στο πρωτότυπο.
Στη διάρκεια της επεξεργασίας του Πανδέκτη, ο Τριβωνιανός κι οι δύο συνεργάτες του Θεόφιλος (αναφέρεται παραπάνω) και Δωρόθεος, καθηγητής στη Βηρυτό, ήταν απασχολημένοι με τη λύση ενός άλλου προβλήματος. Όπως λέει ο Ιουστινιανός, δεν ήταν όλοι «ικανοί να φέρουν το βάρος όλου αυτού του πλήθους των γνώσεων», δηλαδή του Κώδικα και του Πανδέκτη. Οι νέοι π.χ. «οι οποίοι βρίσκονται στα προπύλαια και θέλουν να μπουν στο ναό της δικαιοσύνης» δε μπορούσαν να γίνουν κύριοι όλου του υλικού των δύο μεγάλων έργων, πράγμα που παρουσίαζε επιτακτική την ανάγκη της έκδοσης ενός πρακτικού, γι’ αυτούς, εγχειριδίου. Ένα τέτοιο νομικό εγχειρίδιο, που προοριζόταν αρχικά για τους σπουδαστές, εκδόθηκε το 533. Διαιρείτο σε 4 βιβλία και ονομαζόταν Institutiones (Εισηγήσεις). Όπως λέει ο Ιουστινιανός, οι «Εισηγήσεις» αυτές είχαν σκοπό να οδηγήσουν «όλες τις θολές πηγές της Jus vetus σε μια καθαρή λίμνη». Το διάταγμα, που ενέκρινε τις Institutiones, απευθυνόταν προς «τους νέους που είχαν το ζήλο και την προθυμία να γνωρίσουν τους νόμους» (cupidae legum juventuti).
Στη διάρκεια της επεξεργασίας του Πανδέκτη και των Εισηγήσεων, η τρέχουσα νομοθεσία δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί οριστικά. Πολλά νέα διατάγματα εκδίδονταν, ενώ αρκετά ζητήματα είχαν ανάγκη αναθεώρησης. Δηλαδή, η έκδοση του Κώδικα του 529 δεν ήταν πια, σε πολλά σημεία, επίκαιρη με αποτέλεσμα να γίνει μια νέα αναθεώρηση που συμπληρώθηκε το 534. Το Νοέμβριο εκδόθηκε σε 12 βιβλία η δεύτερη έκδοση του αναθεωρημένου και επαυξημένου Κώδικα, με τον τίτλο Codex repetitae praelectionis. Η έκδοση αυτή ακύρωσε την παλαιά, του 529, και περιέλαβε τα διατάγματα που εκδόθηκαν από την εποχή του Αδριανού μέχρι το 534. Η πρώτη έκδοση του Κώδικα δεν έχει διασωθεί.
Τα διατάγματα που κυκλοφόρησαν μετά το 534 ονομάζονταν «Νεαραί» (Novellae). Σε αντίθεση με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις Εισηγήσεις που γράφτηκαν Λατινικά, οι περισσότεροι από τους νέους νόμους του Ιουστινιανού (Νεαραί) γράφτηκαν Ελληνικά. Το γεγονός αυτό υπήρξε μια σπουδαία παραχώρηση στις επιταγές της πραγματικότητας από έναν αυτοκράτορα που ζούσε στα πλαίσια της ρωμαϊκής παράδοσης. Σ’ ένα νέο νόμο του ο Ιουστινιανός γράφει: «Δεν γράψαμε το νόμο αυτό στην ντόπια λατινική γλώσσα, αλλά στην ομιλούμενη ελληνική με το σκοπό να γίνει εύκολα κατανοητός από όλους». Παρά το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός ήθελε να συγκεντρώσει όλους τους νέους νόμους σε μια συλλογή, η επιθυμία του δεν πραγματοποιήθηκε, αν και έγιναν ορισμένες ιδιωτικές συλλογές τους στη διάρκεια της βασιλείας του. Οι Νεαραί θεωρούνται ως η τελευταία εκδήλωση του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού και χρησιμεύουν ως μια από τις κύριες πληροφοριακές πηγές για την ιστορία αυτής της εποχής.
