Η διήγηση πού ακολουθεί περιγράφει την επίσκεψη ενός καθηγητού του Πανεπιστημίου στήν Κωνσταντινούπολη μέσα στη δεκαετία του 70.
Εκεί είχε φίλους δύο Τούρκους καθηγητές του Πανεπιστημίου της Κων/πολης. Σε συζήτηση πού είχε μαζί τους για τα επερχόμενα ήρθε και το θέμα της επανάκτησης της Πόλης.
Τότε οι Τούρκοι καθηγητές (που απ΄τη συνέχεια φαίνεται ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί) του είπαν: " Θέλεις να σε πάμε να δείς κάτι μοναδικό, με την προΰπόθεση ότι θα σου δέσουμε τα μάτια καθ΄όλη την διαδρομή, ώστε να μήν μπορείς να εντοπίσεις το μέρος. Γιατί αυτό που θα αντικρύσεις, αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό. Εκείνος δέχτηκε καί ξεκίνησαν με ένα τζίπ, αυτός με δεμένα τα μάτια, αλλά από την ώρα πού έκαναν να φτάσουν στόν προορισμό τους, υπολόγισε πώς πρέπει νά ήταν περί τά 10 χιλιόμετρα έξω απ΄την Κων/πολη. Τόν κατέβασαν με δεμένα μάτια καί τον οδήγησαν σε ένα μέρος πού απ΄την υγρασία κατάλαβε ότι ήταν σπήλαιο.
Προχώρησαν αρκετά μέσα στο σπήλαιο και όταν έφθασαν σε μια εσωτερική στοά του σπηλαίου του άνοιξαν τα μάτια. Αυτό που αντίκρυσε υπερέβαινε ό,τι μπορούσε να είχε πρίν φανταστεί! Η στοά ήταν αρκετά μεγάλη και σε κάποιο σημείο υπήρχε ένας ανοικτός τάφος χωρίς κανένα διακριτικό. Μέσα στόν τάφο είδε ένα άνδρα ντυμένο με ρούχα βασιλικά της Ρωμαΐκής αυτοκρατορίας, διέκρινε δύο πορφυρούς σταυρούς στούς ώμους, αλλά το συγκλονιστικό ήταν ότι ο άνδρας αυτός ήταν σαν ζωντανός που κοιμάται, είχε δηλαδή ροδαλό χρώμα σαν ζωντανός. Έφερε πλήρη πολεμική εξάρτιση της εποχής και είχε το χέρι του στο ξίφος το οποίο ήταν βγαλμένο σχεδόν όλο απέμεναν δε λίγα εκατοστά για να αποσπαστεί από τή θήκη του. καί ενώ παρατηρούσε άναυδος, οι φίλοι του του είπαν: "Αυτός είναι ο δούξ Ιωάννης Βατάτζης, βασιλεύς της Νίκαιας, αυτός θα ηγηθεί του γένους των Ρωμιών.
Το μυστικό αυτό μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, σέ κάποιους έμπιστους και η παράδοση λέει ότι όταν θα βγεί το σπαθί του τελείως απ΄το θηκάρι, οι Έλληνες θα πάρουν πίσω ότι έχασαν τότε. Καί είναι γεγονός, το έχουμε παρατηρήσει ότι το ξίφος μετακινέιται κατα ενα-δύο χιλιοστα την πενταετία"(;δεν είναι βέβαιο το διάστημα).
Τού έδεσαν τα μάτια πάλι και επέστρεψαν. Φίλος φίλου του καθηγητού και αυτόπτου μάρτυρος, το έχει διηγηθεί γύρω στο 1992 απ'ευθείας σε αδελφικό μου φίλο, γιατρό, αναπληρ.διευθυντή κλινικής, πιστό και σοβαρό άνθρωπο, ο οποίος μου το μετέφερε. Τότε είμασταν πολύ δίσπιστοι. Μάλιστα εγώ το είπα στόν γέροντά μου που είναι δυσκολόπιστος σ΄αυτά και έχει διάκριση και το άκουσε με προσοχή. "Γιατί όχι;"τον άκουσα έκπληκτος να μου λέει,"το κρατάμε στην καρδιά μας αφού είναι προσδοκία μας και εφ΄όσον οι άγιοί μας έχουν πεί ότι θα γίνουν αυτά, δεν ψεύδονται". Ναί αλλά είναι ο Βατάτζης ο αγαθός βασιλεύς και θα αναστηθεί; τον ρώτησα. "Πολύ πιθανόν"μου απήντησε. Ξέροντας τον γέροντά μου κι εγώ κι ο φίλος μου θεωρήσαμε την απάντησή του σαν απόλυτη επιβεβαίωση. Παρ΄όλα αυτά είμασταν ακόμα επιφυλακτικοί.
Πολύ αργότερα το διασταυρώσαμε με ένα βίντεο όπου μιλάει ο γέρων Εφραίμ, κτήτωρ πολλών μοναστηριών στην Αμερική και λέει πώς στό Αγ. Όρος είχε γνωρίσει έναν άγιο αρχιερέα τον Μηλιτουπόλεως Ιερόθεο που ζούσε τότε μονάζοντας στο αγ. Όρος και του είχε διηγηθεί ότι σε επισκεψή του το 1952 στην Κων/πολη είχε δει (κάτω απο ποιές συνθήκες δεν ξέρω) ακριβώς τα ίδια που περιγράψω πιό πάνω. Μάλιστα έλεγε "στον γ. Εφραίμ ότι "...λίγα εκατοστά παιδάκι μου είχε για να βγεί το σπαθί απ΄το θηκάρι του...". Του το διηγήθηκε το 1955 και φοβόταν (με την εκδίωξη των Ελλήνων απ΄την Πόλη) μήπως είχε έρθει η ώρα του μεγάλου πολέμου. Στό βίντεο αυτό ο γέρων Εφραίμ τονίζει:"...και χείλη αγίου αρχιερερέως ού ψεύδονται..."
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010
Ο ΄Αγιος Ιωάννης Βατάτζης ο Εξαδάκτυλος , αυτοκράτωρας Βυζαντίου,
Εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχω μοιραστεί μαζί με άλλους πατριώτες και χριστιανούς την αγωνία για ενδεχόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο και για τη δοκιμασία του ελληνισμού και της ανθρωπότητας γενικότερα. Μέσα από τους θρύλους και τις λαϊκές παραδόσεις, οι εξελίξεις αυτές περνούν μέσα από σύγκρουση με τους Τούρκους και την αναγέννηση του Βυζαντίου. Οι θρύλοι αυτοί έκαναν λόγο για τον «μαρμαρωμένο βασιλεία», ο οποίος είναι εξαδάκτυλος και έχει αφήσει ανολοκλήρωτο ένα έργο, το οποίο, με τη βοήθεια του Θεού , θ’ αναστηθεί για να το ολοκληρώσει. Ποιός είναι όμως αυτός ο «μαρμαρωμένος Αυτοκράτορας»; Πού αναφέρεται ο ρόλος του και πώς σχετίζεται αυτός με τα μελλούμενα για την ευρύτερη περιοχή ;
Για την αναζήτηση της ταυτότητας αυτού του προσώπου, η οποία σχετίζεται - όπως προανέφερα- με τα συγκλονιστικά για τον Ελληνισμό ερχόμενα γεγονότα, αναλώθηκα σ’ έναν αγώνα συγκέντρωσης όλων των προφητειών που αναφέρονται στο σωτήρα αυτοκράτορα. Το υλικό ήταν δυσεύρετο και διάσπαρτο και γι’ αυτό η προσπάθεια αυτή διήρκεσε εικοσιπέντε χρόνια περίπου. (Την έρευνα έκανα στο Άγιο Όρος , τα Ιεροσόλυμα και σ’ όλα τα Μοναστήρια της Ελλάδος).
Από τη μελέτη των δώδεκα προφητειών που συγκέντρωσα και δημοσιεύω στις επόμενες σελίδες του βιβλίου, διαπίστωσα ότι ο εξαδάκτυλος μαρμαρωμένος Βασίλειος είναι ο Ιωάννης Βατατζής, αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο οποίος ήταν εξαδάκτυλος και ονομαζόταν επίσης ως ο «μέγας ελεήμων».
Πολλοί μας λέγουν, ότι ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, που θα αναστηθεί στο Βυζάντιο, είναι ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, ο τελευταίος Αυτοκράτορας. Όλοι οι προφήτες προφητεύουν για Ιωάννη και όχι για Κωνσταντίνο. Άλλοι λέγουν για τον Ιωάννη το Θεολόγο. Ο Ιωάννης ο Θεολόγος δεν έφυγε από την Έφεσο και την Πάτμο ούτε είναι ΕΞΑΔΑΚΤΥΛΟΣ. Άλλοι λέγουν πως είναι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Ο Πρόδρομος δεν έφυγε ποτέ από την έρημο και από τον Ιορδάνη, ούτε πήγε ποτέ στο Βυζάντιο, ούτε είναι εξαδάκτυλος. Άλλοι λέγουν πως είναι ο Κωνσταντίνος πρώην βασιλεύς των Ελλήνων. Όλοι οι προφήτες μας λέγουν για Ιωάννη και όχι για Κωνσταντίνο. Πολλοί άνθρωποι δε γνωρίζουν τίποτε για τα επερχόμενα παγκόσμια γεγονότα, που θα συνταράξουν την ανθρωπότητα.
Επίσης πιστεύω ότι ο Θεός θα επιτρέψει να γίνουν τα γεγονότα στην Τουρκία, γιατί εκεί είναι θαμμένοι οι προφήτες, άλλοι άγιοι και αυτοκράτορες του Βυζαντίου, γιατί εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο τμήμα του Τιμίου Σταυρού , που έφερε η Αγία Ελένη στην Κωνσταντινούπολη, γιατί εκεί βρίσκεται ο χιτώνας του Χριστού, ο σπόγγος, ο κάλαμος, η λόγχη και πολλά άλλα ιερά. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μείνανε όλα εκεί.
Οφείλω ευχαριστίες στο Μητροπολίτη Μεσσηνίας των Γ.Ο.Χ. Γρηγόριο, ο οποίος έχει γράψει πολλά προφητικά βιβλία, με επιβεβαίωσε ότι είναι ο Ιωάννης Βατάτζης και με βοήθησε στη συγκέντρωση μέρους του υλικού.
Επίσης επιβεβαίωση έκανε και ο επίσκοπος μαγνησίας ΓΟΧ Μάξιμος και άλοι ασκηταί Αγίου Όρους.
Επίσης επιβεβαίωση έκανε και ο επίσκοπος μαγνησίας ΓΟΧ Μάξιμος και άλοι ασκηταί Αγίου Όρους.
Τέλος θα ήθελα να επισημάνω, ότι διατήρησα τον τρόπο γραφής και σύνταξης των προφητειών, έτσι όπως τα διέσωσε μέχρι σήμερα η παράδοση και ότι μοναδικό κίνητρο αυτής της έκδοσης δεν είναι άλλο από την επιθυμία μου να μάθει ο κόσμος την αλήθεια για τον μαρμαρωμένο Αυτοκράτορα και για όσα πρόκειται να έρθουν.
Πως αναστήσεται ο Αυτοκράτορας αποκρινόμεθα όπου βούλεται ο Θεός νικάται φύσεως τάξις.
Για πρώτη φορά γράφτηκε προφητικό βιβλίο στην Ελλάδα, αποκλειστικά για τον Μαρμαρωμένο Εξαδάχτυλο Αυτοκράτορα για τον Άγιο Ιωάννη Βατάτζη και για όσα πρόκειται να συμβούν στο Βυζάντιο.
Γιώργος Βαλαβάνης
Συγγραφέας, Λογοτέχνης, Ερευνητής των Γραφών, Μέλος του Συνδέσμου Γραμμάτων Τεχών Θεσσαλίας και της Ένωσης Λογοτεχνών Συγγραφέων Λάρισας (Ε.Λ.Ο.ΣΥ.Λ.)
Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο ή Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αναφέρεται στήν αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη η οποία ήταν κληρονόμο κράτος του γεωγραφικού χώρου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με χρονικά όρια που ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την άλωση από τους Οθωμανούς Τούρκους, στις 29 Μαΐου του 1453 [1]. Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές, αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν την Ιταλική χερσόνησο, τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου.
Από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή αυτοκρατορία
Από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γεννήθηκε το "Εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής" με κύριο μέλημα την ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επί της δυναστείας του Ηρακλείου μεταμορφώθηκε στην "Εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής" και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, γεννήθηκε η "Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία"[2]. Σ' αυτήν την τελευταία περίοδο, αναβίωσε έντονα η μνήμη του ελληνικού παρελθόντος, ενώ η Άλωση της Πόλης και η Λατινοκρατία, συντέλεσαν στη γένεση του νεοελληνικού πατριωτισμού και των ιδεών που τελικά οδήγησαν στην αποκατάσταση της νέας Ελλάδας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα[3].
Η μελέτη της Βυζαντινής ιστορίας δείχνει ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας που διαμορφώνεται κάτω από την επιρροή:
- Της ρωμαϊκής πολιτικής θεωρίας,
- Του ελληνικού πολιτισμού, με μετάθεση του πολιτικού κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη Ανατολή,
- Της χριστιανικής πίστης[4].
Η Κωνσταντινούπολη, ή "Βασιλεύουσα", ή "Πόλη", ή "Επτάλοφος της Ανατολής", ή "δεύτερη Ρώμη", ταυτίζει την ιστορία της με την ιστορία της αυτοκρατορίας η οποία και την ανέδειξε, και ταυτόχρονα, ο κτίστης της πόλεως Μέγας Κωνσταντίνος, θεωρείται και ο ιδρυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο ίδιος που επέτρεψε χάρη στο "Έδικτο των Μεδιολάνων" (313) την ελεύθερη άσκηση της χριστιανικής λατρείας.
Το Βυζάντιο αποτελεί ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: ο Κωνσταντίνος αναγνωρίσθηκε ως ο πρώτος Βυζαντινός αυτοκράτορας χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ενώ το Βυζάντιο είναι η μόνη αυτοκρατορία, που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης ως προϊόν στρατιωτικών επιτυχιών, αλλά ήταν αποτέλεσμα των εξελίξεων στον ρωμαϊκό κόσμο.