Ο Ιουστινιανός πίστευε ότι ο Κώδικας, ο Πανδέκτης, οι Εισηγήσεις και οι Νεαραί, έπρεπε να αποτελέσουν μια ενιαία συλλογή, την οποία όμως δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει στη διάρκεια της βασιλείας του. Πολύ αργότερα, το Μεσαίωνα, στις αρχές του 12ου αιώνα, με την αναβίωση στην Ευρώπη της μελέτης του Ρωμαϊκού Δικαίου, όλο το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού έγινε γνωστό ως Corpus juris civilis. Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και σήμερα ακόμα το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού.
Ο όγκος του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού και το γεγονός ότι γράφηκε λατινικά, σε μια γλώσσα δηλαδή πολύ λίγο κατανοητή από την πλειονότητα του πληθυσμού, είχαν σαν αποτέλεσμα να εκδοθούν αμέσως αρκετά ελληνικά υπομνήματα και περιλήψεις ορισμένων τμημάτων του Κώδικα, καθώς κι ορισμένες παραφράσεις των Εισηγήσεων και του Πανδέκτη, με επεξηγηματικές σημειώσεις. Οι μικρές αυτές ελληνικές συλλογές νόμων, που προέκυψαν από τις ανάγκες της εποχής και από πρακτικούς λόγους, είχαν αρκετά λάθη, σε σύγκριση με το πρωτότυπο λατινικό κείμενο. Παρόλα αυτά όμως συντέλεσαν στην παραμέληση του πρωτότυπου, που υποσκελίστηκε σχεδόν τελείως.
Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, μεταβλήθηκε και η διδασκαλία των νομικών επιστημών. Καθιερώθηκαν νέα προγράμματα μελετών και η διάρκεια των σπουδών ορίστηκε 5ετής. Κύριο θέμα μελέτης, τον πρώτο χρόνο, ήταν οι Εισηγήσεις. Τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο ο Πανδέκτης και τελικά, τον πέμπτο ο Κώδικας. Σχετικά με το νέο πρόγραμμα, ο Ιουστινιανός γράφει τα εξής: «Όταν όλα τα νομικά μυστικά αποκαλυφθούν, τίποτα δε θα είναι άγνωστο στους σπουδαστές, οι οποίοι αφού διαβάσουν όλα τα έργα που συνέταξε ο Τριβωνιανός και οι άλλοι, θα γίνουν διακεκριμένοι δικηγόροι και υπηρέτες του Δικαίου, οι πιο ικανοί από όλους τους ανθρώπους και πετυχημένοι σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή». Απευθυνόμενος στους καθηγητές ο αυτοκράτορας γράφει: «Αρχίστε τώρα, με τη βοήθεια του Θεού, να προσφέρετε στους φοιτητές νομικές γνώσεις και να τους δείχνετε το δρόμο που καθιερώσαμε, έτσι ώστε ακολουθώντας το δρόμο αυτό, να γίνουν ικανοί λειτουργοί του Δικαίου και της Πολιτείας. Και σε σας θα ανήκει παντοτινά η πιο μεγάλη τιμή που μπορεί να υπάρξει». Απευθυνόμενος στους φοιτητές γράφει: «Δεχθείτε με κάθε επιμέλεια και με μεγάλη προσοχή τους νόμους μας και γίνετε έμπειροι στη χρήση τους, έτσι ώστε να μπορείτε να εμψυχώνεστε από την ωραία ελπίδα ότι θα γίνετε ικανοί, όταν τελειώνετε τις νομικές σας σπουδές, να οδηγήσετε την αυτοκρατορία μας στην πρόοδο». Η διδασκαλία περιορίστηκε στη μετάδοση της διδασκόμενης ύλης και στη σχετική με την ύλη αυτή ερμηνεία. Δεν επιτρεπόταν η αναθεώρηση ή η εκ νέου ερμηνεία του κειμένου με τη βοήθεια πρωτότυπων έργων των κλασικών νομομαθών. Οι φοιτητές είχαν το δικαίωμα να κάνουν επί λέξει μόνο μεταφράσεις και να επεξεργάζονται σύντομες παραφράσεις και αποσπάσματα.
Το καταπληκτικό νομοθετικό έργο του 6ου αιώνα, παρά τις φυσικές ατέλειες που παρουσίαζε στην εκτέλεσή του και παρά τα μεθοδικά του σφάλματα, υπήρξε πολύ σημαντικό. Ο Κώδικας του Ιουστινιανού διέσωσε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, το οποίο έδωσε τις βασικές αρχές για τους νόμους που ρυθμίζουν τη ζωή της σύγχρονης κοινωνίας. Όπως λέει ο Diehl «η ισχυρή θέληση του Ιουστινιανού πέτυχε ένα από τα πιο αποδοτικά έργα, για την πρόοδο της ανθρωπότητας». Τον 12ο αιώνα, όταν άρχισε στη Δυτική Ευρώπη η μελέτη των Ρωμαϊκού Δίκαιου το Corpus juris civilis του Ιουστινιανού καθιερώθηκε ως το δίκαιο πολλών χωρών. «Το Ρωμαϊκό Δίκαιο απέκτησε νέα ζωή και για δεύτερη φορά συνετέλεσε στην ενότητα του κόσμου. Όλες οι νομοθετικές εξελίξεις της Δυτικής Ευρώπης, ακόμα και αυτές των ημερών μας, υφίστανται την επιρροή του Ρωμαϊκού Δικαίου... Τα πιο αξιόλογα περιεχόμενα της ρωμαϊκής νομοθεσίας έχουν εισαχθεί στις παραγράφους και στα κεφάλαια των κωδίκων της εποχής μας, με το όνομα των οποίων συνεχίζουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους» (I. A. Pokrovsky).
Κατά τον 20ο αιώνα παρατηρήθηκε μια ενδιαφέρουσα μεταστροφή στις απόψεις όσων μελετούσαν το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού. Μέχρι τότε το έργο αυτό, με εξαίρεση τις Νεαρές, είχε χαρακτηριστεί ως βοήθημα για την καλύτερη κατανόηση του Ρωμαϊκού Δίκαιου. Είχε χαρακτηριστεί δηλαδή ως έργο δευτερεύουσας σημασίας. Ο Κώδικας δε μελετήθηκε ποτέ ως αντικείμενο ανεξάρτητης έρευνας. Θεωρείτο ότι ο Ιουστινιανός, ή μάλλον ο Τριβωνιανός, διέστρεψε το κλασικό δίκαιο συντομεύοντας ή ευρύνοντας το κείμενο του πρωτότυπου. Τον προηγούμενο όμως αιώνα εξετάστηκε κυρίως το κατά πόσο το έργο του Ιουστινιανού ανταποκρίθηκε ή όχι στις ανάγκες της εποχής του και ποια υπήρξε η έκταση της συμβολής του στις ανάγκες αυτές. Οι αλλαγές που έγιναν στο κλασικό κείμενο δεν αποδίδονται πια στην αυθαιρεσία του συλλέκτη, αλλά στην προσπάθεια να προσαρμοστεί το Ρωμαϊκό Δίκαιο στις συνθήκες που επικρατούσαν τον 6ο αιώνα στην ανατολική αυτοκρατορία. Η επιτυχία του Κώδικα, στο σημείο αυτό, πρέπει να μελετηθεί σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή εκείνη. Τόσο ο Ελληνισμός όσο κι ο Χριστιανισμός πρέπει να επηρέασαν το έργο των συλλεκτών και οι συνήθειες της Ανατολής πρέπει να αντανακλούνται στις αναθεωρήσεις του αρχαίου Ρωμαϊκού Δικαίου. Μερικοί επιστήμονες μάλιστα μιλούν για τον ανατολικό χαρακτήρα του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού. Συνεπώς μένει, για τη σύγχρονη επιστήμη της ιστορίας του δικαίου, να καθορίσει και να αξιολογήσει τις επιρροές του Βυζαντίου στον Κώδικα, στον Πανδέκτη και στις Εισηγήσεις του Ιουστινιανού. Οι Νεαρές του, σαν έργο της τρέχουσας νομοθεσίας, φυσικά, ανταποκρίνονται στις συνθήκες και τις ανάγκες της σύγχρονής τους ζωής.