Ιστορία
- Δείτε το κυρίως άρθρο Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας
Πρωτοβυζαντινή περίοδος
Οι πρώτοι αιώνες της βυζαντινής ιστορίας, η λεγόμενη "πρωτοβυζαντινή περίοδος" (4ος-6ος αι.), θεωρείται η τελευταία φάση της ρωμαϊκής ιστορίας και η περίοδος του σχηματισμού της νέας αυτοκρατορίας. Η βυζαντινή αυτοκρατορία ως συνέχεια της ρωμαϊκής ήταν φυσικό να κληρονομήσει τον γεωγραφικό χώρο όπου έδρασε εκείνη. Στην πραγματικότητα, η προσπάθεια για την αποκατάσταση του "ρωμαϊκού κράτους" στα παλαιά του σύνορα, παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή διπλωματία.Από τα τέλη του 3ου αιώνα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε διαιρεθεί σε τέσσερεις μεγάλες γεωγραφικές και διοικητικές περιφέρειες, που ονομάζονταν Υπαρχίες:
- 1. Υπαρχία Ανατολής, που περιλάμβανε νοτιοανατολικές περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, τη Θράκη, ολόκληρη την Τουρκία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Ιορδανία, τη βόρεια Αίγυπτο και το τμήμα της Λιβύης που βρίσκεται απένταντι από την Ελλάδα.
- 2. Υπαρχία Ιλλυρικού, που περιλάμβανε τη σημερινή Π.Γ.Δ.Μ., τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, σχεδόν όλη την Ελλάδα και το δυτικό τμήμα της Βουλγαρίας.
- 3. Υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής, που περιλάμβανε δυτικά τμήματα της σημερινής Βοσνίας, Κροατίας και Ουγγαρίας, τη Σλοβενία, την Αυστρία, την Ελβετία, την Ιταλία και τις βόρειες περιοχές της Αλγερίας, της Τυνησίας και του μεγαλύτερου μέρους της Λιβύης.
- 4. Υπαρχία Γαλατίας, που περιλάμβανε το νότιο μισό του σημερινού Ηνωμένου Βασιλείου, τη Γαλλία και το Βέλγιο, την Ιβηρική Χερσόνησο και τμήμα του Μαρόκου που βρίσκεται νότια της Ιβηρικής Χερσονήσου.
- Η μετάθεση της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.
- Ο χωρισμός του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό από τον Θεοδόσιο.
- Η διάλυση του Δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
- Η ταύτιση της αυτοκρατορίας με το ανατολικό τμήμα της.
Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας, και το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, την ίδια στιγμή που η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και το Βυζάντιο, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.
Μεσοβυζαντινή περίοδος
Στη λεγόμενη "Μεσοβυζαντινή περίοδο", κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν και πάλι τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος 642, με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας.Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα έφεραν ελάχιστες μόνο αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως επί Μακεδονικής δυναστείας, στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις στην ανατολή και μικρότερες στη δύση. Οι επικές νίκες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β’ ανέκτησαν την Κρήτη, την Κύπρο, τις πόλεις της Κιλικίας και τμήματα της Συρίας και της Παλαιστίνης. Η ανάκτηση όλων των παλαιών ρωμαϊκών εδαφών της Εγγύς Ανατολής ήταν ο απώτερος σκοπός των εκστρατειών τους. Επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Βουλγαρία υποτάχθηκε πλήρως και τα σύνορα του Βυζαντίου έφτασαν και πάλι στον Δούναβη, χωρίς βέβαια, ακόμη και τότε, να πλησιάσουν τα σύνορα που είχε το κράτος επί της ιουστινιάνειας "ανακτήσεως" (reconquista).
Υστεροβυζαντινή περίοδος
Οι σπουδαίες εδαφικές κατακτήσεις επί Μακεδονικής δυναστείας αποδείχθηκαν βραχύβιο επίτευγμα. Σε ελάχιστο διάστημα μετά το 1071, έτος της μεγάλης ήττας του βυζαντινού στρατού από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ, το Βυζάντιο έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Μικρας Ασίας και τη Βάρη (Μπάρι) από τους Νορμανδούς, γεγονό που σήμανε την απώλεια και του τελευταίου βυζαντινού ερείσματος στην Ιταλία. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η ήττα του Ματζικέρτ και, κυρίως, το πολιτικο-στρατιωτικό χάος που ακολούθησε[6][7], ήταν η "θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας"[8]. Η επακόλουθη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα για την αυτοκρατορία. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες από τις οποίες προήλθαν τόσοι περίφημοι Αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν για πάντα.Μέσα στα νέα, πιο περιορισμένα, όριά της, η αυτοκρατορία δέχθηκε τα χτυπήματα των Σταυροφοριών με αποκορύφωμα την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, κατά την Δ' Σταυροφορία, από τους Λατίνους το 1204.
Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολουθεί, χαρακτηρίζεται από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφείλεται κυρίως στους εμφυλίους του 14ου αιώνα και στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμου. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίζεται η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρούνται ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη.
Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο έχει χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίζεται στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο λεγόμενο Δεσποτάτο του Μυστρά.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους του Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453, ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η Πόλη γίνεται πλέον πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι γεγονός.
Πολιτική θεωρία
Η αυτοκρατορική ιδέα
Η έννοια της αυτοκρατορικής ιδέας προέρχεται από την οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η οποία έχοντας την πλήρη κυριαρχία σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και κάνοντας τη Μεσόγειο Ρωμαϊκή λίμνη, είχε την παντοδυναμία στον τότε γνωστό κόσμο. Έτσι ο αυτοκράτορας της θεωρούνταν μοναδικός και αυτοκράτορας όλου του κόσμου. Αυτό συνεχίστηκε και στην περίοδο του Βυζαντίου, ακόμη και όταν αυτό είχε χάσει πλέον την έκταση και τη δύναμη που κατείχε στα χρόνια της ακμής του. Στο Ρωμαϊκό κράτος της Χριστιανικής ανατολής ο αυτοκράτοράς του ήταν ο εκλεκτός του Θεού και ηγέτης όλων των υπολοίπων κρατών. Ο στόχος τόσο του ιδίου όσο και ο ύψιστος στόχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η οικουμενικότητα. Το Βυζάντιο προσπάθησε να διατηρήσει και να ανακαταλάβει τις χαμένες περιοχές τού τόσο πρόωρα καταλυμένου Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους.Θέματα βυζαντινής ιστοριογραφίας
Ονομασία
Όσο κι αν μελετήσει κάποιος τις πηγές, κατά τη διάρκεια των 11 και πλέον αιώνων ζωής της "Βυζαντινής" αυτοκρατορίας, πουθενά δεν θα βρει τους όρους "Βυζαντινή Ιστορία" και "Βυζαντινός" να προσδιορίζουν την ιστορία και τους κατοίκους του κράτους που είχε για πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοί της ονόμαζαν τους εαυτούς τους μόνο Ρωμαίους, ενώ η αυτοκρατορία τους ήταν Ρωμαϊκή και πρωτεύουσά τους ήταν η Νέα Ρώμη. Το Βυζάντιο έφερε πάντοτε το όνομα "Ρωμαίων κράτος" ή "Ρωμαίων πολιτεία" και ονόματα όπως "Ρώμη" και "Ρωμανία" υιοθετήθηκαν από τον βυζαντινό λαό και ως ανάμνησή τους μένουν σήμερα οι όροι "Ρωμιός" και "Ρωμιοσύνη".Στην πραγματικότητα, ο όρος "βυζαντινός" είναι ένας νεολογισμός τον οποίο χρησιμοποίησε στα 1562 για πρώτη φορά ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Ο Βολφ, ο οποίος επέδειξε μεγάλο ζήλο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μέγα, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Κατόπιν, τον όρο "βυζαντινός" τον καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός Γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ, 1607-1667, ο οποίος προλογίζει το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus...". Όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας "της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για τη μακροχρόνιά της διάρκεια".
Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός, φιλόλογος, αρχαιολόγος, νομισματολόγος και εκδότης Κάρολος Δουκάγγιος χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματεύεται την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης.
Ασφαλώς, για τους μελετητές της εποχής, το όνομα "Βυζάντιο" υπενθύμιζε ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής Θράκης στον Βόσπορο, που ιδρύθηκε το 659 π.Χ. από ομάδα Μεγαρέων αποικιστών με αρχηγό τον Βύζαντα στον οποίο οφείλει και την ονομασία της. Άλλωστε, οι αρχαΐζοντες Βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν Βυζάντιο την Κωνσταντινούπολη, όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου "Βυζάντιο", δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης.
- δείτε επίσης: Ονομασίες των Ελλήνων
Οριοθέτηση της βυζαντινής περιόδου
Κάθε χρονική τομή και κάθε χρονικός περιορισμός της ιστορικής εξέλιξης, που στην πραγματικότητα είναι αδιάκοπη, αποτελούν συμβατικές οροθεσίες οι οποίες δεν βρίσκουν πάντα σύμφωνους όλους τους ερευνητές. Έτσι και τα χρονικά όρια που έχουν γίνει αποδεκτά για τη βυζαντινή ιστορία είναι συμβατικά, βοηθούν όμως στην κατανόηση της σημασίας παραγόντων και γεγονότων, στους οποίους βασίζονται οι διάφορες αντιμαχόμενες θέσεις.Αν και όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Βυζαντινή ιστορία τελειώνει με την πτώση της Πόλης το 1453, συχνά θεωρήθηκε ως αφετηρία για τη βυζαντινή χρονολογία ο θρίαμβος του Χριστιανισμού το 392, όταν δηλαδή ο Θεοδόσιος Α' έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Αν όμως λάβουμε υπόψη ότι η αρχαία θρησκεία επέζησε τουλάχιστον ως την εποχή του Ιουστινιανού και κατόπιν αντικαταστάθηκε από την εθνική θρησκεία των λαών που εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, βλέπουμε ότι η χρονολογία αυτή έχει δυσκολίες ως προς την εδραίωσή της. Κείμενα του 10ου αι. αναφέρουν μη χριστιανούς σλαβικής καταγωγής εγκατεστημένους στη βυζαντινή Ελλάδα, οργανωμένους σε αυτόνομες κοινότητες, υπό τοπικούς αρχηγούς της ίδιας εθνικής προελεύσεως και σχεδόν ανεξάρτητους από την αυτοκρατορική επαρχιακή διοίκηση της περιοχής. Μάλιστα, συχνά αποτέλεσαν επικίνδυνες εστίες εξεγέρσεως κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και στην Πελοπόννησο.
Άλλοι ιστορικοί, θεωρούν αρχή της ιστορίας του Βυζαντίου την εποχή που ακολουθεί το θάνατο του Θεοδοσίου (395)· το κράτος διαιρείται σε ανατολικό και δυτικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, αναζητείται σταθερό ορόσημο στη διάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους· καταλληλότερη το 476, χρονολογία όπου η "Χριστιανική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία" μένει μόνη της. Άλλοι τοποθετούν την αρχή της ιστορίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στα 610, όταν ανεβαίνει στο θρόνο ο Ηράκλειος, άλλοι στα 717, όταν ανεβαίνει στην εξουσία η δυναστεία των Ισαύρων και άλλοι στα 284, όταν ο Διοκλητιανός, βάζει τις βάσεις για την οργάνωση του νέου κράτους.
O καθηγητής Άρνολντ Τόινμπι (1889–1975) υποστήριξε ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έσβησε κατά τα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα και μια νέα αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ως απάντηση της χριστιανικής Ανατολής στην απειλή των μουσουλμάνων. Από την άλλη, ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ 1861–1927) αρνήθηκε ότι το Βυζάντιο γνώρισε ποτέ γενέθλια ημέρα. Υποστήριξε ότι "η Βυζαντινή αυτοκρατορία με δική της υπόσταση ουδέποτε υπήρξε, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έληξε μέχρι το 1453 [11]"
Κάθε μία από τις παραπάνω απόψεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η βυζαντινή ιστορία αρχίζει απ' τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης το 324 (ή από τα επίσημα εγκαίνια της το 330), θεωρούν ότι η χρονολογία αυτή εμπεριέχει γεγονότα-ορόσημα για το βυζαντινό κράτος:
- α) μετάθεση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή,
- β) ανοχή και αργότερα αναγνώριση της ισοτιμίας του Χριστιανισμού, με τις άλλες θρησκείες,
- γ) επίδραση των χριστιανικών αρχών στη νομοθεσία και γενικά στις κρατικές εκδηλώσεις,
- δ) μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους σε σφαίρα επιρροής άλλης γλώσσας, της ελληνικής,
- ε) πραγματοποίηση μεγάλων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στην κρατική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας.
Βυζάντιο και Δύση
- Κύριο άρθρο: Βυζάντιο και Δύση
Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της "Βυζαντινής Αυτοκρατορίας", μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα "Βυζάντιο", συσχετίζοντας τη Νέα Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, απλώς με μια αρχαία ελληνική αποικία, προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση[13] και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης[14]. Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας[15].
Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το Σχίσμα των δύο εκκλησιών, Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής, όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη[16], τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές[17]. Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον Θεοδόσιο Α' το 395, ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις.
Στην υπερχιλιόχρονη πορεία του Βυζαντίου, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός (δυτικού) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο. Αυτά ήτανη η γλωσσική αποξένωση, η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση της δυτικής θεολογικής και πολιτικής σκέψης και ο ανταγωνισμός της Δυτικής με την Ανατολική Εκκλησία.
Εθνολογική σύνθεση
Κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορικής πορείας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος που περιελάμβανε όλον τον πολιτισμένο, τότε, μεσογειακό κόσμο. Το μόνο άλλο οργανωμένο κράτος που γνώριζε ήταν η Περσία των Σασσανιδών. Στην τεράστια επικράτειά της, η οποία απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, συμβίωναν Έλληνες και εξελληνισμένοι λαοί, αυθεντικοί Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Σύριοι, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι, υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών (Ίσαυροι, Φρύγες, Καππαδόκες), Ιλλυριοί και Θράκες στη Χερσόνησο του Αίμου, καθώς επίσης υπολείμματα νεώτερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων. Όλοι αυτοί αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, στον βαθμό που ήταν αφοσιωμένοι στην Εκκλησία και στον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα.Ήδη από την ελληνιστική εποχή είχαν εμφανιστεί ισχυρές τάσεις επιγαμίας μεταξύ των μεσογειακών λαών. Πχ ο αυτοκράτορας Αρκάδιος ήταν ισπανικής καταγωγής, ενώ αρμενικής καταγωγής ήταν οι στρατηγοί του Ιουστινιανού Ναρσής, Ναρσής Καμσαρακάν και οι αυτοκράτορες Λέων ο Ε', Βασίλειος ο Α', Ιωάννης Α' Τσιμισκής, Ρωμανός ο Α'. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α' είχε αίμα αραβικό και ο πατέρας του επικού Διγενή Ακρίτα ήταν προσήλυτος Σαρακηνός[18]. Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις. Δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν τον οποιονδήποτε και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο νεοεισερχόμενος να είναι χριστιανός και να μιλά ελληνικά.