Την εποχή του Ιουστινιανού άκμασαν 3 Νομικές Σχολές: μια στην Κωνσταντινούπολη, μια στη Ρώμη και μια στη Βηρυτό, που καταστράφηκε από ένα φοβερό σεισμό που τον ακολούθησε φωτιά. Η σχολή της Βηρυτού μεταφέρθηκε στη Σιδώνα χωρίς να έχει πια μεγάλη σημασία.
Η εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού
Σαν διάδοχος των Ρωμαίων Καισάρων ο Ιουστινιανός θεωρούσε καθήκον του να ανασυγκροτήσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ συγχρόνως ευχόταν να μπορέσει να καθιερώσει στο κράτος του ενιαία νομοθεσία και ενότητα πίστης. «Ένα κράτος, ενιαία νομοθεσία, μια εκκλησία» - αυτή υπήρξε, με λίγα λόγια, όλη η γραμμή της πολιτικής του Ιουστινιανού. Στηρίζοντας τις αρχές του στην απόλυτη εξουσία, πίστευε ότι, σε ένα καλά οργανωμένο κράτος το κάθε τι βρίσκεται στη διάθεση του αυτοκράτορα. Έχοντας πλήρη επίγνωση του ότι η εκκλησία μπορούσε να χρησιμεύσει σαν δυναμικό όπλο στα χέρια του κράτους, έκανε κάθε προσπάθεια να την υποτάξει. Οι ιστορικοί προσπάθησαν να αναλύσουν τα κίνητρα που οδηγούσαν τον Ιουστινιανό στην εκκλησιαστική του πολιτική. Άλλοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πολιτική είχε πρωτεύουσα θέση και ότι η θρησκεία ήταν απλός υπηρέτης του κράτους, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι «αυτός, ο δεύτερος Μεγάλος Κωνσταντίνος, ήταν έτοιμος να ξεχάσει τα διοικητικά του καθήκοντα οπουδήποτε προέκυπταν εκκλησιαστικά ζητήματα». Επιθυμώντας να είναι απόλυτα κύριος της εκκλησίας, ο Ιουστινιανός δεν ήθελε απλά να κρατάει στα χέρια του την εσωτερική διοίκηση και την τύχη του κλήρου (ανώτερου και κατώτερου) αλλά, και θεωρούσε δικαίωμά του να καθορίσει ένα ορισμένο δόγμα για τους υπηκόους του. Οι θρησκευτικές προτιμήσεις του αυτοκράτορα έπρεπε να ακολουθούνται από όλους. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου είχε το δικαίωμα να ρυθμίζει τη ζωή του κλήρου, να απονέμει, κατά την κρίση του, τα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα και να παρουσιάζεται ως κριτής των υποθέσεων του κλήρου προς τον οποίον συχνά έδειξε τη συμπάθειά του προστατεύοντάς τον και προωθώντας την ανέγερση νέων εκκλησιών και μοναστηριών, στα οποία έδινε ειδικά προνόμια. Επίσης κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να πετύχει μια ενότητα πίστης ανάμεσα στους υπηκόους του. Συχνά έλαβε μέρος στις δογματικές διαμάχες αποφασίζοντας για αμφίβολα δογματικά ζητήματα. Η τακτική αυτή της ανάμιξης της πρόσκαιρης εξουσίας στα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα και της εισχώρησής της και στις πιο απόκρυφες περιοχές των θρησκευτικών πεποιθήσεων των ατόμων είναι γνωστή στην ιστορία ως Καισαροπαπισμός. Και ο Ιουστινιανός μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς αντιπροσώπους της Καισοροπαπικής τάσης. Κατά τη γνώμη του, ο αρχηγός του κράτους έπρεπε να είναι συγχρόνως Καίσαρας και Πάπας, συνδυάζοντας στο άτομό του κάθε πρόσκαιρη ή πνευματική εξουσία. Οι ιστορικοί που τονίζουν την πολιτική πλευρά της δράσης του Ιουστινιανού, υποστηρίζουν ότι βασικό κίνητρο του Καισαροπαπισμού του υπήρξε η επιθυμία να εξασφαλίσει την πολιτική του δύναμη, να ενισχύσει την κυβέρνηση και να βρει θρησκευτική υποστήριξη για τη συγκράτηση του θρόνου, τον οποίον κατά τύχη απέκτησε.
Ο Ιουστινιανός είχε πάρει μια πολύ καλή θρησκευτική αγωγή. Ήξερε πολύ καλά την Αγία Γραφή, του άρεσε να συμμετέχει σε θρησκευτικές συζητήσεις και έγραψε αρκετούς εκκλησιαστικούς ύμνους. Οι θρησκευτικές συγκρούσεις του φαίνονταν επικίνδυνες ακόμα και από πολιτική άποψη, γιατί απειλούσαν την ενότητα της αυτοκρατορίας.
Αν και οι δυο προκάτοχοι του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού, ο Ζήνων και ο Αναστάσιος, ακολούθησαν μια τακτική ειρηνικών σχέσεων με τη Μονοφυσιτική Εκκλησία της Ανατολής, απομακρυνόμενοι από την Εκκλησία της Ρώμης, ο Ιουστίνος και ο Ιουστινιανός υποστήριξαν σταθερά τη «Δυτική» Εκκλησία, με την οποία αποκατέστησαν φιλικές σχέσεις. Η κατάσταση αυτή όμως αποξένωσε τις ανατολικές επαρχίες, πράγμα που δεν συμφωνούσε με τα σχέδια του Ιουστινιανού, που επεδίωκε τόσο πολύ την καθιέρωσε μιας πίστης στην τεράστια αυτοκρατορία του. Η επίτευξη εκκλησιαστικής ενότητας μεταξύ Ανατολής και Δύσης και μεταξύ Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ρώμης ήταν αδύνατη. «Η κυβέρνηση του Ιουστινιανού», όπως λέει ένας ιστορικός, «στην εκκλησιαστική της πολιτική υπήρξε ένας διπρόσωπος Ιανός που, με το ένα πρόσωπο στραμμένο προς τη Δύση, ζητούσε οδηγίες από τη Ρώμη, ενώ με το άλλο, κοιτώντας προς την Ανατολή, ζητούσε την αλήθεια από τους μοναχούς της Συρίας και της Αιγύπτου».
Βασικός σκοπός της εκκλησιαστικής πολιτικής του Ιουστινιανού, από τις αρχές της βασιλείας του, ήταν η δημιουργία στενών σχέσεων με τη Ρώμη και για το λόγο αυτό παρουσιάστηκε ως υπερασπιστής της Συνόδου της Χαλκηδόνας, της οποίας τις αποφάσεις δε δέχονταν οι επαρχίες της Ανατολής. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού η Ρώμη απέκτησε υπέρτατη εκκλησιαστική εξουσία. Γράφοντας στον επίσκοπο Ρώμης ο Ιουστινιανός τον προσφωνεί «Πάπα». «Πάπα Ρώμης», «Αποστολικό Πατέρα», «Πάπα και Πατριάρχη» κλπ. και ο τίτλος του Πάπα αποδιδόταν αποκλειστικά στον Επίσκοπο της Ρώμης. Σ’ ένα γράμμα του προς τον Πάπα, ο αυτοκράτορας τον προσφωνεί ως «Κεφαλή όλων των αγίων εκκλησιών» (caput omnium sanctarum ecclesiarum), ενώ σε μια από τις Νεαρές, αναφέρει καθαρά ότι ο αρχιεπίσκοπος της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) κατατάσσεται δεύτερος, ύστερα από την Αγία Αποστολική Έδρα της Παλαιάς Ρώμης.
Ο Ιουστινιανός ήρθε αντιμέτωπος με τους Ιουδαίους, τους ειδωλολάτρες και τους αιρετικούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι Μανιχαίοι, οι Νεστοριανοί, οι Μονοφυσίτες, οι Αρειανοί και αντιπρόσωποι άλλων, λιγότερο σημαντικών θρησκευτικών δογμάτων. Ο Αρειανισμός είχε ευρύτατα διαδοθεί, στη Δύση, ανάμεσα στους Γερμανούς. Υπολείμματα της ειδωλολατρίας υπήρχαν σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας και οι ειδωλολάτρες θεωρούσαν ακόμα ως κέντρο τους τη Σχολή των Αθηνών. Οι Ιουδαίοι και οι οπαδοί μικρότερων αιρετικών κινήσεων είχαν συγκεντρωθεί κυρίως στις επαρχίες της Ανατολής.