Βέβαια, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, η εθνολογική σύνθεση του Βυζαντίου δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με μία μόνο εθνότητα, γιατί στα σύνορα του υπήρχαν ή προσαρτήθηκαν κατά καιρούς πολλοί διαφορετικοί λαοί, όμως, κορμός της σύνθεσης αυτής ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, και οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν τα κοινά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και προοδευτικά της ελληνικής γλώσσας, παράγοντες που λειτούργησαν ως ενοποιητικοί. Ειδικά η ελληνική γλώσσα, η οποία ήδη από τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να εκτοπίζει τη λατινική στην Ανατολή, επικράτησε επί Ηρακλείου ως η κατ' εξοχήν επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου. Είχε προηγηθεί η μοιραία αποδυνάμωση του ζωντανού, στρατιωτικής καταγωγής λατινικού πυρήνα των Βαλκανίων από τον Ιουστινιανό, προκειμένου να επανδρώσει τις ανακτημένες και εκγερμανισμένες επαρχίες της Δύσης. Μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός όχι μόνο των δομών της Αυτοκρατορίας, αλλά και των προσαρτημένων στα όριά της λαών.
Τον 7ο αιώνα λόγω της απώλειας της Αιγύπτου και της Συρίας, σημειώθηκε ριζική διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την επικράτειά του σε περιοχές όπου το πατροπαράδοτα ελληνικό στοιχείο δέσποζε και αριθμητικά. Όμως δεν έπαψαν να εμφανίζονται νέοι λαοί. Οι σλαβικές επιδρομές που αρχίζουν τον 6ο αιώνα, προκαλούν αναστάτωση στην εθνολογική σύσταση των επαρχιών της χερσονήσου του Αίμου, για να υποστούν, όμως, σταδιακά την αφομοιωτική δύναμη του ελληνικού στοιχείου, χωρίς όμως η έννοια της λέξης "Έλληνας" της εποχής εκείνης να ταυτίζεται με τη σημερινή έννοιά της, επηρεασμένη από την ιδεολογία του εθνικού κράτους του 18ου και 19ου αι.
Η Ελληνικότητα του Βυζαντίου
- Κύριο άρθρο: Η Ελληνικότητα του Βυζαντίου
Το πρόβλημα, αν στο σύνολό της η βυζαντινή ιστορία αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους, υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα [19], καθώς δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, εξίσου με τον σύγχρονο ελληνισμό, η ιταλική χερσόνησος, οι βαλκανικοί πληθυσμοί και οι σλαβικοί λαοί της βορειοανατολικής Ευρώπης, ο κόσμος της Μικράς Ασίας και του αρμενικού έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους πραγματικότητας στο Βυζάντιο.
Άρα, δεν είναι εύκολο να ταυτίσουμε τη ζωή, την ιστορία και τον πολιτισμό ολόκληρης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με την κληρονομιά που δέχθηκε από το Βυζάντιο ο Νέος Ελληνισμός. Είναι πολλοί οι λαοί και οι χώρες που έμειναν εκτός της νεοελληνικής επίδρασης, αν και απλώνουν τις ρίζες τους, όπως και η Ελλάδα, στην κοινή βυζαντινή πραγματικότητα.
Βέβαια, εύλογα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι, ο ορθόδοξος χριστιανισμός, η ελληνική γλώσσα και γενικά ο ελληνικός πολιτισμός, με την ταυτόχρονη παρουσία τους, ως φυσική κληρονομιά, στον ελληνικό χώρο, δίνουν το δικαίωμα στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα να θεωρούν ισχυρή τη συγγένεια τους με ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Πάντως, το γεγονός ότι η αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού βρίσκεται στο Βυζάντιο, αν και είναι για πολλούς ιστορικούς μια πραγματικότητα, δε θα πρέπει να παραβλέπουμε πως αυτή πηγάζει κυρίως από τους 2-3 τελευταίους βυζαντινούς αιώνες[20], εποχή σταδιακής συρρίκνωσης του Βυζαντίου, και αποχωρισμού των μη ελληνικών περιοχών και πληθυσμών.
Οι βυζαντινές σπουδές
Ύστερα από κάποιες αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες (Βολφ, Λαμπέ), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη Γαλλία από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Στον επόμενο αιώνα όμως, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη. Η εποχή του Διαφωτισμού έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας.
Βεβαίως, ο όρος "Μεσαίωνας" είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά απλώς αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών ιστοριογράφων για τους Μέσους Χρόνους και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Ανατολή και Δύση δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν "μεσαίωνας", δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ιστορικών εποχών ή κάτι το "σκοτεινό" και παροδικό[21].
Πάντως, η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά ένα "άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών" (Βολταίρος) ή ένα "πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων" (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των Τσαρλς Λεμπό , 1701-1778, "Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας" και Εδουάρδου Γίββωνος "Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας".
Αν και οι θεωρίες αυτών των, πράγματι, μεγάλων ιστορικών έχουν πλέον ξεπεραστεί[22] και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες[23], εχθρικές[24] και ιστορικά αστήρικτες[25], εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Όπως έγραψε η καθ. Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου :
- "Ή πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ' αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον...Διά την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος...Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσοι μεσολαβούν από της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως (324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης (1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανοήση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του..."[26]
Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010
Βυζάντιο και Αναγέννηση
Όταν ο Μανουήλ Χρυσολωράς φθάνει στην Φλωρεντία (1397) και αναλαμβάνει την έδρα στο πανεπιστήμιο της πόλης, ο Leonardo Bruni ή Αρετινος καταλαμβάνεται από ενθουσιασμό: "Σπούδαζα τότε Αστικό Δίκαιο αλλά μετά την άφιξη του Χρυσολωρά βρέθηκα σε δίλημμα. Το θεωρούσα ντροπή να εγκαταλείψω τα Νομικά, αλλά και έγκλημα να χάσω την ευκαιρία να σπουδάσω την ελληνική γραμματεία. Και συχνά έλεγα στον εαυτό μου: εσύ στον οποίον ξαφνικά επιτρέπεται να αντικρίσεις τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη, όπως και τους λοιπούς φιλόσοφους, θα τολμήσεις να λιποτακτήσεις; Επί επτακόσια έτη κανείς στην Ιταλία δεν γνώριζε τα ελληνικά γράμματα. Και κάθε γνώση στην Ιταλία από αυτά προέρχεται. Δόκτορες του Αστικού Δικαίου υπάρχουν παντού. Αλλά εάν ο Δόκτωρ των ελληνικών γραμμάτων εξαφανισθεί, δεν θα βρεις άλλον να σε διδάξει. Οι λόγοι αυτοί με κατέκτησαν και παραδόθηκα στον Χρυσολωρά με τέτοιο ζήλο για μάθηση ώστε όσα συγκέντρωνα την ημέρα, ακολουθούσα κατόπιν κατά την νύκτα, συχνότατα δε και στον ύπνο μου."Ένας άλλος μαθητής του Χρυσολωρά, ο Guarino, γράφει ότι πρέπει να στηθούν για τον δάσκαλο του αψίδες θριάμβου. Λίγες δεκαετίες νωρίτερα, ο Πετράρχης, κατά πολλούς ο βασικότερος πρωτεργάτης της Αναγεννήσεως, εδιδαχθη τα Ελληνικά γράμματα από τον Έλληνα από την Καλαβρία, Βαρλαάμ. Γράφει ο Πετράρχης για τον Βαρλαάμ: "Ήταν πολύ δυνατός στην ελληνική γλώσσα, πλούσιος σε ιδέες και γρήγορος στην σκέψη, εξαιρετικός διδάσκαλος, ο οποίος μου έδωσε την πιο φωτεινή ελπίδα" ("Variarum epistolarum"). Ο Βαρλαάμ δίδαξε και τον Βοκκάκιο, ο οποίος τον χαρακτηρίζει "άνθρωπο με τεράστια μόρφωση" ("De genealogia deorum"). Ο Λεόντειος Πιλάτος, Έλλην από την Καλαβρία όπως και ο Βαρλαάμ, δίδαξε και αυτός τον Βοκκάκιο. Ο τελευταίος χαρακτηρίζει τον δάσκαλο του ως την "μεγαλύτερη αυθεντία στην Ελληνική φιλολογία και μυθολογία" ("De genealogia deorum").
Βυζαντινών Φιλοσοφία
Οι λόγιοι και θεολόγοι της Ρωμανίας αποτέλεσαν τους συνεχιστές της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Εντελώς τυχαία, έπεσα σήμερα στο ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Χρ. Γιανναρά "Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα". [Εκδόσεις Δομος, 1992] Την άποψη αυτή, σύμφωνα με το γραπτό του Χρ. Γιανναρά την διατύπωσε πρώτος ο Βασίλειος Τατακης:
Η συμβολή του Τατάκη στη σπουδή και αξιολόγηση της φιλοσοφικής ειδικά προσφοράς του βυζαντινού Ελληνισμού ξεπερνάει τα στενά ελλαδικά όρια. Το βιβλίο του La philosophie byzantine, εκδεδομενο στο Παρίσι το 1949 (στη σειρα Histoire de la Philosophie, του E. Brehier [Ελλ. έκδοση από την Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μοραΐτη,
Αθήνα 1977]) ήταν για τη διεθνή βιβλιογραφία <<ορόσημο στη σπουδή της Βυζαντινής Φιλοσοφίας στα νεώτερα χρόνια, το πρώτο συνθετικό έργο στην περιοχή αυτή>> [Λίνος Μπενάκης, Η σπουδή της βυζαντινής φιλοσοφίας - κριτική επισκόπηση 1949- 1971, Επετηρίδα <<Φιλοσοφία>> της Ακαδημίας Αθηνών 1/1971]
Αθήνα 1977]) ήταν για τη διεθνή βιβλιογραφία <<ορόσημο στη σπουδή της Βυζαντινής Φιλοσοφίας στα νεώτερα χρόνια, το πρώτο συνθετικό έργο στην περιοχή αυτή>> [Λίνος Μπενάκης, Η σπουδή της βυζαντινής φιλοσοφίας - κριτική επισκόπηση 1949- 1971, Επετηρίδα <<Φιλοσοφία>> της Ακαδημίας Αθηνών 1/1971]
Πριν από το βιβλίο του Τατάκη, τόσο η δυτική ιστοριογραφία όσο και οι ελλαδικές απομιμήσεις της δεν αναγνώριζαν ύπαρξη φιλοσοφικού λόγου και σκέψης στα χίλια χρόνια ζωής της εξελληνισμένης ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είχε υιοθετηθεί καθολικά η αντιθετική διαστολή φιλοσοφίας και θεολογίας - που χρησίμευε στη Δύση για την εξασφάλιση της ελευθερίας των φιλοσοφικών αναζητήσεων από τον δογματισμό του ιδρυματικού <<αλάθητου>> - και είχαν όλοι αποδεχθεί ότι το Βυζάντιο μόνο θεολογούσε. Έτσι η ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας σταματούσε στους Στωικούς και Νεοπλατωνικούς, παρεμβαλλόταν ένα κενό δώδεκα αιώνων απουσίας ελληνικού φιλοσοφικού λόγου, και την ιστορική του συνέχεια διεκδικούσε η Δύση από την <<Αναγέννηση>> και μετα. Μόλις το 1891 ο πολύς Krumbacher είδε αναγνωρίσει συγκαταβατικά στους <<βυζαντινούς θεολόγους>> τη συντήρηση της χειρόγραφης παράδοσης των αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών κειμένων, και το 1895 ο Ludwig Stein είχε ανασύρει από τη λήθη κάποιους σχολιαστές και υπομνηματιστές - τα λιγότερο δημιουργικά πνεύματα του Βυζαντίου: Μιχαήλ Ψελλό, Ιωάννη Ιταλό, Μιχαήλ Εφέσιο κλπ
Η Νέα Εκκλησία
Με τη Βυζαντινή Φιλοσοφία του Τατάκη, για πρώτη φορά, προβάλλεται τεκμηριωμένα και αναλύεται συστηματικά η οργανική συνεχεία της ελληνικής φιλοσοφίας στους βυζαντινούς αιώνες. Τα κοσμογονικά φιλοσοφικά επιτεύγματα των αρχαιοκλασικών χρόνων αποδείχνεται ότι δεν σταματάνε με τον εκχριστιανισμο των Ελλήνων, αλλά τόσο η φιλοσοφική προβληματική όσο και ο μεθοδικός φιλόσοφος λόγος συνεχίζονται οργανικά και εξελίσσονται αδιάπτωτα μέσα από τη γόνιμη και δημιουργική σκέψη των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας -οδηγούνται σε συνθέσεις που αποτελούν ριζοσπαστικές τομές στην Ιστορία της Φιλοσοφίας.
"Η βυζαντινή φιλοσοφία", γράφει ο Τατάκης, "είναι η χριστιανική μορφή του ίδιου του ελληνικού λόγου, του μεγάλου φίλου της θεωρίας. Αν ο λόγος άλλαξε το ένδυμα του και εξεδύθη το χριστιανικό πνεύμα, ως προς τα αλλά μένει ο ίδιος ο ελληνικός λόγος. Το βλέπομε αυτό και στην θαυμαστή ευλυγισία και διεισδυτικότητα του, στη μεθοδική πορεία, στην ταυτότητα των λογικών οπλών με τα οποία ίδιος αυτός στο βάθος, επεξεργάζεται το νέο του θέμα... Αυτό το έργο οιστρήλατοι την Ελληνική Ανατολή από το 2ο κιόλας αιώνα και συνεχίζεται σε όλο το Βυζάντιο". [Μελετήματα Χριστιανικής Φιλοσοφίας", Αθηνα 1967, σελ. 174]
Το 1952 ο Τατάκης συγκεντρώνει σε έναν τόμο, με τίτλο: Θέματα Χριστιανικής και βυζαντινής φιλοσοφίας [Αθήνα, Έκδοση Αποστολικής Διακονίας, σελ. 208], μια σειρά ειδικών μελετημάτων που οριοθετούν τόσο τον γενικό χαρακτήρα όσο και επιμέρους πτυχές της φιλοσοφικής θεματικής του έργου των Ελλήνων εκκλησιαστικών
Πατέρων. Ακολουθεί, το 1960, το βιβλίο του: Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη [έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών του Institut Francais d' Athenes, σελ. 285], μελέτημα βαθιάς γνώσης και οργανικής αφομοίωσης του έργου των τριών μεγάλων Πατέρων της Καππαδοκίας - Βασιλείου Καισαρείας, Γρηγορίου Ναζιανζηνού και Γρηγορίου Νύσσης - αλλά και πλειάδας των άλλων πνευματικών αναστημάτων της ίδιας γεωγραφικής περιοχής. Το βιβλίο αυτό ήταν πραγματικά μια αιφνιδιαστική καινοτομία στον χώρο της ελληνικής διανόησης, που για πρώτη φορά έβλεπε έναν φιλόσοφο ερευνητή να προσεγγίζει από τη σκοπιά του θεολογικά αναστήματα της Εκκλησίας και να παρουσιάζει την εκπληκτική γονιμότητα της σκέψης τους. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το μελέτημα του Τατάκη με τις εργασίες των σύγχρονων του πανεπιστημιακών Πατρολογων της Θεολογικής Σχολής (Δ. Μπαλανου και Κ. Μπονη) για να εκπλαγεί από την υπέροχη του φιλόσοφου τόσο σε επίπεδο επιστημονικής αρτιότητας, όσο και σε αμεσότητα προσωπικού ενδιαφέροντος.
Ακολουθεί το βιβλίο: Μελετήματα χριστιανικής φιλοσοφίας (1967) όπου η σκέψη του Τατάκη αποτολμάει πια συμπερασματικές συνθέσεις (Η περί του ανθρώπου διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας - Ο διάλογος χριστιανικού με το ελληνικό πνεύμα, κλπ) ή διευκρινίζει μεθοδολογικές αρχές (Γρηγόριος ο Παλαμάς: μεθοδολογικά - Προμηνύματα του σύγχρονου φιλοσοφικού στοχασμού στην βυζαντινή φιλοσοφία - Πλωτίνος, πρόδρομος του χριστιανικού μυστικισμού, κλπ).
Βυζαντινοί Πλατωνιστές και Αριστοτελιστές
Ο Πλήθων, πλατωνιστής, γράφει στην Φλωρεντία (όπου είχε μεταβεί εκεί το 1439 για την Σύνοδο την σχετική με την ένωση των Εκκλησιών) το "Περί ων ο Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται". Ο Θεόδωρος Γάζης, αριστοτελικός, του αντιτίθεται σφόδρα, όπως και ο Γεώργιος Σχολαριος Γεννάδιος με το "Κατά Πλήθωνος αποριών επ' Αριστοτέλη". Ο Πλήθων ανταπαντά το 1450 με το "Προς τας υπέρ του Αριστοτέλους Γεωργίου του Σχολαρίου αντιλήψεις". Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος γράφει στα λατινικά το "Comparatio Platonis et Aristoteles", χαρακτηρίζοντας εγκληματική την πλατωνική ηθική και τον Πλάτωνα "επιζήμιο" για την ανθρωπότητα, ενώ τον Αριστοτέλη "ευεργέτη". Ο Βησσαρίων, μαθητής του Πληθωνος, γράφει το "Έλεγχος των κατά Πλάτωνος βλασφημιών", χωρίς όμως να απορρίπτει τον Αριστοτέλη. [*]
Για δες για τι ενδιαφέρονταν και με τι ασχολούνταν οι Έλληνες λόγιοι την ώρα που οι τούρκοι του Πορθητή προήλαυναν!
Όλοι οι παραπάνω λόγιοι, και άλλοι (Μανουήλ και Ιωάννης Χρυσολωράς, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Κωνσταντίνος και Ιωάννης Λάσκαρης, νωρίτερα ο Βαρλαάμ, δάσκαλος του Πετράρχη) διδάσκουν στην Ιταλία, ιδρύουν εκεί δικές τους Σχολές και Ακαδημίες, φέρνουν τους αρχαίους συγγραφείς και τους μεταφράζουν απ' ευθείας από τα Ελληνικά (αντί από τα αραβικά) (κάτι που είχε ξεκινήσει ήδη με τις επαφές Δύσεως και Βυζαντίου μέσω των σταυροφοριών και των εμπορικών συναλλαγών με Βένετους και Γενουάτες), διδάσκουν και την Ελληνική γλώσσα, αναγεννούν τις πλατωνικές σπουδές, οι οποίες, μαζί με τις αριστοτελικές, οι οποίες είχαν διαδοθεί και επικρατήσει από τον 11ο αι. μέσω των αραβικών μεταφράσεων και γεννήσει το ρεύμα του σχολαστικισμού, γεννούν τον ουμανισμό και συνδυαζόμενες φέρνουν την Αναγέννηση.
Όλοι οι παραπάνω λόγιοι, και άλλοι (Μανουήλ και Ιωάννης Χρυσολωράς, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Κωνσταντίνος και Ιωάννης Λάσκαρης, νωρίτερα ο Βαρλαάμ, δάσκαλος του Πετράρχη) διδάσκουν στην Ιταλία, ιδρύουν εκεί δικές τους Σχολές και Ακαδημίες, φέρνουν τους αρχαίους συγγραφείς και τους μεταφράζουν απ' ευθείας από τα Ελληνικά (αντί από τα αραβικά) (κάτι που είχε ξεκινήσει ήδη με τις επαφές Δύσεως και Βυζαντίου μέσω των σταυροφοριών και των εμπορικών συναλλαγών με Βένετους και Γενουάτες), διδάσκουν και την Ελληνική γλώσσα, αναγεννούν τις πλατωνικές σπουδές, οι οποίες, μαζί με τις αριστοτελικές, οι οποίες είχαν διαδοθεί και επικρατήσει από τον 11ο αι. μέσω των αραβικών μεταφράσεων και γεννήσει το ρεύμα του σχολαστικισμού, γεννούν τον ουμανισμό και συνδυαζόμενες φέρνουν την Αναγέννηση.
Τρίκλινος Ναός
Κατά τον Whitehead, "ολόκληρη η ιστορία της ευρωπαϊκής σκέψεως είναι μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα". Και με πρώτη και σημαντικότερη... υποσημείωση τον Αριστοτέλη, έχουμε τα δυο θεμέλια του Ελληνικού, Ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού. Εάν θεωρήσουμε π.χ. τον μεσαίωνα ως διεστραμμένο πλατωνισμό (δογματική αλήθεια, εξουσιασμός, περιφρόνηση της φύσης και του σώματος και προσκόλληση στον ιδεατό μεταφυσικό κόσμο), ή την
σύγχρονη εποχή της επιστημονικής μεθόδου και της τεχνολογίας, αλλά και της λογικοκρατίας και του αστοκαπιταλομαρξισμου- νεοταξικο-εξουσιασμου, ως διεστραμμένο αριστοτελισμό, η αλήθεια του αφορισμού του Whitehead είναι προφανής. Και όχι μόνο αυτό. (Βεβαίως το ιδεώδες του Ελληνικού Πολιτισμού δεν είναι διαχωριστικό όπως ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός. Στην Ελληνικότητα συνυπάρχουν αρμονικά το πνεύμα και η ύλη, η επιστήμη και η αρετή, το Απολλώνιων και το Διονυσιακών.) Το σημαντικό μάλιστα είναι ότι όχι μόνο ο πλατωνισμός και ο αριστοτελισμός προσφέρουν τις βασικές μεθόδους θεωρήσεως του κόσμου, αλλά ακριβώς η μελέτη των έργων αυτών των δυο κυρίως, αλλά και όλων των υπόλοιπων βέβαια Ελλήνων δημιουργών, ήταν το βασικό αίτιο της πνευματικής και υλικής προόδου, το βασικό αίτιο όλων των φιλοσοφικών και πολιτιστικών ρευμάτων, τάσεων, εξελίξεων της ευρωπαϊκής ιστορίας. Αν θεωρήσουμε ως αρχή της Αναγεννήσεως στην Δύση τον 11ο αιν. (στην Ελλάδα τον 9ο αι.), βασικό αίτιο στην Δύση ήταν η (ατελής βέβαια) γνωριμία με τον Αριστοτέλη, μέσω αραβικών μεταφράσεων, μέσω αραβοκρατουμενης Ισπανίας. Οι Άραβες γνώριζαν ειδικά τον Αριστοτέλη. Η εποχή μέχρι τότε στην Δύση από τον Αυγουστίνο και δώθε ήταν πλατωνική. Η γνωριμία αυτή με τον Αριστοτέλη γέννησε τον Σχολαστικισμό, απόρροια του οποίου είναι η επικράτηση της Λογικής και της επιστημονικής μεθόδου, μέχρι σήμερα (αλλά και πολλά στραβά, στα οποία αναφέρθηκα σε άλλο σημείο). Περισσότερα έργα Ελλήνων σοφών έγιναν εν συνεχεία προσβασιμα μέσω των εμπορικών συναλλαγών του Βυζαντίου με την Βενετία και Γένοβα και των Σταυροφοριών. Όπως είπαμε οι Έλληνες λόγιοι του 14ου-15ου αι. Συνέβαλαν στην ανανέωση των πλατωνικών σπουδών (οι οποίες είχαν παραμεριστεί πλέον από τον Αριστοτελισμό). Έτσι την εποχή αυτή έχουμε μια πιο πλήρη και πιο γνήσια γνωριμία της Δύσης με τον Ελληνικό Πολιτισμό. Οπωσδήποτε η αναζήτηση του ιδανικού, του ωραίου, της αλήθειας, της αρετής, του δικαίου, της ουτοπίας συνιστούν πλατωνισμό. Αυτή η γνησιότερη και πληρέστερη επαφή με το Ελληνικό Πνεύμα (μετά τον αριστοτελισμό και με τον γνήσιο πλατωνισμό, όχι τον διεστραμμένο του μεσαίωνας) ήταν το κύριο αίτιο του ρεύματος του ουμανισμού και της Αναγεννήσεως. (Αργότερα το ιδανικό της Ελληνικότητας διεστραφη εκ νέου από τον αστοκαπιταλομαρξισμο, ο οποίος επικρατεί και σήμερα.)
σύγχρονη εποχή της επιστημονικής μεθόδου και της τεχνολογίας, αλλά και της λογικοκρατίας και του αστοκαπιταλομαρξισμου- νεοταξικο-εξουσιασμου, ως διεστραμμένο αριστοτελισμό, η αλήθεια του αφορισμού του Whitehead είναι προφανής. Και όχι μόνο αυτό. (Βεβαίως το ιδεώδες του Ελληνικού Πολιτισμού δεν είναι διαχωριστικό όπως ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός. Στην Ελληνικότητα συνυπάρχουν αρμονικά το πνεύμα και η ύλη, η επιστήμη και η αρετή, το Απολλώνιων και το Διονυσιακών.) Το σημαντικό μάλιστα είναι ότι όχι μόνο ο πλατωνισμός και ο αριστοτελισμός προσφέρουν τις βασικές μεθόδους θεωρήσεως του κόσμου, αλλά ακριβώς η μελέτη των έργων αυτών των δυο κυρίως, αλλά και όλων των υπόλοιπων βέβαια Ελλήνων δημιουργών, ήταν το βασικό αίτιο της πνευματικής και υλικής προόδου, το βασικό αίτιο όλων των φιλοσοφικών και πολιτιστικών ρευμάτων, τάσεων, εξελίξεων της ευρωπαϊκής ιστορίας. Αν θεωρήσουμε ως αρχή της Αναγεννήσεως στην Δύση τον 11ο αιν. (στην Ελλάδα τον 9ο αι.), βασικό αίτιο στην Δύση ήταν η (ατελής βέβαια) γνωριμία με τον Αριστοτέλη, μέσω αραβικών μεταφράσεων, μέσω αραβοκρατουμενης Ισπανίας. Οι Άραβες γνώριζαν ειδικά τον Αριστοτέλη. Η εποχή μέχρι τότε στην Δύση από τον Αυγουστίνο και δώθε ήταν πλατωνική. Η γνωριμία αυτή με τον Αριστοτέλη γέννησε τον Σχολαστικισμό, απόρροια του οποίου είναι η επικράτηση της Λογικής και της επιστημονικής μεθόδου, μέχρι σήμερα (αλλά και πολλά στραβά, στα οποία αναφέρθηκα σε άλλο σημείο). Περισσότερα έργα Ελλήνων σοφών έγιναν εν συνεχεία προσβασιμα μέσω των εμπορικών συναλλαγών του Βυζαντίου με την Βενετία και Γένοβα και των Σταυροφοριών. Όπως είπαμε οι Έλληνες λόγιοι του 14ου-15ου αι. Συνέβαλαν στην ανανέωση των πλατωνικών σπουδών (οι οποίες είχαν παραμεριστεί πλέον από τον Αριστοτελισμό). Έτσι την εποχή αυτή έχουμε μια πιο πλήρη και πιο γνήσια γνωριμία της Δύσης με τον Ελληνικό Πολιτισμό. Οπωσδήποτε η αναζήτηση του ιδανικού, του ωραίου, της αλήθειας, της αρετής, του δικαίου, της ουτοπίας συνιστούν πλατωνισμό. Αυτή η γνησιότερη και πληρέστερη επαφή με το Ελληνικό Πνεύμα (μετά τον αριστοτελισμό και με τον γνήσιο πλατωνισμό, όχι τον διεστραμμένο του μεσαίωνας) ήταν το κύριο αίτιο του ρεύματος του ουμανισμού και της Αναγεννήσεως. (Αργότερα το ιδανικό της Ελληνικότητας διεστραφη εκ νέου από τον αστοκαπιταλομαρξισμο, ο οποίος επικρατεί και σήμερα.)
[*] Σχολιαζει ο Ν.Α. Καλογερόπουλος, στο έργο του "Η διαμορφωσις του Ευρωπαϊκού Πνεύματος" (εκδ. "Πολιτικά θέματα", 1995): "Αν ο Ραφαηλος στην "Σχολή των Αθηνών" θέτει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη στο ίδιο επίκεντρο, τούτο απηχεί την επίδραση που είχε η διδασκαλία του Βησσαρίωνος κατά την ιστορική εκείνη εποχή. Οι Ευρωπαίοι διψούσαν για μάθηση και για πνευματική πρόοδο, όταν οι Τούρκοι ερήμωναν την κοιτίδα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού από κάθε ικμάδα πνευματικής ζωής. Τούτο συνιστά το μέτρο για την εκτίμηση της θέσεως του Τούρκου στα πεπρωμένα της Ευρώπης."!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)