Ο αγώνας κατά των Αρειανών, στη Δύση, έλαβε τη μορφή στρατιωτικών επιχειρήσεων, που τέλειωσαν με την ολική ή μερική καθυπόταξη των βασιλείων των Γερμανών. Με βάση την πεποίθηση του Ιουστινιανού, ότι ήταν απαραίτητη μια ενιαία πίστη για όλη την αυτοκρατορία, δεν μπορούσε να υπάρξει καμιά ανεκτικότητα για τους αρχηγούς των άλλων θρησκειών ή αιρετικών διδασκαλιών, που επί Ιουστινιανού υπέφεραν φοβερούς διωγμούς τόσο από τις στρατιωτικές όσο και από τις πολιτικές αρχές.
Το κλείσιμο της Σχολής των Αθηνών
Ο Ιουστινιανός, θέλοντας να ξεριζώσει τελείως τα υπολείμματα της ειδωλολατρίας, έκλεισε, το 529, την περίφημη φιλοσοφική σχολή των Αθηνών, την τελευταία δηλαδή έπαλξη της εξασθενημένης ειδωλολατρίας, της οποίας η παρακμή είχε ήδη αρχίσει από τότε που ο Θεοδόσιος Β', τον 5ο αιώνα, οργάνωσε το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Πολλοί από τους καθηγητές της σχολής εξορίστηκαν και η περιουσία της κατασχέθηκε. Όπως γράφει ένας ιστορικός, «τον ίδιο χρόνο που ο Άγιος Βενέδικτος κατέστρεψε το τελευταίο ειδωλολατρικό άσυλο στην Ιταλία, το ναό του Απόλλωνα, στο άλσος του Monte Cassino, καταστράφηκε στην Ελλάδα το προπύργιο της κλασικής ειδωλολατρίας». Από την ημέρα που έκλεισε η Σχολή των Αθηνών, η πόλη αυτή έχασε οριστικά την παλιά της σπουδαιότητα, ως εκπολιτιστικό κέντρο και μεταβλήθηκε σε μια πόλη δευτερεύουσας σημασίας. Μερικοί από τους φιλόσοφους της σχολής αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Περσία, όπου, όπως είχαν ακούσει, ο Χοσρόης ενδιαφερόταν για τη φιλοσοφία. Εκεί έγιναν δεκτοί με πολύ συμπάθεια, αλλά η ζωή στην ξένη αυτή χώρα ήταν αφόρητη για τους Έλληνες, τους οποίους ο Χοσρόης αποφάσισε να στείλει πίσω στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως συμφώνησε με τον Ιουστινιανό να μη διωχθούν ούτε να υποχρεωθούν με τη βία να δεχθούν τη χριστιανική πίστη. Ο Ιουστινιανός κράτησε την υπόσχεσή του και οι ειδωλολάτρες φιλόσοφοι πέρασαν την υπόλοιποι ζωή τους στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ειρηνικά και χωρίς διωγμούς. Ο Ιουστινιανός δεν πέτυχε να ξεριζώσει τελείως την ειδωλολατρία, η οποία συνέχισε να υπάρχει κρυφά σε απομακρυσμένα μέρη.Οι Ιουδαίοι και οι Σαμαρείτες της Παλαιστίνης, μη μπορώντας να συνδιαλλαχτούν με το κράτος, επαναστάτησαν για να καταβληθούν όμως γρήγορα και σκληρά. Πολλές συναγωγές καταστράφηκαν, ενώ σ’ αυτές που διασώθηκαν, απαγορεύτηκε η ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης από το εβραϊκό κείμενο, αλλά επιτρεπόταν να χρησιμοποιείται μόνο στη γλώσσα των «εβδομήκοντα». Αυστηρά επίσης διώχθηκαν οι Νεστοριανοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου