Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Βυζάντιο και Αναγέννηση


Όταν ο Μανουήλ Χρυσολωράς φθάνει στην Φλωρεντία (1397) και αναλαμβάνει την έδρα στο πανεπιστήμιο της πόλης, ο Leonardo Bruni ή Αρετινος καταλαμβάνεται από ενθουσιασμό: "Σπούδαζα τότε Αστικό Δίκαιο αλλά μετά την άφιξη του Χρυσολωρά βρέθηκα σε δίλημμα. Το θεωρούσα ντροπή να εγκαταλείψω τα Νομικά, αλλά και έγκλημα να χάσω την ευκαιρία να σπουδάσω την ελληνική γραμματεία. Και συχνά έλεγα στον εαυτό μου: εσύ στον οποίον ξαφνικά επιτρέπεται να αντικρίσεις τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη, όπως και τους λοιπούς φιλόσοφους, θα τολμήσεις να λιποτακτήσεις; Επί επτακόσια έτη κανείς στην Ιταλία δεν γνώριζε τα ελληνικά γράμματα. Και κάθε γνώση στην Ιταλία από αυτά προέρχεται. Δόκτορες του Αστικού Δικαίου υπάρχουν παντού. Αλλά εάν ο Δόκτωρ των ελληνικών γραμμάτων εξαφανισθεί, δεν θα βρεις άλλον να σε διδάξει. Οι λόγοι αυτοί με κατέκτησαν και παραδόθηκα στον Χρυσολωρά με τέτοιο ζήλο για μάθηση ώστε όσα συγκέντρωνα την ημέρα, ακολουθούσα κατόπιν κατά την νύκτα, συχνότατα δε και στον ύπνο μου."Ένας άλλος μαθητής του Χρυσολωρά, ο Guarino, γράφει ότι πρέπει να στηθούν για τον δάσκαλο του αψίδες θριάμβου. Λίγες δεκαετίες νωρίτερα, ο Πετράρχης, κατά πολλούς ο βασικότερος πρωτεργάτης της Αναγεννήσεως, εδιδαχθη τα Ελληνικά γράμματα από τον Έλληνα από την Καλαβρία, Βαρλαάμ. Γράφει ο Πετράρχης για τον Βαρλαάμ: "Ήταν πολύ δυνατός στην ελληνική γλώσσα, πλούσιος σε ιδέες και γρήγορος στην σκέψη, εξαιρετικός διδάσκαλος, ο οποίος μου έδωσε την πιο φωτεινή ελπίδα" ("Variarum epistolarum"). Ο Βαρλαάμ δίδαξε και τον Βοκκάκιο, ο οποίος τον χαρακτηρίζει "άνθρωπο με τεράστια μόρφωση" ("De genealogia deorum"). Ο Λεόντειος Πιλάτος, Έλλην από την Καλαβρία όπως και ο Βαρλαάμ, δίδαξε και αυτός τον Βοκκάκιο. Ο τελευταίος χαρακτηρίζει τον δάσκαλο του ως την "μεγαλύτερη αυθεντία στην Ελληνική φιλολογία και μυθολογία" ("De genealogia deorum").


Βυζαντινών Φιλοσοφία


Οι λόγιοι και θεολόγοι της Ρωμανίας αποτέλεσαν τους συνεχιστές της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Εντελώς τυχαία, έπεσα σήμερα στο ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Χρ. Γιανναρά "Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα". [Εκδόσεις Δομος, 1992] Την άποψη αυτή, σύμφωνα με το γραπτό του Χρ. Γιανναρά την διατύπωσε πρώτος ο Βασίλειος Τατακης:

Η συμβολή του Τατάκη στη σπουδή και αξιολόγηση της φιλοσοφικής ειδικά προσφοράς του βυζαντινού Ελληνισμού ξεπερνάει τα στενά ελλαδικά όρια. Το βιβλίο του La philosophie byzantine, εκδεδομενο στο Παρίσι το 1949 (στη σειρα Histoire de la Philosophie, του E. Brehier [Ελλ. έκδοση από την Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μοραΐτη,
Αθήνα 1977]) ήταν για τη διεθνή βιβλιογραφία <<ορόσημο στη σπουδή της Βυζαντινής Φιλοσοφίας στα νεώτερα χρόνια, το πρώτο συνθετικό έργο στην περιοχή αυτή>> [Λίνος Μπενάκης, Η σπουδή της βυζαντινής φιλοσοφίας - κριτική επισκόπηση 1949- 1971, Επετηρίδα <<Φιλοσοφία>> της Ακαδημίας Αθηνών 1/1971]

Πριν από το βιβλίο του Τατάκη, τόσο η δυτική ιστοριογραφία όσο και οι ελλαδικές απομιμήσεις της δεν αναγνώριζαν ύπαρξη φιλοσοφικού λόγου και σκέψης στα χίλια χρόνια ζωής της εξελληνισμένης ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είχε υιοθετηθεί καθολικά η αντιθετική διαστολή φιλοσοφίας και θεολογίας - που χρησίμευε στη Δύση για την εξασφάλιση της ελευθερίας των φιλοσοφικών αναζητήσεων από τον δογματισμό του ιδρυματικού <<αλάθητου>> - και είχαν όλοι αποδεχθεί ότι το Βυζάντιο μόνο θεολογούσε. Έτσι η ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας σταματούσε στους Στωικούς και Νεοπλατωνικούς, παρεμβαλλόταν ένα κενό δώδεκα αιώνων απουσίας ελληνικού φιλοσοφικού λόγου, και την ιστορική του συνέχεια διεκδικούσε η Δύση από την <<Αναγέννηση>> και μετα. Μόλις το 1891 ο πολύς Krumbacher είδε αναγνωρίσει συγκαταβατικά στους <<βυζαντινούς θεολόγους>> τη συντήρηση της χειρόγραφης παράδοσης των αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών κειμένων, και το 1895 ο Ludwig Stein είχε ανασύρει από τη λήθη κάποιους σχολιαστές και υπομνηματιστές - τα λιγότερο δημιουργικά πνεύματα του Βυζαντίου: Μιχαήλ Ψελλό, Ιωάννη Ιταλό, Μιχαήλ Εφέσιο κλπ
Η Νέα Εκκλησία

Με τη Βυζαντινή Φιλοσοφία του Τατάκη, για πρώτη φορά, προβάλλεται τεκμηριωμένα και αναλύεται συστηματικά η οργανική συνεχεία της ελληνικής φιλοσοφίας στους βυζαντινούς αιώνες. Τα κοσμογονικά φιλοσοφικά επιτεύγματα των αρχαιοκλασικών χρόνων αποδείχνεται ότι δεν σταματάνε με τον εκχριστιανισμο των Ελλήνων, αλλά τόσο η φιλοσοφική προβληματική όσο και ο μεθοδικός φιλόσοφος λόγος συνεχίζονται οργανικά και εξελίσσονται αδιάπτωτα μέσα από τη γόνιμη και δημιουργική σκέψη των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας -οδηγούνται σε συνθέσεις που αποτελούν ριζοσπαστικές τομές στην Ιστορία της Φιλοσοφίας.


"Η βυζαντινή φιλοσοφία", γράφει ο Τατάκης, "είναι η χριστιανική μορφή του ίδιου του ελληνικού λόγου, του μεγάλου φίλου της θεωρίας. Αν ο λόγος άλλαξε το ένδυμα του και εξεδύθη το χριστιανικό πνεύμα, ως προς τα αλλά μένει ο ίδιος ο ελληνικός λόγος. Το βλέπομε αυτό και στην θαυμαστή ευλυγισία και διεισδυτικότητα του, στη μεθοδική πορεία, στην ταυτότητα των λογικών οπλών με τα οποία ίδιος αυτός στο βάθος, επεξεργάζεται το νέο του θέμα... Αυτό το έργο οιστρήλατοι την Ελληνική Ανατολή από το 2ο κιόλας αιώνα και συνεχίζεται σε όλο το Βυζάντιο". [Μελετήματα Χριστιανικής Φιλοσοφίας", Αθηνα 1967, σελ. 174]

Το 1952 ο Τατάκης συγκεντρώνει σε έναν τόμο, με τίτλο: Θέματα Χριστιανικής και βυζαντινής φιλοσοφίας [Αθήνα, Έκδοση Αποστολικής Διακονίας, σελ. 208], μια σειρά ειδικών μελετημάτων που οριοθετούν τόσο τον γενικό χαρακτήρα όσο και επιμέρους πτυχές της φιλοσοφικής θεματικής του έργου των Ελλήνων εκκλησιαστικών
Πατέρων. Ακολουθεί, το 1960, το βιβλίο του: Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη [έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών του Institut Francais d' Athenes, σελ. 285], μελέτημα βαθιάς γνώσης και οργανικής αφομοίωσης του έργου των τριών μεγάλων Πατέρων της Καππαδοκίας - Βασιλείου Καισαρείας, Γρηγορίου Ναζιανζηνού και Γρηγορίου Νύσσης - αλλά και πλειάδας των άλλων πνευματικών αναστημάτων της ίδιας γεωγραφικής περιοχής. Το βιβλίο αυτό ήταν πραγματικά μια αιφνιδιαστική καινοτομία στον χώρο της ελληνικής διανόησης, που για πρώτη φορά έβλεπε έναν φιλόσοφο ερευνητή να προσεγγίζει από τη σκοπιά του θεολογικά αναστήματα της Εκκλησίας και να παρουσιάζει την εκπληκτική γονιμότητα της σκέψης τους. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το μελέτημα του Τατάκη με τις εργασίες των σύγχρονων του πανεπιστημιακών Πατρολογων της Θεολογικής Σχολής (Δ. Μπαλανου και Κ. Μπονη) για να εκπλαγεί από την υπέροχη του φιλόσοφου τόσο σε επίπεδο επιστημονικής αρτιότητας, όσο και σε αμεσότητα προσωπικού ενδιαφέροντος.

 Ακολουθεί το βιβλίο: Μελετήματα χριστιανικής φιλοσοφίας (1967) όπου η σκέψη του Τατάκη αποτολμάει πια συμπερασματικές συνθέσεις (Η περί του ανθρώπου διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας - Ο διάλογος χριστιανικού με το ελληνικό πνεύμα, κλπ) ή διευκρινίζει μεθοδολογικές αρχές (Γρηγόριος ο Παλαμάς: μεθοδολογικά - Προμηνύματα του σύγχρονου φιλοσοφικού στοχασμού στην βυζαντινή φιλοσοφία - Πλωτίνος, πρόδρομος του χριστιανικού μυστικισμού, κλπ).


Βυζαντινοί Πλατωνιστές και Αριστοτελιστές



Ο Πλήθων, πλατωνιστής, γράφει στην Φλωρεντία (όπου είχε μεταβεί εκεί το 1439 για την Σύνοδο την σχετική με την ένωση των Εκκλησιών) το "Περί ων ο Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται". Ο Θεόδωρος Γάζης, αριστοτελικός, του αντιτίθεται σφόδρα, όπως και ο Γεώργιος Σχολαριος Γεννάδιος με το "Κατά Πλήθωνος αποριών επ' Αριστοτέλη". Ο Πλήθων ανταπαντά το 1450 με το "Προς τας υπέρ του Αριστοτέλους Γεωργίου του Σχολαρίου αντιλήψεις". Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος γράφει στα λατινικά το "Comparatio Platonis et Aristoteles", χαρακτηρίζοντας εγκληματική την πλατωνική ηθική και τον Πλάτωνα "επιζήμιο" για την ανθρωπότητα, ενώ τον Αριστοτέλη "ευεργέτη". Ο Βησσαρίων, μαθητής του Πληθωνος, γράφει το "Έλεγχος των κατά Πλάτωνος βλασφημιών", χωρίς όμως να απορρίπτει τον Αριστοτέλη. [*]

Για δες για τι ενδιαφέρονταν και με τι ασχολούνταν οι Έλληνες λόγιοι την ώρα που οι τούρκοι του Πορθητή προήλαυναν!
Όλοι οι παραπάνω λόγιοι, και άλλοι (Μανουήλ και Ιωάννης Χρυσολωράς, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Κωνσταντίνος και Ιωάννης Λάσκαρης, νωρίτερα ο Βαρλαάμ, δάσκαλος του Πετράρχη) διδάσκουν στην Ιταλία, ιδρύουν εκεί δικές τους Σχολές και Ακαδημίες, φέρνουν τους αρχαίους συγγραφείς και τους μεταφράζουν απ' ευθείας από τα Ελληνικά (αντί από τα αραβικά) (κάτι που είχε ξεκινήσει ήδη με τις επαφές Δύσεως και Βυζαντίου μέσω των σταυροφοριών και των εμπορικών συναλλαγών με Βένετους και Γενουάτες), διδάσκουν και την Ελληνική γλώσσα, αναγεννούν τις πλατωνικές σπουδές, οι οποίες, μαζί με τις αριστοτελικές, οι οποίες είχαν διαδοθεί και επικρατήσει από τον 11ο αι. μέσω των αραβικών μεταφράσεων και γεννήσει το ρεύμα του σχολαστικισμού, γεννούν τον ουμανισμό και συνδυαζόμενες φέρνουν την Αναγέννηση.
Τρίκλινος Ναός

Κατά τον Whitehead, "ολόκληρη η ιστορία της ευρωπαϊκής σκέψεως είναι μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα". Και με πρώτη και σημαντικότερη... υποσημείωση τον Αριστοτέλη, έχουμε τα δυο θεμέλια του Ελληνικού, Ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού. Εάν θεωρήσουμε π.χ. τον μεσαίωνα ως διεστραμμένο πλατωνισμό (δογματική αλήθεια, εξουσιασμός, περιφρόνηση της φύσης και του σώματος και προσκόλληση στον ιδεατό μεταφυσικό κόσμο), ή την
σύγχρονη εποχή της επιστημονικής μεθόδου και της τεχνολογίας, αλλά και της λογικοκρατίας και του αστοκαπιταλομαρξισμου- νεοταξικο-εξουσιασμου, ως διεστραμμένο αριστοτελισμό, η αλήθεια του αφορισμού του Whitehead είναι προφανής. Και όχι μόνο αυτό. (Βεβαίως το ιδεώδες του Ελληνικού Πολιτισμού δεν είναι διαχωριστικό όπως ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός. Στην Ελληνικότητα συνυπάρχουν αρμονικά το πνεύμα και η ύλη, η επιστήμη και η αρετή, το Απολλώνιων και το Διονυσιακών.) Το σημαντικό μάλιστα είναι ότι όχι μόνο ο πλατωνισμός και ο αριστοτελισμός προσφέρουν τις βασικές μεθόδους θεωρήσεως του κόσμου, αλλά ακριβώς η μελέτη των έργων αυτών των δυο κυρίως, αλλά και όλων των υπόλοιπων βέβαια Ελλήνων δημιουργών, ήταν το βασικό αίτιο της πνευματικής και υλικής προόδου, το βασικό αίτιο όλων των φιλοσοφικών και πολιτιστικών ρευμάτων, τάσεων, εξελίξεων της ευρωπαϊκής ιστορίας. Αν θεωρήσουμε ως αρχή της Αναγεννήσεως στην Δύση τον 11ο αιν. (στην Ελλάδα τον 9ο αι.), βασικό αίτιο στην Δύση ήταν η (ατελής βέβαια) γνωριμία με τον Αριστοτέλη, μέσω αραβικών μεταφράσεων, μέσω αραβοκρατουμενης Ισπανίας. Οι Άραβες γνώριζαν ειδικά τον Αριστοτέλη. Η εποχή μέχρι τότε στην Δύση από τον Αυγουστίνο και δώθε ήταν πλατωνική. Η γνωριμία αυτή με τον Αριστοτέλη γέννησε τον Σχολαστικισμό, απόρροια του οποίου είναι η επικράτηση της Λογικής και της επιστημονικής μεθόδου, μέχρι σήμερα (αλλά και πολλά στραβά, στα οποία αναφέρθηκα σε άλλο σημείο). Περισσότερα έργα Ελλήνων σοφών έγιναν εν συνεχεία προσβασιμα μέσω των εμπορικών συναλλαγών του Βυζαντίου με την Βενετία και Γένοβα και των Σταυροφοριών. Όπως είπαμε οι Έλληνες λόγιοι του 14ου-15ου αι. Συνέβαλαν στην ανανέωση των πλατωνικών σπουδών (οι οποίες είχαν παραμεριστεί πλέον από τον Αριστοτελισμό). Έτσι την εποχή αυτή έχουμε μια πιο πλήρη και πιο γνήσια γνωριμία της Δύσης με τον Ελληνικό Πολιτισμό. Οπωσδήποτε η αναζήτηση του ιδανικού, του ωραίου, της αλήθειας, της αρετής, του δικαίου, της ουτοπίας συνιστούν πλατωνισμό. Αυτή η γνησιότερη και πληρέστερη επαφή με το Ελληνικό Πνεύμα (μετά τον αριστοτελισμό και με τον γνήσιο πλατωνισμό, όχι τον διεστραμμένο του μεσαίωνας) ήταν το κύριο αίτιο του ρεύματος του ουμανισμού και της Αναγεννήσεως. (Αργότερα το ιδανικό της Ελληνικότητας διεστραφη εκ νέου από τον αστοκαπιταλομαρξισμο, ο οποίος επικρατεί και σήμερα.)

[*] Σχολιαζει ο Ν.Α. Καλογερόπουλος, στο έργο του "Η διαμορφωσις του Ευρωπαϊκού Πνεύματος" (εκδ. "Πολιτικά θέματα", 1995): "Αν ο Ραφαηλος στην "Σχολή των Αθηνών" θέτει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη στο ίδιο επίκεντρο, τούτο απηχεί την επίδραση που είχε η διδασκαλία του Βησσαρίωνος κατά την ιστορική εκείνη εποχή. Οι Ευρωπαίοι διψούσαν για μάθηση και για πνευματική πρόοδο, όταν οι Τούρκοι ερήμωναν την κοιτίδα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού από κάθε ικμάδα πνευματικής ζωής. Τούτο συνιστά το μέτρο για την εκτίμηση της θέσεως του Τούρκου στα πεπρωμένα της Ευρώπης."!


ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ

ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΜΑΚΡΗ, Δρος Θ., Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου
Νάουσα, 2008-2010 (ΤΗΡΟΥΝΤΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ)

Ἀκολουθία προεόρτιος ἐν τῇ δευτέρᾳ ἡμέρᾳ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΦΙΛΗ ΑΡΧΗΝ
ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
(ἐκ τῶν ἱστορικῶν βίβλων τῆς Π. Δ.)


Ἐν τῷ μικρῷ Ἑσπερινῷ

Ἱστῶμεν στίχους δ΄ καὶ ψάλλομεν τὰ ἑξῆς Προσόμοια

Ἦχος γ΄. Μεγάλη τῶν μαρτύρων Σου.
νόρθωσον τὸν θρόνον Σου[1], Χριστὲ εἰς πόλιν Σου, τὴν ἄνασσαν πιστώσας, λαοῖς τὴν ἐξουσίαν Σου, ἵνα γνῶσιν ὅτι Κύριος ὑπάρχεις, Θεός τε καὶ Δεσπότης, μόνος φιλάνθρωπε, τῆς γῆς αἱ βασιλεῖαι[2].

χύρωμα καὶ πέτρα μου, καὶ ἀντιλήπτωρ μου, καὶ φύλαξ μου καὶ κέρας, τῆς σωτηρίας γέγονας[3], δυσανέκτου μὲ ῥυσάμενος δουλείας, Χριστὲ τὴν τῆς μητρός Σου, πόλιν τὴν ἄνασσαν, ἀφάτῳ Σου ἐλέει.

Εἰσάκουσον δεήσεως, λαοῦ καὶ ἄνακτος, ἐν τούτῳ τῷ ἁγίῳ, Ναῷ Σου[4] καὶ κραταίωσον, βασιλείαν τὸ πολίτευμα φυλάττων, Χριστὲ διὰ Σταυροῦ Σου, ἵνα τὸ κράτος Σου, δοξάζωμεν Οἰκτίρμον.

Εἰς Σὲ μόνον ἡμάρτομεν, καὶ ἠδικήσαμεν, ἐνώπιόν Σου πάντες, Χριστὲ καὶ ἠνομήσαμεν[5]· Σὺ δ’ ἀφεὶς τὰς ἁμαρτίας λαοῦ Σου, ἡμῶν τῶν ὀρθοδόξων, μόνε φιλάνθρωπε, ηὐλόγησας τὸ ἔθνος.

Δόξα. Ὅμοιον.
πέστειλας τὰ βέλη Σου, καὶ ἀντικείμενον, ἐσκόρπισας[6] τὸ ἔθνος, τῶν ὑποδουλωσάντων με, ἵνα Σῶτερ βασιλεύσω καὶ κόσμῳ, φωτὶ τῆς ἀληθείας, λάμψω καὶ γνώσεως, ἡ πόλις τῆς μητρός Σου. 

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Θρηνοῦσαν καὶ στενάζουσαν, καὶ κλαιομένην με, καὶ ὀλοφυρομένην, ἐπαρηγόρεις Δέσποινα, τὴν σὴν πόλιν ὡς ἐώρας με ἐν χώρᾳ, βασάνων καθημένην, ἧς με ἀφήρπασας, δουλείας ῥυσαμένη.

Ἀπόστιχα

Ἦχος βαρύς. Οὐκέτι κωλυόμεθα.
Οὐκέτι ἐξαρθήσεται ἐν σοὶ ἀνήρ, βασιλεὺς ἡγούμενος[7] τοῦ λαοῦ σου, πόλι ἡ ἄνασσα.

Στ.: Ἀνδρίζου καὶ κραταιωθῶμεν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ περὶ τῶν πόλεων τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ Κύριος ποιήσει τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Αὑτοῦ[8].
Οὐκ ἦν Σοι συνεχόμενον σῶσαι ἡμῶν, ἐν πολλοῖς τὸ ἔθνος ἢ ἐν ὀλίγοις[9], Δέσποτα Κύριε.

Στ.: Ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης δι’ Ἐμὲ καὶ διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν Μου[10].
Λαῷ Σου τὴν κατάπαυσιν ὁ δεδωκώς, κατὰ πάντα Σῶτερ εὐλογητός εἶ[11]· δόξα τῷ κράτει Σου.

Δόξα. Ὅμοιον.
Οὐ μάτην Σοὶ προσηύχοντο Σῶτερ πιστοί, ἵν’ Αὐτὸς πατάξῃς ἀορασίᾳ[12], ἔθνος παμμίαρον.

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Παρθένε τῇ πρεσβείᾳ σου τῆς ἀπειλῆς, τῶν ἐχθρῶν καὶ βλάβης τῶν ἀλλοφύλων, ῥύου τὴν πόλιν σου.

Νῦν ἀπολύεις, τὸ Τρισάγιον,
τὸ Ἀπολυτίκιον ἐκ τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ
καὶ Ἀπόλυσις


Ἐν τῷ μεγάλῳ Ἑσπερινῷ

Ἱστῶμεν στίχους στ΄ καὶ ψάλλομεν τὰ ἑξῆς Ἰδιόμελα

Ἦχος γ΄.
Δεῦτε ἔθνη ὀρθόδοξα, κλίνατε γόνυ ὑμῶν, τῷ Βασιλεῖ τῶν βασιλέων, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν· παρ’ Αὐτοῦ γὰρ πλοῦτος καὶ δόξα· Αὐτὸς πάντων ἄρχει, ὡς Ἄρχων πάσης ἀρχῆς, καὶ ἐν χειρὶ Αὑτοῦ ἰσχὺς καὶ δυναστεία[13]· Αὐτὸς βασιλέας καθίστησιν, ἐπὶ τὸν λαὸν Αὑτοῦ, τοῦ δικάζειν[14] καὶ κρίνειν αὐτόν, ᾧ καὶ δίδωσι χάριν καὶ θεῖον ἔλεος.

δού σοι ἀπεδόθησαν αἱ πόλεις σου, ἔθνος φιλόχριστον, ἃς ἐλαβον οἱ ἀλλόφυλοι, παρὰ τῶν υἱῶν σου[15] ὅτι Κύριος, ἐταπείνωσεν αὐτούς[16], ἀναστήσας τὴν βασιλείαν σου, οὓς καὶ διέκοψεν, ἐν χειρὶ ὁμοδόξου λαοῦ, ὡς διακοπὴν τοῦ ὕδατος[17]. Ὅθεν εὐχαρίστως ἀνάκραζε· Δόξα Χριστὲ τῇ δυνάμει Σου.

Κύριε τῶν αἰώνων βασιλεῦ, ὁ ὑψῶν τὸ κέρας τοῦ χριστοῦ Σου, καὶ κρίνων ἄκρα τῆς γῆς, ὁ χαριζόμενος ἰσχύν, τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν[18], ὁ τὰ σύμπαντα θέμενος, ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, τὸν κόσμον εἰρήνευσον, καὶ πράϋνον τὰ ἔθνη, ἐρείσας αὐτά, ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν ἐντολῶν Σου, ἐν τῇ ἐγέρσει λαοῦ, ἀεὶ Σὲ εὐλογοῦντος.

γένετο Κύριος, ὁ Θεὸς ἡμῶν μεθ’ ἡμῶν, καθὼς ἦν μετὰ τῶν πατέρων ἡμῶν· οὐχ ἡμᾶς ἐγκατέλειψεν, οὐδὲ πόλιν τὴν ἄνασσαν, ἀποστρέψας[19] εἰς χεῖρας λαοῦ, μὴ ἐγνωκότος Αὐτόν, εἴασεν ἀποφθίσασθαι, ἀλλὰ φυλάξας αὐτήν, εἰς κεφαλὴν τῶν ἐθνῶν[20], δεσμοὺς ἐσχάτως διέῤῥηξεν, πολυθρηνήτου δουλείας αὐτῆς, καὶ εἰς πλατυσμὸν αὐτὴν ἐξήγαγεν[21].

Μὴ καυχάσθωσαν δυνατοί, ἐν τῇ δυνάμει αὑτῶν[22], οὐδὲ βασιλεῖς, ἐν τῇ αὑτῶν ἐξουσίᾳ· μὴ καυχάσθωσαν στρατηγοί, ἐν τῇ ἰσχύϊ τῶν ὅπλων. Κύριος ἐστὶν ὁ ποιῶν ἀσθενεῖς, πάντας τοὺς ἀντιδίκους Αὑτοῦ[23], ὅτι Αὑτοῦ ἐστὶν ὁ πόλεμος[24], Αὑτοῦ τὸ κράτος ἡ δόξα, καὶ ἡ βασιλεία, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

στωσαν νῦν Κύριε ἀνεῳγμένοι, οἱ ὀφθαλμοί Σου καὶ τὰ ὦτά Σου ἐπήκοα, ἐπὶ τὴν δέησιν τοῦ τόπου αὐτοῦ[25]· ἐπάκουσον τοῦ δεομένου λαοῦ, συναθροισθέντος ἐνθάδε, σὺν τοῖς ποιμέσιν καὶ τοῖς ἄρχουσιν αὑτοῦ· φύλαττε ἡμῶν τὸ πολίτευμα, εὐλόγει τὴν κληρονομίαν Σου, σῷζε οὓς ἐκέλευσας ἄρχειν, ὁ ἐπισκιάσας ἡμᾶς ἐν ἡμέρᾳ πολέμου, καὶ χορηγήσας τῷ ἔθνει ἡμῶν, οὐρανόθεν νίκην Φιλάνθρωπε.

Δόξα. Ἦχος πλ. δ΄.
τε Κωνσταντῖνος ὁ μέγας βασιλεύς, καὶ πρῶτος αὐτοκράτωρ, χάρακι θεοκινήτῳ προσώριζεν, τὴν ἐπ’ ὀνόματι αὑτοῦ, κληθεῖσαν πόλιν, τότε ὄχλος πολύς, εἴπετο βάδην, τῷ ὀχουμένῳ ἄνακτι· ὅτε δ’ ὁ οἶκος ἅπας τῶν ἑλλήνων, ἐπέβλεψεν ὀπίσω Σου Κύριε[26], τότε ηὐδόκησας ἀναστῆσαι, λαὸν εὐσεβῆ, εἰς ἀνοίκισιν αὐτῆς. Τοῦ μὲν πάλαι ποτε, τείχεσιν περιθέντος τὴν βασιλεύουσαν, αἱ ὀρδαὶ τῶν βαρβάρων ἀνεχαιτίζοντο, τοῦ δὲ νῦν μετὰ φωνῆς, χείλεσιν περιπλέκοντος τὰ Σὰ ἐγκώμια, ἡ πληθὺς τῶν θαυμάτων Σου κηρύττεται, καὶ δοξάζεται Χριστέ, ἡ ὑπεράρχιος βασιλεία Σου.

Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός.
Διὰ τὴν σιγῶσαν πολιτείαν σου, Ἀνύμφευτε Παρθένε, ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος, ἐνῴκησεν εἰς μήτραν σου, τὴν ὥσπερ θρόνον, καὶ ἁγιωτέραν πάσης κτίσεως. Διὰ τὴν ἀσίγητον μεσιτείαν σου, Πάναγνε Θεοτόκε, ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, ἀνῴκισεν τὴν πόλιν σου, τὴν ὥσπερ ἄστρον, καὶ ἀγλαοτάτην ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ. Ὅθεν σοὶ προσπίπτοντες βοῶμεν· Χαῖρε Ὑπέρμαχε Στρατηγέ, ἡ φοβερὰ προστασία, καὶ θεία σκέπη τοῦ ἔθνους ἡμῶν.


Εἴσοδος, Φῶς ἱλαρόν, τὸ Προκείμενον τῆς ἡμέρας
καὶ τὰ Ἀναγνώσματα

Βασιλειῶν Γ΄ τὸ Ἀνάγνωσμα.
(κεφ. 8, 22-23α· 27β-30)
Καὶ ἀνέστη Σολομὼν κατὰ πρόσωπον τοῦ θυσιαστηρίου Κυρίου ἐνώπιον πάσης ἐκκλησίας Ἰσραὴλ καὶ διεπέτασε τὰς χεῖρας αὑτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, οὐκ ἔστιν ὡς Σὺ Θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, εἰ ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐκ ἀρκέσουσί Σοι, πλὴν καὶ ὁ οἶκός οὗτος, ὃν ᾠκοδόμησα τῷ ὀνόματί Σου; καὶ ἐπιβλέψῃ ἐπὶ τὴν δέησίν μου, Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ἀκούειν τῆς προσευχῆς, ἧς ὁ δοῦλός Σου προσεύχεται ἐνώπιόν Σου πρός Σε σήμερον, τοῦ εἶναι τοὺς ὀφθαλμούς Σου ἠνεῳγμένους εἰς τὸν οἶκον τοῦτον ἡμέρας καὶ νυκτός, εἰς τὸν τόπον, ὃν εἶπας· Ἔσται τὸ ὄνομά Μου ἐκεῖ· τοῦ εἰσακούειν τῆς προσευχῆς, ἧς προσεύχεται ὁ δοῦλός Σου εἰς τὸν τόπον τοῦτον ἡμέρας καὶ νυκτός. Καὶ εἰσακούσῃ τῆς δεήσεως τοῦ δούλου Σου καὶ τοῦ λαοῦ Σου Ἰσραήλ, ἃ ἃν προσεύξωνται εἰς τὸν τόπον τοῦτον, καὶ Σὺ εἰσακούσῃ ἐν τῷ τόπῳ τῆς κατοικήσεώς Σου ἐν οὐρανῷ καὶ ποιήσεις καὶ ἵλεως ἔσῃ.

(τὰ κάτωθι αὐθαίρετα· εἰδάλλως τὰ ἐκ τοῦ ἐκλογαδίου:
Ἰεζεκιὴλ κεφ. 36, 24-28, Ἠσαΐας κεφ. 61, 10β-62, 5 )

Βασιλειῶν Α΄ τὸ Ἀνάγνωσμα.
(κεφ. 2, 1-10)
στερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου· ἐπλατύνθη ἐπ’ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ Σου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς Κύριος καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν Σου. Μὴ καυχᾶσθε καὶ μὴ λαλεῖτε ὑψηλά, μὴ ἐξελθέτω μεγαλοῤῥημοσύνη ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν, ὅτι Θεός γνώσεων Κύριος καὶ Θεὸς ἑτοιμάζων ἐπιτηδεύματα Αὑτοῦ. Τόξον δυναστῶν ἠσθένησε καὶ ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν· πλήρεις ἄρτων ἠλαττώθησαν καὶ οἱ πεινῶντες παρῆκαν γῆν· ὅτι στεῖρα ἔτεκεν ἑπτὰ καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησε. Κύριος θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾅδου καὶ ἀνάγει· Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ· ἀνιστᾷ ἀπὸ γῆς πένητα καὶ ἀπὸ κοπρίας ἐγείρει πτωχὸν καθίσαι μετὰ δυναστῶν λαοῦ καὶ θρόνον δόξης κατακληρονομῶν αὐτοῖς· διδοὺς εὐχὴν τῷ εὐχομένῳ καὶ εὐλόγησεν ἔτη δικαίου· ὅτι οὐκ ἐν ἰσχύϊ δυνατὸς ἀνήρ. Κύριος ἀσθενῆ ποιήσει ἀντίδικον Αὑτοῦ, Κύριος ἅγιος· μὴ καυχάσθω ὁ φρόνιμος ἐν τῇ φρονήσει αὑτοῦ καὶ μὴ καυχάσθω ὁ δυνατὸς ἐν τῇ δυνάμει αὑτοῦ καὶ μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὑτοῦ καὶ μὴ καυχάσθω ὁ καυχώμενος συνιεῖν καὶ γινώσκειν τὸν Κύριον καὶ ποιεῖν κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐν μέσῳ τῆς γῆς. Κύριος ἀνέβη εἰς οὐρανοὺς καὶ ἐβρόντησεν, Αὐτὸς κρινεῖ ἄκρα γῆς καὶ δίδωσιν ἰσχὺν τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν καὶ ὑψώσει κέρας χριστοῦ Αὑτοῦ. 
Βασιλειῶν Δ΄ τὸ Ἀνάγνωσμα.
(κεφ. 19, 20-22, 28, 30-31α, 34)
Καὶ ἀπέστειλεν Ἠσαΐας, υἱὸς Ἀμώς, πρὸς Ἐζεκίαν λέγων· Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, Θεὸς Ἰσραήλ· Ἃ προσηύξω πρός Με περὶ Σενναχηρίμ, βασιλέως Ἀσσυρίων, ἤκουσα. Οὗτος ὁ λόγος, ὃν ἐλάλησε Κύριος ἐπ’ αὐτόν· Ἐξουδένωσέ σε καὶ ἐμυκτήρισέ σε παρθένος θυγάτηρ Σιών, ἐπὶ σοὶ κεφαλὴν αὑτῆς ἐκίνησε θυγάτηρ Ἰερουσαλήμ. Τίνα ὠνείδισας καὶ τίνα ἐβλασφήμησας; καὶ ἐπὶ τίνα ὕψωσας φωνήν; καὶ ᾖρας εἰς ὕψος τοὺς ὀφθαλμούς σου εἰς τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ; διὰ τὸ ὀργισθῆναί σε ἐπ’ Ἐμὲ καὶ τὸ στρῆνός σου ἀνέβη ἐν τοῖς ὠσί Μου καὶ θήσω τὰ ἄγκιστρά Μου ἐν τοῖς μυκτῆρσί σου καὶ χαλινὸν ἐν τοῖς χείλεσί σου καὶ ἀποστρέψω σε ἐν τῇ ὁδῷ, ᾗ ἦλθες ἐν αὐτῇ. Καὶ προσθήσει τὸν διασεσωσμένον οἴκου Ἰούδα τὸ ὑπολειφθὲν ῥίζαν κάτω καὶ ποιήσει καρπὸν ἄνω, ὅτι ἐξ Ἰερουσαλὴμ ἐξελεύσεται κατάλειμμα καὶ ἀνασῳζόμενος ἐξ ὄρος Σιών· καὶ ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης δι’ Ἐμὲ καὶ διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν Μου.

Εἰς τὴν Λιτήν, Ἰδιόμελα.

Ἦχος α΄.
Χαῖρε Κωνσταντινούπολι, ἡ ἁγία καὶ ἑπτάλοφος, ἡ λυχνία ἡ ἑπτάφωτος, τὸ ἀμώραντον ἅλας τῆς γῆς, τὸ ἀμάραντον ἄνθος Ἀνατολῆς, τὸ ἔαρ τοῦ θείου πόθου, ἡ ὄαρ τοῦ θείου φόβου, ἡ ἀσπὶς δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἁψὶς θριάμβου ὀρθοδοξίας, ἡ χελιδὼν ἡ τῆς ἐλπίδος, ἡ Νέα Σιὼν τῆς Ἑλλάδος, ἡ βασιλὶς τῶν πόλεων ἐπικαλουμένη, καὶ κορωνὶς ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ.

Ἦχος β΄.
δωκας δακτύλιον, εἰς τὴν χεῖρά μου τὴν ἐξουσίαν, καὶ σκῆπτρον τὴν δικαιοσύνην, ἔθηκας ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου, διάδημα τὴν θεοσέβειαν, ἠμφίεσάς με πορφύραν, τὴν ὁσιότητα, ἐκάθισάς με ἐν θρόνῳ, δόξης καὶ χάριτος, ὡς ἂν βασιλεύσω ἡ πόλις, τῆς Ἀχράντου Μητρός Σου Χριστέ, ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ, καὶ ὁδοποιήσω τοῖς ἔθνεσιν τὴν σωτηρίαν, ἐν τῇ ἐπιγνώσει Σοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ παρέχοντος τὸ μέγα ἔλεος.

Ἦχος γ΄.
ν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος, συνιεῖν καὶ γινώσκειν τὸν Κύριον, καὶ ποιεῖν δικαιοσύνην, καὶ κρίμα ἐν μέσῳ τῆς γῆς[27]. Διὸ ἡ ἄνασσα πόλις, μὴ γένοιτό σοι ἡ καύχησις, διὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκητόρων σου, ἢ διὰ τὸν πλοῦτον τῶν θησαυρῶν σου, ἢ διὰ τὸ μέγεθος τῆς ἡγεμονίας σου· μὴ ἕνεκα τούτων ἀπαιτήσῃ τὰ πρεσβεῖά σου, παρέρχονται γὰρ ὡς καὶ αὐτὴ οἶδας· μᾶλλον δὲ ζήλωσον, τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα, ἵνα πρωτεύσῃς πάλιν, καὶ ἀριστεύσῃς κατὰ Θεόν, τὸν παρέχοντα κόσμῳ, τὸ μέγα ἔλεος.

Ἦχος δ΄.
Χόρευε ἔθνος τὸ ἑλληνικόν, ἀνέστη γὰρ ὁ δίκαιος βασιλεύς· οὐδεὶς ἀποθανεῖται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, ὅτι ἐποίησε Κύριος, σωτηρίαν ἐν μέσῳ σου[28], γενόμενος ἐπιστήριγμά σου[29]. Καθάρευε λοιπὸν καὶ ἁγνίζου, ἵνα μὴ προσθῇ υἱός σου ἀδικίας, τοῦ ταπεινῶσαί σε καθὼς ἀπ’ ἀρχῆς[30].

Δόξα. Ἦχος πλ α΄.
Κύριε, ὅτε τὸ ἔθνος ἡμῶν οὐκ ἤκουσεν τῆς φωνῆς Σου, καὶ ἤρισεν τῷ στόματί Σου, τότε ἡ χείρ Σου ἐγένετο ἐφ’ ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὸν βασιλέα ἡμῶν[31]. Ὅτε τὰς ἐντολάς Σου οὐκ ἐφυλάξαμεν, τότε ἐσάλευσας ἡμᾶς, καὶ ἔδωκας ἐν χειρὶ διαρπαζόντων ἡμᾶς[32]. Ἐπράθημεν διὰ τὸ παροργίσαι Σε, καὶ διὰ τὸ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Σου[33], καὶ ἐγενόμεθα εἰς ἀφανισμόν, καὶ εἰς λάλημα εἰς πάντας τοὺς λαούς[34]. Ἀλλ’ ὅτε ἐπῄρθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν ἐπὶ Σοί[35], τότε ἐποίησας τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Σου[36], ὅτι Σὺ εἶ ὁ Θεὸς τῶν οἰκτιρμῶν καὶ τοῦ ἐλέους, τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ Σου ἀφιείς, καὶ σῴζων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός.
Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε Παρθένε, καὶ δοξάζομέν σε, οἱ πιστοὶ κατὰ χρέος, τὴν πόλιν τὴν ἄσειστον, τὸ τεῖχος τὸ ἄῤῥηκτον, τὴν ἀῤῥαγῆ προστασίαν, καὶ καταφυγὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Ἀπόστιχα

Ἦχος πλ. β΄. Τριήμερος ἀνέστης.
Συνάψας με φιλτάτῃ μητρί, Ἑλλάδι τὴν πρωτόθρονον, θυγατέρα ὡς πρωτεύουσαν αὑτῆς, κατέστησέ με πάλιν, Χριστὸς τῶν βασιλέων, ὁ Βασιλεὺς καὶ πάντων Κύριος.

Στ.: Ἀνδρίζου καὶ κραταιωθῶμεν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ περὶ τῶν πόλεων τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ Κύριος ποιήσει τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Αὑτοῦ[37].
πήξας μου ἐν σπλάχνοις Σταυρόν, ὡς ἄσειστον θεμέλιον, φιλοχρίστου βασιλείας μου ἐν γῇ, προείκαζεν ἐξ ᾌδου, αὑτοῦ τὴν βασιλίδα, πόλιν δουλείας ἀναστῆναί με.

Στ.: Ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης δι’ Ἐμὲ καὶ διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν Μου[38].
Τὸν οἶκον ἐβεβήλουν Θεοῦ, Σοφίας οἱ ἀλλόφυλοι, ἐπιφέροντες κακὰ ἑαυτοῖς, ὡς παρ’ Αὐτῆς δικαίως, τὴν ἀντοφειληθεῖσαν, αὐτοῖς ὀργὴν θείαν πραξάμενοι.

Δόξα. Ἦχος βαρύς.
κούσατε ἱερεῖς οἱ τοῦ Θεοῦ· ἁγνίσθητε, καὶ ἁγνίσατε τὸν οἶκον τὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ἐκβάλετε, τὴν ἀκαθαρσίαν ἐκ τῶν ἁγίων[39]· ἀπεστρόφασιν, οἱ ἀλλόφυλοι γάρ, τὴν κιβωτὸν τῆς ὀρθοδοξίας· κατάβητε, καὶ αὐτὴν πρὸς ἑαυτούς, ἀναγάγετε[40] καὶ ἐκβοήσατε τῷ Κυρίῳ· Δόξα Σοι Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ τοῦ λαοῦ Σου παιδευτής, καὶ τῆς ἀρχῆς θεμέλιον, ἀνάκτων εὐσεβεστάτων, ὁ δωρούμενος αὐτοῖς, νίκας κατὰ βαρβάρων, καὶ τοῦ ἔθνους ἔρεισμα, τῶν ἑλλήνων καὶ κραταίωμα.


Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός.
Θεοτόκε Παντάνασσα, ἡ Κυρία καὶ Πλατυτέρα, τῶν οὐρανῶν καὶ Μήτηρ, τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, περιφρούρει τοὺς ἄρχοντας, καὶ λαὸν τὸν εὐσεβῆ, ὡς θεία σκέπη, καὶ προστασία τοῦ γένους ἡμῶν.

Νῦν ἀπολύεις, τὸ Τρισάγιον καὶ τὸ Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α΄.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν Σου, καὶ εὐλόγησον, τὴν κληρονομίαν Σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσιν, κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ Σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ Σου πολίτευμα.


Ἐν τῷ Ὄρθρῳ

Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Τὴν αὐτόπιστον, ἤνπερ διέθου, διαθήκην Σου, Δέσποτα Σῶτερ, μεθ’ ἡμῶν Χριστὲ οὐκ ἐπελαθόμεθα, διὸ ἡμᾶς ἐξ ἐχθρῶν ἐν ἐλέει Σου, Αὐτὸς ἐξείλου ὡς μόνος δυνάμενος, σῴζειν πάντοτε Θεὸν τοὺς ὁμολογοῦντάς Σε, καὶ φόβῳ φοβουμένους Σε κρείττονι[41].

Δόξα. Ὅμοιον.
Εἰς τὸν οἶκόν Σου, ὃν ἐξελέξω, καὶ ἡγίακας, ἐκεῖ τοῦ εἶναι, τὸ πανάγιόν Σου ὄνομα Κύριε, ἕως αἰῶνος Χριστὲ ὡς ὑπέσχησαι, οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἡ καρδία Σου ἔσονται[42]· ἐπικέκληται γὰρ οὗτος ὑπερκοσμίῳ Σου, Σοφίας τῆς Πατρῴας ὀνόματι.

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Χαίροις Ἄνασσα, παντὸς Κυρία, μητροπάρθενον, κλέος καὶ σέβας· χαίροις θρόνε Παντοκράτορος πύρινε, καὶ Βασιλέως τῆς δόξης παλάτιον, καὶ ὀρθοδόξων ῥωμαίων κραταίωμα· χαίροις Πάναγνε ἀπόρθητον φυλακτήριον, Σεμνὴ τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων.

Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Οὐκ ἀπεώσατο, ἡμᾶς ὁ Κύριος, διὰ τὸ ὄνομα, Αὑτοῦ τὸ ἅγιον, ὅτι ἡμᾶς ἐπιεικῶς, πρεσβείαις τῆς Ὑπερμάχου, Στρατηγοῦ σαφέστατα, εἰς λαὸν προσελάβετο[43], ἅγιον δοξάζοντα, καθ’ ἑκάστην τὴν ἄφατον, Αὑτοῦ οἰκονομίαν δι’ ὧνπερ, οὗτος, ἀπήλαυσεν χαρίτων.

Δόξα. Ὅμοιον.
Τίνα ὠνείδισας, καὶ ἐβλασφήμησας, καὶ ἐπὶ τίνα δέ, φωνὴν σου ὕψωσας, ἄραν εἰς ὕψος ὀφθαλμούς[44], τὸ ἔθνος τῶν ἀλλοφύλων; Ἆρα εἰς ἐγκόσμιον, βασιλέα ἢ ἄρχοντα; οὔ γε ἀλλ’ εἰς ἅγιον, Ἰσραὴλ τὸν Θεὸν ἡμῶν· διὸ καὶ τὴν ματαίαν καθεῖλεν[45], Οὗτος, ἰσχύν σου καὶ τὸ στρῆνος.

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Τοῖς καταλύσασι, τὴν βασιλείαν μου, αὐτὴ ἀπέδωκας, τὰ ἴσα Δέσποινα, ὡς τὸ γαυρίαμα αὑτῶν, Παρθένε ἀνελομένη. Ὅμως πάλιν Ἄχραντε, μὴ ἐάσῃς ἁλῶναί με, δέομαι ἡ πόλις σου, Στρατηγέ μου Ὑπέρμαχε, ὡς ἂν ἐν παῤῥησίᾳ βοῷ σοι· Χαῖρε, ἡ Κεχαριτωμένη.

Μετὰ τὸν Πολυέλεον, Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
ξ ἀδίκου σώσεις με, καὶ ἀντιλήπτωρ μου ἔσῃ[46], ὡς ἐν βίβλῳ Κύριε, Βασιλειῶν τῇ δευτέρᾳ, γέγραπται, καὶ σωτηρίας καταφυγή μου, οὕτως δέ, ἐξ ἀλλοφύλων πολεμοφθόρων, εὐαδίκητον ἐῤῥύσω, ἔθνος ἑλλήνων, τῶν ὀρθοδόξων Χριστέ.

Δόξα. Ὅμοιον.
ν τῇ ταπεινώσει μου, εἶπον ἡ ἄνασσα πόλις, ἴδοι ὁ οἰκτίρων με, καὶ ἐπιστρέψει μοι πάλιν, Κύριος, τὰ ἀγαθά μου ἀντί κατάρας[47]· Οὗτός δε, ἀπέδωκέν μοι εἰς σωτηρίαν, πάντα ὅσα προσηυξάμην, Αὐτῷ τῷ μόνῳ, πολυευσπλάχνῳ Θεῷ.

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
ρθοδόξων στήριξον, τὴν εὐσεβῆ πολιτείαν, σῴζε οὓς ἐκέλευσας, ἐν οἰκουμένῃ ἀνάσσειν, ἄνωθεν, ὡς χορηγοῦσα αὐτοῖς τὴν νίκην, Ἄχραντε καὶ ἀδιάρπαστον διατήρει, τὴν σὴν πόλιν Θεοτόκε, σὺ γὰρ ὑπάρχεις, αὑτῆς Ὑπέρμαχος.

Τὸ α΄ ἀντίφωνον τοῦ γ΄ ἤχου καὶ τὸ Προκείμενον·
νδρίζου καὶ κραταιωθῶμεν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ περὶ τῶν πόλεων τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ Κύριος ποιήσει τὸ ἀγαθὸν
ἐν ὀφθαλμοῖς Αὑτοῦ.
Στίχος: περασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης δι’ Ἐμὲ
καὶ διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν Μου.
Εὐαγγέλιον: Τρίτη ΣΤ΄ ἑβδ. Ἰωάννου (Ἰω. 12, 19-36)
Ὁ Ν΄ ψαλμός.
Δόξα. Ταῖς τῶν σῶν ἁγίων...
Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου...

Εἶτα τὸ παρὸν ἰδιόμελον. Ἦχος πλ. δ΄. 
δετε λαοὶ τὰ θαύματα Κυρίου· λαὸν ὀλιγοτόκον ηὔξησε μέγαν, ἐῤῥύσατο ἐκ μάχης ἔθνος ἀνάδελφον, καθεῖλε τυράννους μεγαλαύχους, διεῖλεν αὐτοὺς καὶ ἀνύψωσεν δούλην εἰς θρόνον, τὴν πόλιν τῆς Μητρὸς Αὑτοῦ· τὸ ἐν αὐτῇ ὑπόλειμμα ἐφύλαξεν, ἀνέστησε βασιλέα τοῖς ῥωμαίοις, καὶ προδιέθηκεν εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ.

Εἶτα ὁ κανών, οὗ ἡ ἀκροστοιχίς:
«Ἀναστήσω τὸν θρόνον τῆς βασιλείας σου[48]. Σ(τυλιανοῦ)».

Ἦχος γ΄. ᾨδὴ α΄. Ὁ τὰ ὕδατα πάλαι.
ναστήσας τὸν θρόνον τῆς βασιλείας[49], τοῦ ἔθνους ἡμῶν εἰς κληρονομίαν, Σεαυτῷ Κύριε ἡμᾶς ἐκ πάντων τῆς γῆς, τῶν λαῶν διέστειλας[50] ἵνα Χριστὲ οἰκουμένην, φωτίσῃς τοῖς δόγμασι, τῆς ἀληθείας Σου.

Νικητήριον ᾆσμα Σῶτερ Σοὶ πρέπει· Αὐτὸς γὰρ μὲ ἐξ ἐχθρῶν μου ἰσχύος[51], κατὰ τὴν ἄφατον οἰκονομίαν τὴν Σήν, πόλιν περιούσιον τὴν τῆς Μητρός Σου ἐῤῥύσω, δεσμὸν τῆς δουλείας μου, ῥήξας Φιλάνθρωπε.

Αὐτοκράτειαν Λόγε καὶ ἐξουσίαν, ὡς ἔχων ἐν οὐρανῷ Παντοκράτορ, κἀπὶ γῆς δέδωκας πολυπαθεῖ Σου λαῷ, πόλιν βασιλεύουσαν ἑαλωκυῖαν τὸ πάλαι, Χριστὲ τῇ προνοίᾳ Σου, ὅτι δεδόξασαι.

Θεοτοκίον.
Σωτηρίαν εἰργάσω κόσμου Παρθένε, τεκοῦσα τὸν Βασιλέα τῆς δόξης, Ἰησοῦν Κύριον καὶ τῆς ζωῆς ἀρχηγόν, Ὃν ὑπὲρ τῆς πόλεως τῆς βασιλίδος μὴ παύσῃ, Παντάνασσα Δέσποινα καθικετεύουσα.

 ᾨδὴ γ΄. Ὁ ἐκ μὴ ὄντων τὰ πάντα.
Τοὺς κεχρισμένους ἐλαίῳ καὶ οἰκτιρμοῖς, οὓς ἄρξαι ηὐδόκησας, τοῦ λαοῦ Σου ἀνάπαυσον, βασιλεῖς καὶ ἄνακτας, ἐν εὐσεβείᾳ Χριστὲ τελειωθέντας.

νεῳγμένοι ἡμέρας τε καὶ νυκτός, εἰς οἶκόν Σου ἔστωσαν[52], τὸν ἐνθάδε οἱ ἄθολοι, ὀφθαλμοί Σου Δέσποτα, καὶ εἰς τὴν πόλιν Χριστὲ τὴν τῆς Μητρός Σου.

Σώσας Χριστὲ καὶ ἀθροίσας καὶ ἐξελών, ἡμᾶς ἐξ ἐχθρῶν ἡμῶν, τοῦ καυχᾶσθαι ἠξίωσας, ἐν ταῖς Σαῖς αἰνέσεσιν, ἔθνος ἡμῶν καὶ αἰνεῖν τὸ ὄνομά Σου[53].

Θεοτοκίον.
ριον ἔδει τελέσαι τὸ θαυμαστόν, Αὑτοῦ θεῖον σχέδιον, ὑπὲρ ταύτης τῆς πόλεως, ὁ Υἱός σου Δέσποινα, ἵνα φῶς λάμψῃ Αὑτοῦ ἐν κόσμῳ πάλιν.

Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
κ μάχης ῥύσῃ με, λαῶν ὡς γέγραπται, εἰς κεφαλὴν ἐθνῶν, Αὐτὸς φυλάξῃς με[54], τὸν πολυτλήμονα λαόν, ἑλλήνων τῶν ὀρθοδόξων, ὅτι οὐκ ἠσέβησα, ἀπὸ Σοῦ ἀλλ’ ἐφύλαξα, τὰς ὁδούς Σου[55] Κύριε, εἰ καὶ πλεῖστα ἡμάρτηκα· διὸ Σοὶ μετὰ πόθου κραυγάζω· Δόξα, τῷ κράτει Σου Χριστέ μου.

Δόξα. Ὅμοιον.
Εἰς γῆν ἐπέστρεψας, ἡμᾶς ἣν ἔδωκας, πατράσιν Κύριε, ἡμῶν ὡς ἵλεως, ταῖς ἁμαρτίαις τοῦ λαοῦ, γενόμενος[56] οἰκτιρμοῖς Σου. Ὅθεν περιφρούρησον, μετανοίας τοῖς τείχεσιν, πόλιν βασιλεύουσαν, ἣν ὠχύρουν οἱ ἄνακτες, Χριστὲ τοῦ ἀπερύκειν ἐφόδους, πάντων, ἐθνῶν τῶν πολεμίων.

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
ναζωγρήσασα, ἐν ταῖς πρεσβείαις σου, τὴν βασιλεύουσαν, πόλιν Παντάνασσα, δικτύοις ζώγρησον Χριστοῦ, τὸ γένος τῶν πολεμίων, οὐκ εἰς αἰχμαλώτισιν, ἢ τινὰ ἀνδραπόδισιν, ἀλλ’ εἰς ἐλεύθέρωσιν, ἐνοχῆς καὶ ἐπίγνωσιν, τοῦ θέλοντος ἀνθρώπους σωθῆναι, πάντας, Θεοῦ τοῦ φιλανθρώπου.

ᾨδὴ δ΄. Ἔθου πρὸς ἡμᾶς.
Τὸ συγκεκοπός, τὰ χρυσᾶ τὰ σκεύη τοῦ οἴκου Σου[57], ἔθνος συλητῶν καὶ τετηκός, τοὺς θησαυροὺς τοῦ οἴκου τοῦ ἄνακτος[58], κεκέρδηκεν Κύριε τὴν ἐκ θυμοῦ Σου, διὰ καπηλείαν ἀπώλειαν.

Οὐ Σοὶ θελητόν, τὰ ὁλοκαυτώματα Δέσποτα, ὥσπερ τὸ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς, τῆς Σῆς· ἰδοὺ λοιπὸν ἐπακρόασις, λαοῦ καὶ ἀρχόντων τε ὑπὲρ τὸ στέαρ[59], ὅτι ἁμαρτία οἰώνισμα[60].

Νέμεσις καὶ χείρ, κραταιά Σου ἔθηκεν ἄγκιστρα, ἐν μυκτῆρσι καὶ τὸν χαλινόν, ἐν μιαιφόνου ἔθνους τοῖς χείλεσι[61], ἀνθ’ ὧν ἔργων ἔπραττε Χριστὲ δολίων, πόλιν ᾑρηκὸς βασιλεύουσαν.

Θεοτοκίον.
Θρόνῳ τοῦ Χριστοῦ, μητρικῇ παρίστασαι Ἄχραντε, παῤῥησίᾳ ἱκετευτικῶς, ὑπὲρ τῆς σῆς πρεσβεύουσα πόλεως, διὸ σοὶ κραυγάζομεν εὐχαριστοῦντες· Χαῖρε Νέας Ῥώμης ἡ σώτειρα.

ᾨδὴ ε΄. Πρὸς Σὲ ὀρθρίζω.
ωννὺς ῥωμαίων ἀρχὴν Χριστὲ χριστιανῶν, τὴν ἀναφαίρετον δίδου μοι εἰρήνην, ἡ οἰκουμένη Σῶτερ Σοὶ κράζω, ἐν ᾗ με καθοδήγησον.

νειδιστάς Σου ὥσπερ Χριστὲ Σενναχηρίμ[62], ἰσμαηλίτας Σὺ ἔδωκάς μοι νῶτον[63], ὡς γὰρ ἐμὲ τὸ ἔθνος ἑλλήνων, ἐμίσουν δι’ εὐσέβειαν.

Νικήσαντός Σου ἔγνωσαν Κύριε λαοί, ὅτι οὐ δόρατι σῴζεις οὐ ῥομφαίᾳ[64], ἀλλὰ τῷ Σῷ θαυμαστῷ ἐλέει, καθ’ ὃ ἡμᾶς ἠλέησας.

Θεοτοκίον.
μοίους Κόρη τῷ Ἐζεκίᾳ[65] καὶ Δαβίδ, Θεὸν ἱκέτευε βασιλεῖς διδόναι, λαῷ τῷ Σῷ τῷ ὑπερκοσμίως, ἀεί σε μεγαλύνοντι.

ᾨδὴ στ΄. Ἄβυσσος ἐσχάτη ἁμαρτιῶν.
Νῦν τὴν Σὴν δουλείαν γνώσονται ἔθνη καθὼς εἶπας, καὶ δουλείαν βασιλείας τῆς γῆς[66], Ὢν γὰρ μόνος δίκαιος κληροδοτεῖς τοῖς δούλοις Σου, τὴν ἀμέριστον, βασιλείαν Σου Δέσποτα.

Τράχηλον λαοῦ Σου τὸν κεκλιμένον τοῖς δυνάσταις, ἐπειδὴ οὐκ ἠκούσαμεν, τῆς φωνῆς Σου Κύριε καὶ νόμον Σου παρέβημεν[67], πάλιν ἄζυγον, οἰκτιρμοῖς Σου κατέστησας.

ξουσι τὰ ἔθνη καὶ προσκυνήσουσιν ἐν τούτῳ, τῷ Ναῷ καὶ προσεύξονται[68], καὶ ποιήσεις Κύριε ὅσα ἄν Σε ἀλλότριος, τὸν Οἰκτίρμονα, πίστει ἐπικαλέσηται[69].

Θεοτοκίον.
Σκέπῃ σου τῇ θείᾳ περιεφρούρεις τὴν σὴν πόλιν, Στρατηγὲ ἡ Ὑπέρμαχος, μητρικῇ φροντίδι σου τὸ ἐν αὐτῇ ὑπόλειμμα, τὸ φιλόχριστον, Θεοτόκε φυλάττουσα.

Κοντάκιον
Ὴχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
θυμώθης Κύριε ἰσμαηλίταις, σφόδρα οὓς ἀπέστησας, ἀπὸ προσώπου Σου[70] Χριστέ, καὶ τὴν ἀρχὴν ἐπανώρθωσας, καὶ βασιλείαν, ἀνάσσης τῆς πόλεως.

Εἰς τὸ Συναξάριον
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τῇ δευτέρᾳ τῶν προεορτίων τῆς μεγάλης πανηγύρεως καὶ ἑορτῆς τοῦ εὐσεβοῦς τῶν ἑλλήνων, ἥτοι ὀρθοδόξων ῥωμαίων, γένους ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, Κωνσταντινουπόλεως καὶ Νέας Ῥώμης, ἐκ τῶν πολυχρονίων δεσμῶν καὶ αἰχμαλωσίας εἰς ἔθνος ἰσμαηλιτῶν, μνήμην ποιούμεθα τῆς θείας ὑπὲρ αὐτῆς προνοίας, καθ’ ὅσους αἰῶνας αὕτη διέκειτο ἐν δεσμῷ δουλείας, εὐχαριστοῦντες τῷ Σωτῆρι Θεῷ διὰ τὴν ἐπανόρθωσιν τῆς θεοφιλοῦς ἀρχῆς καὶ βασιλείας ταύτης τῆς πόλεως.

Ταῖς τῶν Σῶν ἁγίων καὶ τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ πρεσβείαις,
Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.


ᾨδὴ ζ΄. Ὡς πάλαι τοὺς εὐσεβεῖς.
Βροντήσας ἐξ οὐρανοῦ ὁ Ὕψιστος ἔδωκας, φωνὴν τὴν Σὴν ὅτε ἀστραπήν, ἤστραψας Χριστὲ καὶ ἐξέστησας ἐχθρούς[71], μὴ εἰδότας ψάλλειν Σοι· Εὐλογητὸς εἶ Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν.

πέστρεψας ἐν ὁδῷ ᾗ ἦλθεν ἀλλότριον[72], γένος ποτὲ τὸ βαρβαρικόν, καὶ τὴν τῶν ῥωμαίων ἀνέστησας ἀρχήν, ὀρθοδόξων Κύριε, εὐλογητὸς κραζόντων Σοι, ὁ Θεὸς ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν.

Σημεῖον τῆς συντελείας ἣν προκατήγγειλας, ἡ Νέας Ῥώμης ἅλωσις οὐκ ἦν, ἀλλ’ ἐκ τῆς δουλείας ἡ ἄνεσις αὑτῆς, νῦν γὰρ πᾶσα γνώσεται, γῆ δόξαν ἀναπέμψαί Σοι, τῷ Θεῷ τῷ τῶν πατέρων ἡμῶν.

Θεοτοκίον.
κάνωσον Θεοτόκε ἔθνος ἀνάδελφον, εἰς τὰς ἀγκάλας μιᾶς μητρός, Ἐκκλησίας πάντας λαοὺς συναγαγεῖν, ἵνα θείου τόκου σου, τῇ συγγενείᾳ Αἵματος, τέκνα γένωνται Θεοῦ τοῦ Πατρός.


ᾨδὴ η΄. Ἀστέκτῳ πυρὶ ἑνωθέντες.
Λαοῦ Σου καὶ δούλου Σου Σῶτερ, βασιλέως ἵλεως ταῖς ἁμαρτίαις ἔσῃ, ὡς αὐτοῖς δηλώσεις ὁδόν Σου, ἀγαθὴν πορεύεσθαι, ὡς ὑπέσχου καὶ ὑετόν Σου, αὐτοῖς δώσεις[73] χάριτος.

λθὸν ἐφ’ ἡμᾶς πολεμίων, πλῆθος τὸ πολὺ οὐκ ἦν ἡμῖν τοῦ ἀντιστῆναι, πρὸς αὐτοὺς ἰσχὺς[74] ἀλλὰ θείᾳ, τοῦ Χριστοῦ ἐσώθημεν, παρεμβάσει Ὃν εὐχαρίστῳ, τῇ γνώμῃ δοξάσωμεν.

δέτωσαν πάντες ἐχθροί μου, ὅτι ἰσχυρός ἐστιν Χριστὸς τὰς ἐκδικήσεις, ὁ διδοὺς ἐμοὶ καὶ παιδεύων, τούτους ὑποκάτω μου[75], Ὃν ὑμνοῦσα πίστει δοξάζω, ἡ πόλις ἡ ἄνασσα.

Θεοτοκίον.
στέκτῳ ζυγῷ δουλωθεῖσα, κράτος βασιλείας μου ἀπώλεσα καὶ σκήπτρων, ἐστερήθην τότε ἰσχύος, Ἄχραντε ἡ πόλις σου, ἣν ἀποκατέστησας πάλιν, εἰς θρόνον τὸν ἴδιον.

ᾨδὴ θ΄. Καινὸν τὸ θαῦμα.
Σοφίας οἴκου τοῦ θεοπρεποῦς, ἀνεῴχθησαν αἱ κεκλεισμέναι πύλαι, ἐν ᾧ εἰσελθόντες σήμερον, πιστοὶ λαμπροφώνως, δοξολογίας αἶνον τῷ Σωτῆρι Θεῷ, προσάξωμεν πίστει ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ κράτει, τῆς βασιλείας Σου Παντοδύναμε.

Σὺ ἔρχῃ πρός με εἶπεν ὁ Δαβίδ, πρὸς ἀλλόφυλον σὺν δόρατι ἀσπίδι, κἀγὼ δὲ πρὸς σὲ πορεύσομαι, ὀνόματι Κυρίου, καὶ ἀποκλείσει Οὗτός σε εἰς χεῖρα ἐμήν, καὶ οὕτως κακῶς ἀποκτενῶ σε[76]· ταῦτα ὁμοίως, ἔδει συμβῆναι καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν.

δούς μοι σκῆπτρον ἡγεμονικόν, καὶ διάδημα ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου, χρυσήλατον θεὶς δυνάμεως, καὶ δόξης Χριστέ μου, τὴν ἀλουργίδα πάλιν ἀμφιέσας με, τὴν τῆς Μητρός Σου πόλιν, Οὗτος εἶπας Αὐτός, ἐμοί· Νῦν ἀπόλαβε θρόνον, οὗ ἐστερήθης, καὶ οἰκουμένῃ πάσῃ βασίλευε.

Δόξα. Τριαδικόν.
μνῶ Πατέρα Ἄναρχον Θεόν, καὶ Συνάναρχον Αὑτοῦ Υἱὸν καὶ Λόγον, καὶ Πνεῦμα Αὑτοῦ Πανάγιον· Τριὰς ἐν μονάδι, καὶ ἐν Τριάδι εἷς μοι ἐπεγνώσθη Θεός, Ὃν πίστει δοξάζω προσκυνοῦσα, Ῥώμη ἡ Νέα, ἐν οἰκουμένῃ ἡ βασιλεύουσα.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Σκηνὴν τοῦ Λόγου ὄχημα Θεοῦ, θείαν τράπεζαν Ἐπουρανίου Ἄρτου, φωτὸς ἀνεσπέρου ἄσβεστον, λαμπάδα καὶ λύχνον, καὶ φωτεινὴν νεφέλην ἔγνωκάν σε πιστοί, οἱ σὲ προσκυνοῦντες ἐν εἰκόνι, ἀρτιφανῇ σου, Μῆτερ καὶ ᾄσμασι μεγαλύνοντες.

Ἐξαποστειλάρια

Ἦχος γ΄. Ὁ οὐρανὸν τοῖς ἄστροις.
ν πᾶσιν οἷς ἐπορεύου, λαέ Μου ἤμην μετὰ Σοῦ, ἐξωλοθρεύων ἐχθρούς σου, ἀπὸ προσώπου σου ἐν γῆ, ὀνομαστὸν τοῦ ποιεῖν σε[77], ἡμῖν ὁ Κύριος λέγει.

Θεοτοκίον.
ἱερὰ ἐν οἴκῳ, τούτῳ Σοφίας τοῦ Πατρός, ψήφοις πλασθεῖσα εἰκών σου, οὐ καθῃρέθη Ἀγαθή, εἰς μαρτυρίαν μερίμνης, ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης.

Εἰς τοὺς Αἴνους
Ἦχος γ΄. Μεγάλη τῶν μαρτύρων Σου.

πόλαβε τὸν θρόνον σου, ἐφ’ ᾧ καὶ κάθησον, καὶ ὥσπερ θεσμοφύλαξ, τῶν θείων νόμων θέσπισμα, νομοθέτησον ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας, ἡ πόλις τῆς Παρθένου, ἵνα ἐκ πίστεως, κόσμος εὐδοκιμήσῃ. 

Αἱ πέδες σου ἐῤῥάγησαν, καὶ ἀφῃρέθη σου, ζυγὸς ἀπὸ τραχήλου, αἰώνων πόλι ἄνασσα, ἵνα πάλιν ἀπροσκόπτως δουλεύσῃς, Χριστῷ τῷ ἐπ’ ἐσχάτων, χρόνων συντρίψαντι, ἰσχὺν τῶν σῶν τυράννων.

Εὐφράνθητε ὁμόδοξοι, λαοὶ καὶ πάροικοι· Σὺ Ῥώμη πρεσβυτέρα, τῇ ὁμωνύμῳ σύγχαιρε, ἀδελφῇ σου ἐπιστρέψασα εἰς Μίαν, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀφ’ ἧς οὐδέποτε, κεχώρισται ἐκείνη.

γίακας τὸν οἶκόν Σου, ὃν ᾠκοδόμησεν, τοῦ θέσθαι εἰς αἰῶνας, τὸ ὄνομά Σου[78] Κύριε, βασιλεὺς τὸν Σολομῶντα ὁ νικήσας, ἀφ’ οὗ Χριστὲ μὴ ἄρῃς, ἔτι καρδίαν Σου, καὶ ὀφθαλμούς Σου[79] Σῶτερ.

Δόξα. Ἦχος πλ. δ΄.
Τί ἐστιν Κύριε τὸ θαῦμα τοῦτο, ὃ ἐποίησας ἡμῖν; τίνες οἱ λόγοι τοιαύτης δωρεᾶς; Ἠλάττωσας γὰρ τοὺς πολεμίους, καταδιαιτήσας αὐτῶν, καὶ ἐμεγάλυνας ἄνασσαν πόλιν, ἀποδιαιτήσας ἄνεσιν αὐτῇ τῶν δεσμῶν. Ἆρα οὖν ἐλήλυθεν ἡ ὥρα τῆς ὀρθοδοξίας; ἆρα γε καιρὸς τῆς τῶν ῥωμαίων βασιλείας; ἆρα καθήκουσιν ἡμέραι ἀποκαλύψεως, καὶ δέον ἐστὶ τὴν οἰκουμένην στηριχθῆναι; ἆρα ἐν τῷδε Σοῦ τῆς Ἄνω Σοφίας Ναῷ, ἀνθαμιλλήσονται ὕμνοι, ταῖς τοῦ θηρίου ὕβρεσι κατὰ Σοῦ, ἐν τῷ ὁμοιώματι τοῦ οἴκου Σολομῶντος; Ἆρα οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ Χάρις Σου, ἢ ἆρα ἐγγὺς ὁ χρόνος τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως; Ἀλλ’ εἰ καὶ τὰ σημεῖα, τῶν καιρῶν ἑρμηνεύσωμεν, ὅμως Κύριε Σὺ μόνος πάντα οἶδας, Σὺ πάντα γιγνώσκεις, πρὸ τοῦ γενέσθαι αὐτά. Διὸ καὶ ἄγνωστοι εἰσὶν αἱ βουλαί Σου, ἀκατανόητον τὸ βάθος τῶν θαυμασίων Σου, ὧν ἐφανέρωσας ἐσχάτως ἡμῖν, τοῖς προσδεξαμένοις παρὰ Σοῦ, τὸ μέγα ἔλεος.

Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός.
Θεοτόκε Παρθένε, ἡ Μήτηρ τοῦ βασιλέως τῆς δόξης, ὡς Στρατηγὸς ἡ Ὑπέρμαχος τῆς πόλεώς σου, ἐκ κινδύνων καὶ ἐξ ἐχθρῶν φύλαττε αὐτήν· τῇ γὰρ μητρικῇ σου πρεσβείᾳ, οἱ πάντες σῴζονται.

Δοξολογία μεγάλη καὶ Ἀπόλυσις



[1] Βλ. Α΄ Παραλειπομένων 17, 12.

[2] Βλ. Α΄ Παραλειπομένων 17, 14.

[3] Β΄ Βασιλειῶν 22, 2-3.

[4] Γ΄ Βασιλειῶν 8, 30.

[5] Γ΄ Βασιλειῶν 8, 47.

[6] Β΄ Βασιλειῶν 22, 15.

[7] Γ΄ Βασιλειῶν 9, 5.

[8] Β΄ Βασιλειῶν 10, 12.

[9] Α΄ Βασιλειῶν 14, 6.

[10] Δ΄ Βασιλειῶν 19, 34.

[11] Γ΄ Βασιλειῶν 8, 56.

[12] Δ΄ Βασιλειῶν 6, 18.

[13] Α΄ Παραλειπομένων 29, 12.

[14] Α΄ Βασιλειῶν 8, 5.

[15] Α΄ Βασιλειῶν 7, 14.

[16] Α΄ Βασιλειῶν 7, 13.

[17] Α΄ Παραλειπομένων 14, 11.

[18] Βλ. Α΄ Βασιλειῶν 2, 10.

[19] Βλ. Γ΄ Βασιλειῶν 8, 56.

[20] Β΄ Βασιλειῶν 22, 44.

[21] Β΄ Βασιλειῶν 22, 20.

[22] Α΄ Βασιλειῶν 2, 10.

[23] Αὐτόθι.

[24] Α΄ Βασιλειῶν 17, 47.

[25] Β΄ Παραλειπομένων 6, 40.

[26] Α΄ Βασιλειῶν 7, 2.

[27] Α΄ Βασιλειῶν 2, 10.

[28] Α΄ Βασιλειῶν 11, 13.

[29] Β΄ Βασιλειῶν 22, 19.

[30] Β΄ Βασιλειῶν 2, 7.

[31] Α΄ Βασιλειῶν 12, 15.

[32] Δ΄ Βασιλειῶν 17, 19.

[33] Δ΄ Βασιλειῶν 17, 17.

[34] Γ΄ Βασιλειῶν 9, 7.

[35] Β΄ Παραλειπομένων 20, 12.

[36] Β΄ Βασιλειῶν 10, 12.

[37] Β΄ Βασιλειῶν 10, 12.

[38] Δ΄ Βασιλειῶν 19, 34.

[39] Β΄ Παραλειπομένων 29, 5.

[40] Α΄ Βασιλειῶν 6, 21.

[41] Βλ. Δ΄ Βασιλειῶν 17, 38-39.

[42] Β΄ Παραλειπομένων 7, 16.

[43] Α΄ Βασιλειῶν 12, 22.

[44] Δ΄ Βασιλειῶν 19, 22.

[45] Ἠσαΐας 30, 15.

[46] Β΄ Βασιλειῶν 22, 3.

[47] Β΄ Βασιλειῶν 16, 12.

[48] Γ΄ Βασιλειῶν 9, 5.

[49] Αὐτόθι.

[50] Γ΄ Βασιλειῶν 8, 53.

[51] Β΄ Βασιλειῶν 22, 18.

[52] Βλ. Β΄ Βασιλειῶν 8, 29 καὶ Α΄ Βασιλειῶν 2, 10.

[53] Βλ. Α΄ Παραλειπομένων 16, 35.

[54] Β΄ Βασιλειῶν 22, 44.

[55] Β΄ Βασιλειῶν 22, 22.

[56] Γ΄ Βασιλειῶν 8, 34.

[57] Βλ. Δ΄ Βασιλειῶν 24, 13.

[58] Βλ. Γ΄ Βασιλειῶν 14, 26.

[59] Α΄ Βασιλειῶν 15, 22.

[60] Α΄ Βασιλειῶν 15, 23.

[61] Δ΄ Βασιλειῶν 19, 28.

[62] Δ΄ Βασιλειῶν 19, 18.

[63] Β΄ Βασιλειῶν 22, 39.

[64] Α΄ Βασιλειῶν 17, 47.

[65] Βλ. Δ΄ Βασιλειῶν 18, 5.

[66] Β΄ Παραλειπομένων 12, 8.

[67] Δ΄ Βασιλειῶν 18, 12.

[68] Γ΄ Βασιλειῶν 8, 42.

[69] Γ΄ Βασιλειῶν 8, 43.

[70] Δ΄ Βασιλειῶν 17, 18.

[71] Β΄ Βασιλειῶν 22, 14-15.

[72] Δ΄ Βασιλειῶν 19, 28.

[73] Γ΄ Βασιλειῶν 8, 36.

[74] Β΄ Παραλειπομένων 20, 12.

[75] Β΄ Βασιλειῶν 22, 48.

[76] Α΄ Βασιλειῶν 17, 45-46.

[77] Β΄ Βασιλειῶν 7, 9.

[78] Γ΄ Βασιλειῶν 9, 3.

[79] Βλ. αὐτόθι.

ΤΡΙΤΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (Α ΜΕΡΟΣ)

ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΜΑΚΡΗ, Δρος Θ., Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου


ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ


Νάουσα, 2008-2010 (ΤΗΡΟΥΝΤΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ)


Ἀκολουθία προεόρτιος
ἐν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΝ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΝΙΕΡΟΝ ΟΙΚΟΝ ΑΥΤΗΣ
(ἐκ τῆς σοφιολογικῆς γραμματείας τῆς Π. Δ.)

 
Ἐν τῷ μικρῷ Ἑσπερινῷ

Ἱστῶμεν στίχους δ΄ καὶ ψάλλομεν τὰ ἑξῆς Προσόμοια

 Ἦχος δ΄. Ὁ ἐξ Ὑψίστου κληθείς.
ρχὴ σοφίας ὁ φόβος τοῦ Κυρίου, σύνεσις δὲ εὔθετος ἡ τῶν ἁγίων βουλή, καὶ ἀγαθῆς διανοίας τε, ἐστὶ τὸ γνῶναι, νόμων[1] καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ πλεῖστά σοι, ἔτη προστεθήσεται[2] παρὰ τῆς Ἄνωθεν, Σοφίας ἔθνος ἀνάδελφον, ὡς γὰρ τοῦ βίου, μῆκος καὶ ἔτη ἐν δεξιᾷ Αὑτῆς[3], Ἣν ἐν καρδίᾳ σου ἀνάπαυσον[4], ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀπάντήσῃ σοι[5], ὡς ποτὲ ἐπελθόντων, κατὰ σοῦ τῶν πολεμίων σου.

Δεῦτε ὀπίσω ἐξέλθωμεν Σοφίας, Θείας ἐνεδρεύσαντες ἐν ταῖς εἰσόδοις Αὑτῆς[6], καὶ καταλύσωμεν σύνεγγυς, Αὑτῆς τοῦ οἴκου[7], ἵνα ὡς μήτηρ ἡμᾶς προσδέξηται[8], πάντας καὶ ψωμίζουσα ἄρτον συνέσεως, ἡμᾶς καὶ ὕδωρ ποτίζουσα[9], δικαιοσύνης, ἡμῖν ὡς τέκνοις δοθῇ[10] τοῖς κλίνουσι, γόνυ καρδίας νῦν καὶ σώματος, ἐν Αὑτῆς τῷ Ναῷ καὶ δοξάζουσιν, ὡς φιλάνθρωπον πνεῦμα[11], ἐν συντόνοις Ταύτην ᾄσμασιν.

ς νοσσιαὶ τῆς σοφίας ἐν ἀνθρώποις, ὄντως αἱρετώτεραι χρυσίου[12] οὕτως δέ, ὡς νοσσιὰ Σοῦ τῆς Ἄνωθεν, Χριστὲ Σοφίας, ὅδε ὁ οἶκός Σου αἱρετώτερος, λίθων ἀτιμήτων[13] τε καὶ θησαυρῶν ἐστι, καὶ ἀνακτόρων καὶ οἴκων τε, τῶν μεγιστάνων, θρόνων καὶ σκήπτρων καὶ πλούτου[14] Κύριε, ὡς ἐν αὐτῷ γὰρ ἀπεικάζεται, οὐρανὸς ἐπὶ γῆς καὶ ἡ δόξα Σου, ἡ ὑπέρφατος Σῶτερ, καὶ τὸ θεῖον μεγαλεῖόν Σου.

πὶ καρδίαν σου θές Με ὡς σφραγῖδα, καὶ ἐπὶ βραχίονα[15] ἵνα φυλάξω σε, ἐν δόξῃ καὶ ὁδηγήσω σε, Ἐγὼ σωφρόνως, ἐν πράξεσίν σου[16] καὶ ἀνυψώσω σε, μέσῳ τῶν λαῶν τῆς γῆς καὶ εὐλογήσω σε, καὶ πρὸς Ἐμὲ ἁγιάσω σε[17] καὶ εὐφροσύνην, καὶ στέφανόν τε ἀγαλλιάματος, δωροτελέσω σοι καὶ ὄνομα, τὸ αἰώνιον[18] ἔθνος ἀνάδελφον· ἡ Πατρῴα Σοφία, τοῖς ῥωμαίοις ἐπηγγείλατο.

Δόξα. Ὅμοιον.
Τίς ἀντιστήσεται Σῶτερ κρίματί Σου; τίς δὲ ἐγκαλέσει Σοι Σοφία Ἄνωθεν, κατὰ ἐθνῶν ἃ ἐποίησας, ἀπολωλότων[19]; καὶ βασιλεὺς τοῦ ἀντοφθαλμήσαι Σοι, περὶ ὧν ἐκόλασας τίς δυνηθήσεται[20]; ἡ γὰρ ἰσχύς Σου ἀρχή ἐστι, δικαιοσύνης[21], καὶ τῆς εἰρήνης ἀρχὴ αἱ τρίβοι Σου[22], καὶ αἱ ὁδοί Σου ἃς ἐφύλασσεν, ἀγρυπνοῦν τὸ ἡμέτερον Κύριε, καὶ μακάριον ἔθνος, καθ’ ἡμέραν ἐπὶ θύραις Σου[23].

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Πρὸ συντριβῆς Παναμώμητε ἡγεῖται, ὕβρις καὶ πρὸ πτώματος κακοφροσύνη[24] σαφῶς, ὁ Σολομὼν ἀπεφήνατο, ἐν Παροιμίαις· τοῦτο τὸ ῥῆμα ὡς ἀληθέστατον, ὄντως ὅτι Κύριος οἴκους κατέσπασεν, τῶν ὑβριστῶν καὶ ἐστήριξεν, ὅριον χήρας[25], Μῆτερ τοὐτέστιν ἀνάσσης πόλεως, διὰ πρεσβείας φιλοτέκνου σου, ἐξ ἧς ῥίζας ἐκείνων ἐξέτιλεν, ταπεινοὺς ἐμφυτεύσας[26], ὑμνητὰς πάλιν τῆς δόξης σου.

Ἀπόστιχα

Ἦχος δ΄. Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσιν.
Χθὲς ἐμοὶ καὶ σοὶ σήμερον[27], συντριβὴ καὶ ἀπώλεια, ἔθνος πολεμίων καὶ γὰρ τὸ στόμα σου, ἄωρον πένθος ἐκάλυψεν[28], ὡς φαῦλα κατέσπειρας, καὶ ἐθέρισας κακά[29], καὶ ὀργὴ ἐξεκαύθη σοι[30], τοῦ Κυρίου μου, τοῦ ἐμὲ ῥυσαμένου ἐκ θλιβόντων[31], καὶ δοξάσαντός με πάλιν, Ῥώμην τὴν Νέαν καὶ ἄνασσαν.

Στ.: Ἐν καρδίᾳ ἀγαθῇ ἀνδρὸς ἀναπαύσεται Σοφία, ἐν δὲ καρδίᾳ ἀφρόνων οὐ διαγινώσκεται[32].
Οἱ Σοφίᾳ λατρεύοντες, τῷ Θεῷ λειτουργήσουσιν[33], οἱ δ’ Αὐτῆς κρατοῦντες κληρονομήσουσιν, δόξαν καὶ οὗ εἰσπορεύονται, Αὐτὴν εὐλογήσουσιν[34], καὶ κρινοῦσι τοὺς λαούς, οἱ Αὐτῆς ὑπακούοντες[35], καὶ ὀρθρίζοντες, πρὸς Αὐτὴν ἐμπλησθήσονται τῆς θείας, εὐφροσύνης[36] εἰς αἰῶνας, ὡς ὑπ’ Αὐτῆς ἀγαπώμενοι[37].

Στ.: Δικαιοσύνη ὑψοῖ ἔθνος, ἐλαττονοῦσι δὲ φυλὰς ἁμαρτίαι[38].
Τῆς Σοφίας εἰσάκουσον, τῆς Ἁγίας ἡ ἄνασσα, πόλις καὶ ὡς ῥόδον τὸ ἐπὶ ῥεύματος, ὑγροῦ φυόμενον βλάστησον[39], καὶ ἄνθος ὡς εὔοσμον, κρίνον ἄνθισον ἐν γῇ, καὶ ὡς λίβανος πίστεως, εὐωδίασον, τὴν ὀσμὴν ἣν διάδος[40] οἰκουμένῃ, καὶ μεγάλυνον Δεσπότην, ἐν ταῖς ᾠδαῖς τῶν χειλέων σου[41].

Δόξα. Ὅμοιον.
Σὺν Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι, τὴν βουλὴν κατεσκεύασας, καὶ ἐπεκαλέσω γνῶσιν καὶ ἔννοιαν[42], Χριστὲ Σοφία Ὑπέρσοφε, διὸ ἱκετεύομεν, τὴν ἁγίαν Σου βουλήν, πᾶσιν ἔθνεσιν γνώρισον, καὶ ἐπέβαλε, ἐπ’ αὐτὰ Σοῦ τὸν φόβον[43] ὡς ἂν γνῶσιν, προσκυνῆσαι ἐν Μονάδι, Θεὸν Τριάδα ἀΐδιον.

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
ς εἰσὶν οἱ πλουτίζοντες, ἑαυτοὺς μηδὲν ἔχοντες[44], ὥσπερ Παροιμίαι αἱ Σολομώντιοι, λέγουσιν οὕτως ἐπλούτησαν, οἱ ἅρπαγες πόλεως, τῆς σῆς Ἄχραντε θυμῷ, τοῦ Δεσπότου τῆς κτίσεως· Ἀλλὰ Δέσποινα, ὡς εἰσὶν καὶ οἱ πλούτῳ ταπεινοῦντες, ἑαυτοὺς οὕτω λαός σου, χάριν τὴν σὴν ἐθησαύρισεν[45].

Νῦν ἀπολύεις, τὸ Τρισάγιον,
τὸ Ἀπολυτίκιον ἐκ τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ
καὶ Ἀπόλυσις


Ἐν τῷ μεγάλῳ Ἑσπερινῷ

Ἱστῶμεν στίχους στ΄ καὶ ψάλλομεν τὰ ἑξῆς Ἰδιόμελα

Ἦχος δ΄.
σπερ ἡ σοφία ταπεινοῦ, ἀνυψοῖ τὴν κεφαλὴν αὑτοῦ, καὶ ἐν μέσῳ μεγιστάνων, καθίζει αὐτόν, κατὰ τὸ ῥῆμα Σειράχ[46], οὕτως ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ἀνύψωσεν ἐσχάτως τὴν τὸ πρίν, ταπεινωθεῖσαν ἔνδοξον πόλιν, καθίσασα ὡς ἄνασσαν καὶ πάλιν αὐτήν, ἐν μέσῳ τῶν λαῶν τῆς οἰκουμένης. Ἀλλ’ ὡς δι’ ὧν τις ἁμαρτάνει, διὰ τούτων κολάζεται[47], κατὰ τὸ ῥῆμα Σολομῶντος, οὕτως ἰσμαηλῖται, οἱ αὐτῇ εἰπόντες· Ἐτάσωμεν βασάνῳ αὐτήν[48], καὶ θανάτῳ ἀσχήμονι, καταδικάσωμεν αὐτήν[49]· οὕτω καθὰ ἐλογίσαντο, ἔσχον ἐπιτιμίαν[50], ὅτι οὐκ ἐννόησαν, καὶ οὐκ ἔθεσαν ἐπὶ διανοίᾳ[51], ὅτι χάρις ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς τοῦ Θεοῦ, καὶ μέγα ἔλεος[52].

Οἱ ὑπακούοντες τῆς τοῦ Θεοῦ, Σοφίας οὐκ αἰσχυνθήσονται, καὶ ἐν Αὐτῇ οἱ ἐργαζόμενοι, οὐχ ἁμαρτήσουσιν[53]· οἱ δὲ ἐσθίοντες Αὐτήν, ἔτι πεινάσουσιν, καὶ οἱ πίνοντες Αὐτήν, ἔτι δηψήσουσιν[54]· τὸ γὰρ μνημόσυνον Αὑτῆς, ὑπὲρ τὸ μέλι γλυκύ, καὶ ἡ κληρονομία Αὑτῆς, ὑπὲρ τὸ κηρίον[55]. Δεῦτε οὖν πιστοί, τὴν τοῦ θείου φόβου, καὶ τῆς ὑπερφάτου γνώσεως, καὶ τῆς ὁσίας ἐλπίδος, καὶ τῆς καλῆς ἀγαπήσεως, τὴν μητέρα ἀγαπήσωμεν, ὅτι δίδοται Αὕτη, πᾶσι τοῖς τέκνοις Αὑτῆς[56], μεθ’ Ἧς ἔρχονται ὁμοῦ, πάντα τὰ ἀγαθά[57], καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Τί Σοι ὁμοιώσωμεν, Σοφία Ἀΐδιε τοῦ Θεοῦ Πατρός; χρυσόν; ἀλλ’ οὗτος ἅπας, ψάμμος ὀλίγη ἐν ὄψει Σου· ἄργυρον; ἀλλὰ καὶ αὐτός, ὡς πηλὸς ἐναντίον Σου λογισθήσεται[58]· λίθον ἀτίμητον; ἀλλ’ ἀνεκλιπὴς εἶ, θησαυρὸς ἀνθρώποις[59]· πλοῦτον; ἀλλ’ ἐν τῇ ἀριστερᾷ Σου αὐτός[60]· θρόνον; ἀλλὰ Σὺ βασιλεύεις εἰς τὸν αἰῶνα· ἥλιον; ἀλλ’ εὐπρεπεστέρα ὑπάρχεις αὐτοῦ· ἢ ἆρα τὸ φῶς αὑτοῦ; ἀλλ’ αὐτῷ συγκρινομένη, προτέρα εὑρίσκῃ[61]· Οὐδὲν οὖν ἡγούμεθα ἐν συγκρίσει Σου[62], ὅτι πάντων τῶν ἀγαθῶν ἡγῇ, ὡς γενέτις αὑτῶν[63].

Εἶπον οἱ ἀλλόφυλοι καὶ ἀσεβεῖς· Ἐνεδρεύσωμεν ἑλλήνων, τὸν δίκαιον λαόν, ὅτι δύσχρηστός ἐστιν ἡμῖν, καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν, ὀνειδίζων ἡμᾶς, ὡς παραβάτας τοῦ θείου νόμου, καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν, ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν[64]· ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ, καὶ παῖδα Κυρίου, ἑαυτὸν ὀνομάζει[65]· Δεῦτε κρύψωμεν λοιπόν, αὐτὸν εἰς γῆν ἀδίκως[66], ἐξ ἧς ἄρωμεν τὴν μνήμην αὑτοῦ[67], ἵνα ᾖ ἡ ἰσχὺς ἡμῶν, νόμος δικαιοσύνης[68]· Ταῦτα ἐλογίσαντο καὶ ἐπλανήθησαν, ὅτι ἀπετύφλωσεν αὐτούς[69], ἡ ἀλαζονεία αὑτῶν, καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ[70], τοῦ δι’ ἀκαθαρσίαν ψυχῆς, συντρίψαντος αὐτούς[71], ἡμᾶς δὲ ῥυσαμένου, διὰ μέγα ἔλεος.

Πηγὴ σοφίας ὁ λόγος Σου Κύριε, καὶ αἱ πορεῖαι αὑτῆς, ἐντολαὶ αἰώνιοι[72], καὶ τὸ μεγάλως ἰσχύειν, πάρεστί Σοι πάντοτε[73], ὡς ἐκ μεγαλοσύνης ἰσχύος τὸ ὄνομά Σου[74], καὶ μεγάλη ἡ δυναστεία Σου[75]. Ἀλήθειαν μελετᾶ ὁ φάρυγξ Σου, ἐβδελυγμένα δέ, ἐναντίον Σου χείλη ψευδῆ[76], καὶ οὐδὲν στραγγαλιῶδες ἢ σκολιόν, ἐν ῥήμασι τοῦ στόματός Σου[77]. Διὰ Σοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνην[78]· διὰ Σοῦ μεγιστᾶνες μεγαλύνονται, καὶ τύραννοι κρατοῦσι γῆς[79]. Ἀλλ’ εἰ καὶ αὐτοὶ δοξασθήσωνται, οὐκ ἔστιν αὐτῶν τις μείζων, τοῦ φοβουμένου Σε[80], ᾧ καὶ παρέχεις εὐχερῶς, τὸ ἄφατόν Σου ἔλεος.

γειρας θυμόν, καὶ ἐξέχεας ὀργήν· ἐξῆρας ἀντίδικον καὶ ἐξέτριψας Χριστέ, τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν[81]· ἐδόξασας τὴν χεῖρά Σου, καὶ βραχίονά Σου δεξιόν, ἐνεκαίνισας σημεῖα, τῷ ἔθνει ἡμῶν καὶ ἠλλοίωσας θαυμάσια[82], τῇ πόλει τῆς Μητρός Σου. Εἰσάκουσον τοίνυν, δεήσεως ἱκετῶν Σου[83], ἐν τῷ ἁγίῳ τούτῳ Ναῷ Σου, ὑπὲρ τοῦ δοθῆναι, τῷ κόσμῳ Σου εἰρήνην, λαῷ Σου εὐφροσύνην, ἀλλοφύλοις ἀμνήστευσιν, τῆς αὑτῶν ἁμαρτίας, οἰκουμένῃ ἐπίγνωσιν, τῆς Σῆς ἀληθείας, τοῖς κεκοιμημένοις ἐν Σοὶ τὴν ἀνάπαυσιν, καὶ τοῖς ἀνυμνοῦσί Σε τὸ μέγα ἔλεος.

Δόξα. Ἦχος ὁ αὐτός.
ἐνυπόστατος Σοφία, τοῦ Ἐπουρανίου Πατρός, ᾠκοδόμησεν Ἑαυτῇ, τόνδε τὸν θεόδμητον οἶκον, εἰς πόλιν τὴν ἑπτάλοφον, ἑπτὰ ὑπερείσασα, στύλους[84] χαρίτων τοῦ Πνεύματος· ἔσφαξεν ἐσχάτως, τὰ Ἑαυτῆς θύματα· ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα, οἶνον θεογνωσίας, καὶ ἡτοιμάσατο τὴν Ἑαυτῆς, ἁγίαν τῆς πίστεως τράπεζαν[85]· ἀπέστειλε πρὸς τὴν οἰκουμένην, ἔθνος ῥωμαίων ὀρθόδοξον, συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος, ἐπὶ κρατῆρα λέγουσα[86]· ἐκκλίνατε πρός Με[87] οἱ λαοί, ἔλθετε φάγετε τῶν Ἐμῶν ἄρτων, βρῶσιν οὐκ ἀπολλυμένην, ἀλλ’ εἰς αἰῶνας μένουσαν, καὶ πίετε πόμμα καινόν, τῆς Ἐμῆς ἐπιγνώσεως, ὃ ἐκέρασα ὑμῖν[88]· ἀπολίπετε τὴν ἀφροσύνην τῆς ἀπιστίας, ζητήσατε φρόνησιν ἀληθῆ, καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει, τὴν τῶν ἁγίων σύνεσιν[89]· Ὅτι Ἐγὼ τοὺς Ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ Ἐμὲ ζητοῦντες, εὑρήσουσι χάριν[90], καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός.
ν τῷ Ναῷ τῷ θαυμασίῳ, τῆς Ἁγίας Θεοῦ Σοφίας, συναθροισθέντες Μῆτερ Παρθένε, σὲ ἀνυμνοῦμεν, σὲ δοξάζομεν, καὶ μνημονεύοντες, τῆς ὑπερμάχου στρατηγίας σου, εὐχαριστοῦμέν σοι αἰτούμενοι, τὴν πρὸς τὸν Κύριον πρεσβείαν σου, ὑπὲρ πάσης τῆς οἰκουμένης, καὶ τὴν συνεχῆ σου ἀντίληψιν, ὑπὲρ τοῦ ἔθνους ἡμῶν Πανάμωμε.


Εἴσοδος, Φῶς ἱλαρόν, τὸ Προκείμενον τῆς ἡμέρας
καὶ τὰ Ἀναγνώσματα

Παροιμιῶν τὸ Ἀνάγνωσμα.
(κεφ. 8, 22-30)

Κύριος ἔκτισέ Με ἀρχὴν ὁδῶν Αὑτοῦ εἰς ἔργα Αὑτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ Με ἐν ἀρχῇ, πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι καὶ πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσσους ποιῆσαι, πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, πρὸ τοῦ τὰ ὄρη ἐδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ Με. Κύριος ἐποίησε χώρας καὶ ἀοικήτους καὶ ἄκρα οἰκούμενα τῆς ὑπ’ οὐρανόν. Ἡνίκα ἡτοίμαζε τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην Αὐτῷ, καὶ ὅτε ἀφώριζε τὸν Ἐαυτοῦ θρόνον ἐπ’ ἀνέμων· ἡνίκα ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ ἄνω νέφη, καὶ ὡς ἀσφαλεῖς ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ’ οὐρανὸν ἐν τῷ τιθέναι τῇ θαλάσσῃ ἀκριβασμὸν Αὑτοῦ, καὶ ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἤμην παρ’ Αὐτῷ ἁρμόζουσα. Ἐγὼ ἤμην ᾟ προσέχαιρεν, καθ’ ἡμέραν δὲ εὐφραινόμην ἐν προσώπῳ Αὑτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ. 

Παροιμιῶν τὸ Ἀνάγνωσμα.
(κεφ. 9, 1-11)

Σοφία ᾠκοδόμησεν Ἑαυτῇ οἶκον καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά· ἔσφαξε τὰ Ἑαυτῆς θύματα, ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν Ἑαυτῆς οἶνον καὶ ἠτοιμάσατο τὴν Ἑαυτῆς τράπεζαν· ἀπέστειλε τοὺς Ἑαυτῆς δούλους συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος ἐπὶ κρατῆρα λέγουσα· Ὅς ἐστιν ἄφρων, ἐκκλινάτω πρός Με· καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν εἶπεν· Ἔλθετε φάγετε τῶν Ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν· ἀπολείπετε ἀφροσύνην, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε, καὶ ζητήσατε φρόνησιν, καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει σύνεσιν. Ὁ παιδεύων κακοὺς λήψεται ἑαυτῷ ἀτιμίαν· ἐλέγχων δὲ τὸν ἀσεβῆ μωμήσεται αὐτόν. Μὴ ἔλεγχε κακούς, ἵνα μὴ μισήσωσί σε· ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει σε· δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται· γνώριζε δικαίῳ, καὶ προσθήσει τοῦ δέχεσθαι. Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου καὶ βουλὴ ἁγίων σύνεσις, τὸ δὲ γνῶναι νόμον διανοίας ἐστὶν ἀγαθῆς· τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ πολὺν ζήσεις χρόνον καὶ προστεθήσεταί σοι ἔτη ζωῆς.

Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα.
(κεφ. 4, 7, 16-5, 7)

Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται· κατακρινεῖ δὲ δίκαιος καμὼν τοὺς ζῶντας ἀσεβεῖς καὶ νεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκον· ὄψονται γὰρ τελευτὴν σοφοῦ καὶ οὐ νοήσουσι τί ἐβουλεύσατο περὶ αὐτοῦ καὶ εἰς τί ἠσφαλίσατο αὐτὸν ὁ Κύριος· ὄψονται καὶ ἐξουθενήσουσιν, αὐτοὺς δὲ ὁ Κύριος ἐκγελάσεται καὶ ἔσονται μετὰ τοῦτο εἰς πτῶμα ἄτιμον καὶ εἰς ὕβριν ἐν νεκροῖς δι’ αἰῶνος, ὅτι ῥήξει αὐτοὺς ἀφώνους πρηνεῖς καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων καὶ ἕως ἐσχάτου χερσωθήσονται καὶ ἔσονται ἐν ὀδύνη καὶ ἡ μνήμη αὑτῶν ἀπολεῖται. Ἐλεύσονται ἐν συλλογισμῷ ἁμαρτημάτων αὑτῶν δειλοὶ καὶ ἐλέγξει αὐτοὺς ἐξ ἐναντίας τὰ ἀνομήματα αὑτῶν. Τότε στήσεται ἐν παῤῥησίᾳ πολλῇ ὁ δίκαιος κατὰ πρόσωπον τῶν θλιψάντων αὐτὸν καὶ τῶν ἀθετούντων τοὺς πόνους αὑτοῦ· ἰδόντες ταραχθήσονται φόβῳ δεινῷ καὶ ἐκστήσονται ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τῆς σωτηρίας, ἐροῦσιν ἐν ἑαυτοῖς μετανοοῦντες καὶ διὰ στενοχωρίαν πνεύματος στενάξονται καὶ ἐροῦσιν· Οὗτος ἦν ὃν ἔσχομέν ποτε εἰς γέλωτα καὶ εἰς παραβολὴν ὀνειδισμοῦ οἱ ἄφρονες· τὸν βίον αὑτοῦ ἐλογισάμεθα μανίαν καὶ τὴν τελευτὴν αὑτοῦ ἄτιμον. Πῶς κατελογίσθη ἐν υἱοῖς Θεοῦ καὶ ἐν ἁγίοις ὁ κλῆρος αὑτοῦ ἐστιν; ἄρα ἐπλανήθημεν ἀπὸ ὁδοῦ ἀληθείας καὶ τὸ τῆς δικαιοσύνης φῶς οὐκ ἔλαμψεν ἡμῖν καὶ ὁ ἥλιος οὐκ ἀνέτειλεν ἡμῖν· ἀνομίας ἐνεπλήσθημεν τρίβοις καὶ ἀπωλείας καὶ διωδεύσαμεν ἐρήμους ἀβάτους, τὴν δὲ ὁδὸν Κυρίου οὐκ ἔγνωμεν.

Εἰς τὴν Λιτήν, Ἰδιόμελα.

Ἦχος α΄.
κούσατε βασιλεῖς καὶ σύνετε· μάθετε δικασταὶ περάτων γῆς[91]· ἐνωτίσατε οἱ κρατοῦντες πλήθους[92], ὅτι ἐδόθη παρὰ Κυρίου, ἡ κράτησις ὑμῖν, καὶ ἡ δυναστεία παρ’ Αὐτοῦ[93]. Διὸ καὶ ὡς ὑπηρέται Αὑτοῦ, κρίνατε ὀρθῶς, φυλάξατε νόμον εὐαγγελικόν, πορεύθητε κατὰ τὴν βουλήν Αὑτοῦ[94], ἵνα μὴ φρικτῶς ἐπιστήσηται ὑμῖν, καὶ κρίσις ἀπότομος γένηται, ὑμῖν τοῖς ὑπερέχουσιν[95]· ὁ γὰρ ἐλάχιστος, σύγγνωστός ἐστι ἐλέους, δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐξετασθήσονται[96]. Ὅτι οὐχ ὑποστελεῖται πρόσωπον[97], ὁ δικαιότατος κριτής, καὶ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἦχος β΄.
Λαμπρὰ καὶ ἀμάραντος, ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία ἐστίν, καὶ θεωρεῖται εὐχερῶς, ὑπὸ τῶν ἀγαπώντων Αὐτήν, καὶ εὑρίσκεται ὑπὸ πάντων, τῶν ζητούντων Αὐτήν[98]· ἐμφανίζεται τοῖς μὴ πειράζουσιν Αὐτήν, καὶ τοῖς μὴ ἀπιστοῦσιν Αὐτῇ[99]. Διὸ καὶ οἱ λαοὶ τῆς οἰκουμένης, οἱ ἐπιθυμοῦντες Αὐτῆς, προσέλθετε πρὸς Αὐτὴν, καὶ ἀπὸ τῶν γεννημάτων Αὑτῆς, ἐμπλήσθητε[100] λέγοντες· Δόξα Σοι Χριστὲ ὁ Θεός, ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Πατρός, ὁ μερίζων τοῖς ἀγαπῶσί Σε ὕπαρξιν[101], κατὰ τὸ μέγα Σου ἔλεος.

Ἦχος γ΄.
Εἰσένεγκε τοὺς πόδας σου, ἡ βασιλεύουσα πόλις, εἰς τὰς πέδας τῆς Σοφίας τοῦ Ὑψίστου, καὶ εἰς τὸν κλοιὸν Αὑτῆς, τὸν τράχηλόν σου[102], καὶ ἔσονταί σοι αἱ πέδες, εἰς σκέπης ἰσχύος, καὶ ὁ κλοιὸς Αὑτῆς, εἰς στολὴν θείας δόξης[103]· ὑπόθες τὸν ὦμόν σου, καὶ βάσταξον Αὐτήν, καὶ τοῖς δεσμοῖς Αὑτῆς μὴ προσοχθίσῃς[104]· καὶ τότε ἡ δόσις παραμενεῖ σοι Αὑτῆς, καὶ ἡ εὐδοκία Αὑτῆς εἰς τὸν αἰῶνα, ἐν σοὶ εὐοδωθήσεται[105].

Ἦχος δ΄.
Μακαρία εἶ σύ, πόλι τῆς Θεοτόκου, ἧς ὁ βασιλεύς σου υἱὸς ἐλευθέρων, καὶ οἱ ἄρχοντές σου πρὸς καιρόν, φάγονται ἐν δυνάμει, καὶ οὐκ αἰσχυνθήσονται[106]. Ἀπολόλυξον ἡ πρὶν ἀνυπονόητος, ὅτι ἐφόρεσας καὶ πάλιν διάδημα[107], ἀναλάμψασα ἐσχάτως, ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς σου[108], τοῦ κρῖναι ἔθνη, καὶ κρατῆσαι λαῶν[109], καὶ ὁμολογῆσαι Χριστόν, τὸν παρέχοντα κόσμῳ, τὸ μέγα ἔλεος.

Δόξα. Ἦχος πλ. α΄.
Δόξαν ἐν ὄχλοις καὶ τιμήν, παρὰ τῇ πρεσβυτέρᾳ, ἔσχες ἡ Νέα[110] Ῥώμῃ, διὰ Σοφίαν Ὑψίστου, Ἣν προέκρινας[111], καὶ ὑπὲρ εὐμορφίαν ἠγάπησας[112]. Ἰδοὺ ἐν ὄψει δυναστῶν θαυμασθήσῃ[113], σιγῶσάν σε περιμενοῦσι, καὶ φθεγγομένῃ προσέξουσι, καὶ ἐπὶ πλεῖον λαλούσης σου, χεῖρα ἐπιθήσουσιν, ἐπὶ τὸ στόμα αὑτῶν[114]· ἕξεις δι’ Αὐτὴν ἀθανασίαν, καὶ μνήμην αἰώνιον, τοῖς μετὰ σὲ ἀπολείψεις[115]· διοικήσεις λαούς, καὶ ἔθνη ὑποταγήσεταί σοι[116]· Εἶδες γάρ, ὅτι ἐστὶ περισσεία Αὐτῇ, ὑπὲρ τὴν ἀφροσύνην, ὡς περισσεία, φωτὸς ὑπὲρ τὸ σκότος[117], καὶ ἐν χερσὶν Αὑτῆς, πλοῦτος ἀναρίθμητος[118] χάριτος, καὶ μέγα ἔλεος.

Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός.
Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε Παρθένε, καὶ δοξάζομέν σε, οἱ πιστοὶ κατὰ χρέος, τὴν πόλιν τὴν ἄσειστον, τὸ τεῖχος τὸ ἄῤῥηκτον, τὴν ἀῤῥαγῆ προστασίαν, καὶ καταφυγὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἀπόστιχα
Ἦχος δ΄. Ἔδωκας σημείωσιν.
Πάρεδρον εὑρίσκειν Σε, πρὸ τῶν πυλῶν μου καὶ σύμβουλον[119], ἀγαθῶν καὶ παραίνεσιν, φροντίδων[120] Σοῦ δέομαι, Ἄνωθεν Σοφία, ἵνα διοικήσω, λαοὺς καὶ ἅπαντα ἐμοί, ὑποταχθῶσιν ἔθνη[121] καὶ τύραννοι, φρικτοί με ὡς ἀκούσαντες, τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων, φοβηθῶσιν ἡ δοῦσά μοι, δυναστείαν καὶ κράτησιν[122].

Στ.: Ἐν καρδίᾳ ἀγαθῇ ἀνδρὸς ἀναπαύσεται Σοφία, ἐν δὲ καρδίᾳ ἀφρόνων οὐ διαγινώσκεται[123].
Κρεῖσσον μετὰ φόβου Σου, μικρὰ μερὶς Σοὶ ἀνέκραζεν, τὸ πιστόν Σου ὑπόλειμμα, ἐν πόλει τεκούσης Σε, ἢ μετ’ ἀφοβίας, θησαυροὶ μεγάλοι[124], ὅμως ἐκράτυνας Χριστέ, ἐσχάτως τοῦτο καὶ μέγα ηὔξησας, προνοίᾳ τῇ ἀφάτῳ Σου, ὅθεν οὐδὲν ἐχρησίμευσεν, ἑαυτοῖς πλῆθος Κύριε, ἀλλοφύλων πολύγονον[125].

Στ.: Δικαιοσύνη ὑψοῖ ἔθνος, ἐλαττονοῦσι δὲ φυλὰς ἁμαρτίαι[126].
σπερ ἐπουράνιον, χάριν βλαστάνουσα ἄμπελος, ἧς τὰ ἄνθη ὑπάρχουσιν, καρπὸς ὡραιότατος, δόξης τε καὶ πλούτου[127], ἐν δεδοξασμένῳ, λαῷ ἐῤῥίζωσας ἡμῶν, καὶ ἐν μερίδι κληρονομίας Σου[128], ἐν τῇ ἠγαπημένῃ Σου, πόλει[129] Σοφία ἀΐδιε, ἡ τὸν οἶνον ἀγάπης Σου, κεραννῦσα[130] τοῖς δούλοις Σου.

Δόξα. Ἦχος ὁ αὐτός.
ς ἀστὴρ ἐωθινός, ἐν μέσῳ νεφελῶν, καὶ ὡς σελήνη πλήρης ἐν ἡμέραις[131], ὡς ἥλιος ἐκλάμπων, καὶ ὡς τόξον φωτίζον, ἐν νεφέλαις δόξης[132], ὡς πῦρ καὶ λίβανος ἐπὶ πυρίου, καὶ ὡς σκεῦος χρυσίου, ὁλοσφύρητον κεκοσμημένον, παντὶ λίθῳ πολυτελεῖ[133], καὶ ὡς ἐλαία ἀναθάλλουσα καρπούς, ὡς κυπάρισσος ὑψουμένη[134], καὶ ὡς μῆλον ἐν τοῖς ξύλοις τοῦ δρυμοῦ[135], οὕτως Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ Ναὸς τῆς δόξης Σου, ἐν ᾧ σήμερον συναθροισθείς, ὁ εὐσεβὴς λαός Σου, εὐγνωμόνως δοξάζει Σε, τὸν ἐλευθερώσαντα τὴν πόλιν ἡμῶν, ἐκ τῆς δουλείας τῶν ἀλλοφύλων, καὶ εὐεργετήσαντα τὸ γένος ἡμῶν.

Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός.
Τὴν θύραν τοῦ ἐλέους σου, Θεοτόκε Πανύμνητε, ἔκρουον ἐν ἐλπίδι, γενεαὶ τῶν ἑλλήνων, ἣν ἐσχάτως ἤνοιξας, ῥυσαμένη τὴν πόλιν σου. Διὸ σοὶ εὐχαριστοῦντες, σὲ κατὰ χρέος μεγαλύνομεν.


Νῦν ἀπολύεις, τὸ Τρισάγιον καὶ τὸ Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ΄. Οἱ μάρτυρές Σου Κύριε.
Σοφία ἐνυπόστατε, Χριστὲ καὶ Λόγε Θεοῦ, τὴν πόλιν περιφρούρησον τῆς Σῆς Πανάγνου, Μητρὸς καὶ στερέωσον, Κύριε εἰς αἰῶνας, τὸν Ναὸν τῆς Σῆς δόξης, τὸν ἐπ’ ὀνόματί Σου, κεκλημένον καὶ ῥύου, τὸ ἔθνος τῶν ἑλλήνων, Χριστὲ ὁ Θεός, πάσης περιστάσεως.

Θεοτοκίον. Ὅμοιον.
Τὰ θεῖα μεγαλεῖά σου, ὡς μνημονεύων τῆς σῆς, προνοίας ὑπὲρ πόλεως τῆς βασιλίδος, ἑλλήνων τὸ δίκαιον, ἔθνος ἀνακηρύττει, καὶ προσάγει σοι γέρας, ἄξιον κατὰ χρέος, ἡ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ᾯ πρέσβευε ἀπαύστως, Παρθένε Ἁγνή, σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Ἐν τῷ Ὄρθρῳ

Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χαρίτων τῶν στέφανον, δέξαι τῇ σῇ κορυφῇ, κλοιόν τε τῶν χρύσεων, περὶ τραχήλῳ τῷ σῷ[136], ἡ πόλις ἡ ἄνασσα· πτόησιν δ’ ἐπελθοῦσαν, καὶ ὁρμὰς ἀλλοφύλου, ἔθνους ἐπερχομένας, μὴ φοβήθητι[137] ἔτι, ἐδόθη γάρ σοι παρὰ Θεοῦ, χάρις καὶ ἔλεος[138].

Δόξα. Ὅμοιον.
Τὸν πόδα σου φύλαξον, ἐν ᾧ ἐὰν πορευθῇς, εἰς τόνδε τὸν ἅγιον, οἶκον καὶ ἴσθι ἐγγύς, ἀκούειν[139] τὰ δόγματα, ἄνωθεν τῆς Σοφίας, τοῦ Πατρὸς ἃ ἐξῆλθεν, κόσμῳ εἰς σωτηρίαν, καὶ ἀπόσχου ὑδάτων, πηγῆς ἀλλοτρίας[140] ὁ λαός, ταύτης τῆς πόλεως.

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
ραία ἡ ὄψις σου, καὶ ἡ φωνή σου Ἁγνή, ἡδεῖα[141] ὡς χείλη σου, κηρίον Νύμφη Θεοῦ, σαφῶς ἀποστάζουσιν· μέλι ὑπὸ τὴν γλῶσσαν, τὴν σεπτήν σου καὶ γάλα[142], καὶ οὐκ ἐστί σοι μῶμος[143], Θεοτόκε Παρθένε, ἡ Μήτηρ Σοφίας καὶ Θεοῦ, Λόγου Ἀμήτορος.


Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
μαστίγωσας Χριστέ, ἐν μυριότητι ἐχθρούς, τοὺς ἡμῶν εἰ καὶ Αὐτός, ἡμᾶς ἐπαίδευσάς ποτε, ἵνα τὴν Σὴν ἀγαθότητα μεριμνήσωμεν[144]. Ὅμως Ἀγαθέ, τὸ δεσπόζειν Σε, κτίσεως ποιεῖ, πάντων φείδεσθαι[145], διὸ πταισμάτων Σῶτερ τοῦ λαοῦ Σου, ἀμνημονεύσας κατοίκτιρον, τὴν οἰκουμένην, διὰ πρεσβείας, τῆς ἀσπόρως τεκούσης Σε.

Δόξα. Ὅμοιον.
Τί θαυμάζεις Σολομών, ὅτι οἰκήτορες τῆς γῆς, τῆς πατρῴας οἱ χρηστοί, πάλιν ἐγένοντο σοφέ, καὶ ἐν αὐτῇ ὑπελείφθη λαὸς ὁ ἄκακος[146], ὅτε ἀπ’ αὐτῆς, ἐξεώσθησαν, ἅρπαγες δεινοί, καὶ παράνομοι[147]; Σὺ γὰρ αὐτὸς λαῷ τῷ τοῦ Κυρίου, εὐηγγελίσω τὰ ῥήματα, ταῦτα ἐμπνεύσει, τῆς προειδυίας, πάντα[148] Θείας Σοφίας.

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Φῶς καὶ λύχνος καὶ ζωῆς, ὁδὸς καὶ ἔλεγχός εἰσιν, αἱ τοῦ νόμου ἐντολαί[149], τοῦ σοῦ Δεσπότου καὶ Υἱοῦ, ὧνπερ ἡ τήρησις τέκμαρ ἐστὶν ἀγάπης[150], Μῆτερ πρὸς Αὐτόν, Ἀειπάρθενε· Σὺ οὖν καὶ ἡμᾶς, καταξίωσον, τοῦ ἀγαπᾶν ἐν ὅλῃ τῇ δυνάμει, τὸν ἡμᾶς Κόρη ποιήσαντα[151], καὶ εὐλαβεῖσθαι, Αὐτὸν ἐν ὅλῃ, τῇ ψυχῇ[152] Θεοτόκε.


Μετὰ τὸν Πολυέλεον, Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Κρείσσων ψωμὸς μεθ’ ἡδονῆς ἐν εἰρήνῃ, ἢ μετὰ μάχης οἶκος πλήρης θυμάτων, Χριστὲ Σωτὴρ ἀδίκων καὶ πολλῶν ἀγαθῶν[153]· ὄθεν πάντες εὐφρανθήσονται, οἱ εἰρήνην βουλόμενοι[154], καὶ οὐκ ὠφελήσουσι, θησαυροὶ τοὺς ἀνόμους[155]. Ταῦτα σοφίας ἄναξ Σολομών, ἐν Παροιμίαις, σαφῶς διετύπωσεν.

Δόξα. Ὅμοιον.
σπερ ὑψοῦται ἀληθῶς ἡ καρδία, πρὸ συντριβῆς καὶ ταπεινοῦται πρὸ δόξης[156], οὕτω λαὸς ἀντίθεος ἰσμαηλιτῶν, ἀλλαζονοχαυλοφλύαρος, συνετρίβη δι’ ἔπαρσιν, πόλις δὲ ἡ ἄνασσα, ῥωμαίων ἐδοξάσθη, ὅτι αὐτὴν Χριστὸς ὁ ταπεινός, ἐν τῇ καρδίᾳ καὶ πρᾶος διέσωσεν.


Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τῶν ἑλλήνων, ἐν τῷ Ναῷ τῆς Παναγίας Σοφίας, τῷ θεοδμήτῳ τούτῳ τε καὶ πανευκλεεῖ, ἅπαντες εὐχαριστήσωμεν, διὰ ῥύσιον ἔλεος, ὅπερ ἐξεπόρισεν, ἐσχάτως Νέᾳ Ῥώμῃ, τῇ βασιλίδι πόλει μητρικῶς, προσδεομένη, Κυρίου ἑκάστοτε.

Τὸ α΄ ἀντίφωνον τοῦ δ΄ ἤχου καὶ τὸ Προκείμενον·
ν καρδίᾳ ἀγαθῇ ἀνδρὸς ἀναπαύσεται Σοφία,
ἐν δὲ καρδίᾳ ἀφρόνων οὐ διαγινώσκεται[157].
Στίχος: Δικαιοσύνη ὑψοῖ ἔθνος, ἐλαττονοῦσι δὲ φυλὰς ἁμαρτίαι[158].

Εὐαγγέλιον: Πατέρων Α΄ Οἰκ. Συν. (Ἰω. 19, 1-13).
Ὁ Ν΄ ψαλμός.
Δόξα. Ταῖς τῶν σῶν ἁγίων...
Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου...

Εἶτα τὸ παρὸν ἰδιόμελον. Ἦχος πλ. δ΄. 
Θεὲ τῶν πατέρων, καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὰ πάντα τῷ λόγῳ Σου[159], δός μοι τὴν τῶν Σῶν, θρόνων πάρεδρον Σοφίαν[160], τὴν εἰδυῖαν τὰ ἔργα Σου, καὶ ἐπισταμένην τί ἀρεστόν, ἐν ὀφθαλμοῖς Σου[161]· ἐξαπόστειλον Αὐτήν, ἐξ ἁγίων οὐρανῶν, καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης Σου, πέμψον Αὐτήν, ἵνα συμπαροῦσά μοι κοπιάσῃ, καὶ γνῶ τί εὐάρεστον, ἐστὶ παρά Σοι[162]· καὶ ὁδηγήσῃ με, τὴν βασιλεύουσαν πόλιν, ἐν πράξεσι σωφρόνως, καὶ φυλάξῃ με ἐν δόξῃ Αὑτῆς[163]· καὶ γένηται προσδεκτὰ τὰ ἔργα μου, καὶ διακρινῶ δικαίως τὸν λαόν Σου, καὶ γενήσομαι ἀξία, θρόνου τοῦ καθιδρύσαντός μου[164]· καὶ ὀρθοτομοῦσα τὰς ὁδούς μου[165], κλίνῃ τὴν καρδίαν μου, οὗ ἐὰν θέλουσα νεύσῃ[166], ὡς ἂν προνοῶ καλὰ ἐνώπιόν Σου, καὶ ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν[167], καὶ ᾖ τεταγμένη ἡ ἡγεμονία μου[168] ἐν πάσῃ τῇ γῇ.

Εἶτα ὁ κανών, οὗ ἡ ἀκροστοιχίς:
«Ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἔσφαξε τὰ Ἑαυτῆς θύματα[169]».

Ἦχος δ΄. ᾨδὴ α΄. Θαλάσσης τὸ ἐρυθραῖον.
δόξης εἰλικρινὴς ἀπόῤῥοια τοῦ Παντοκράτορος, καὶ τῆς Θεοῦ δυνάμεως ἀτμίς[170], καὶ Πατρῴα Σοφία Χριστέ, ἐν τῇ ἀνάσσῃ πόλει Σου, τὴν ἐξουσίαν Σου στερέωσον[171].

Σοφία ἡ τοῦ Πατρὸς τὸν οἶκόν Σου, ἐπιθυμήματος, καὶ θησαυροῦ παντοίου δαψιλῶς, καὶ τὰ ἀποδοχεῖα αὑτοῦ, ἀπὸ τῶν γεννημάτων Σου[172], τοὐτέστιν χάριτός Σου ἔμπλησον.

ν τρόπον ὄνος τῷ κέντρῳ πλήττεται, καὶ ἵππος μάστιγι, οὕτω λαὸν παράνομον Χριστέ, ἀλλοφύλων τυράννων Αὐτός, κολαστικῇ Σου ἔπληξας, ῥάβδῳ[173] οἰκτίρας πόλιν[174] ἄνασσαν.

Θεοτοκίον.
Φρονῆσαι περὶ Κυρίου Δέσποινα, ἐν ἀγαθότητι, καὶ υἱϊκῇ ἁπλότητι Σεμνή, τῆς καρδίας ζητῆσαι Αὐτόν[175], ἵνα εἰρήνην εὕρωμεν[176], ἡμᾶς ἀξίωσον Πανάμωμε.

ᾨδὴ γ΄. Εὐφραίνεται ἐπὶ Σοί.
δέτωσαν οἱ λαοί, τὴν δυναστείαν Σου[177] Χριστὲ κράζοντες, μετὰ φωνῆς ᾄσματος· Οὐκ ἔστι Θεὸς πλήν Σου Κύριε[178].

κοίμητον τὸ ἐν Σοί, φέγγος[179] Σοφία τοῦ Ἀνάρχου Νοός· Σὺ γὰρ Αὑτοῦ εἴρηται, πέλεις ἀκηλίδωτον ἔσοπτρον[180].

Ταπείνωσον σεαυτήν, ὅσῳ μεγάλη εἶ[181] ὡς ἂν δαψιλῶς, εὕρῃς Χριστοῦ ἄφατον, χάριν ἡ τῶν πόλεων ἄνασσα.

Θεοτοκίον.
Οὐκ ἤθελον Ἀγαθή, ἡμῶν οἱ τύραννοι προσέχειν βουλαῖς[182], Χριστοῦ διὸ ἔκειντο, δέσμιοι τοῦ σκότους[183] Πανάμωμε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον ἐκ τοῦ Πατρός, γεννηθέντα ἀῤῥεύστως καὶ ἐκ Μητρός, Παρθένου καὶ Πνεύματος σαρκωθέντα καὶ θάνατον, τῷ Ἑαυτοῦ θανάτῳ πατήσαντα Κύριον, καὶ ἀναστάντα οὕτως ἐκ τάφου τριήμερον, δεῦτε γηθοσύνως, ἀνυμνήσωμεν πάντες, καὶ πίστει προσπέσωμεν, τῷ ἡμᾶς ἀγαπήσαντι, καὶ Αὐτῷ ἐκβοήσωμεν· Δόξα Σοι Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ πταισμάτων ἄφεσιν δωρούμενος, τοῖς σὺν Πατρὶ προσκυνοῦσι, Σὲ Σῶτερ καὶ Πνεύματι.

Δόξα. Ὅμοιον.
Σοφία Ἀνάρχου Θεοῦ Πατρός, ἐκαυχήσατο λέγουσα τοῖς πιστοῖς[184]· Ἐγὼ ἀπὸ στόματος, τοῦ Πατρὸς ἐξελήλυθα, καὶ ὡς ὁμίχλη πᾶσαν τὴν γῆν κατεκάλυψα[185], καὶ οὐρανοῦ ὡς μόνη τὸν γῦρον ἐκύκλωσα, καὶ περιεπάτουν, ἐν ἀβύσσων τῷ βάθει[186], ἕως οὗ ἐζήτησα, ἐξ Ἐκείνου ἀνάπαυσιν[187], ἥν μοι δοὺς ἐνετείλατο· Δεῦρο κατασκήνωσον[188] νῦν, ἐν ἀνάσσῃ πόλει καὶ λειτούργησον, ἐν τῷ ἁγίῳ Ναῷ Σου, κἀκεῖθεν στηρίχθητι[189].

Καὶ νυν. Ὅμοιον.
στις θείων πραγμάτων καταφρονεῖ, ὑπ’ αὐτῶν ὡς ἐλέχθη Μῆτερ Ἁγνή, καταφρονηθήσεται, ὁ δὲ φόβῳ φοβούμενος, τὰς ἐντολὰς[190] Κυρίου Ὃν ἔσχες ἀγκάλαις σου, καὶ Τροφοδότου πάντων καὶ Κτίστου τῆς φύσεως, οὗτος ὑγιαίνει, Θεοτόκε Παρθένε. Διὸ ῥωννυμένη σε, ἀνυμνεῖ ἡ ἑπτάλοφος, βασιλεύουσα πόλις σου, ὅτι ἐν αὐτῇ τὸ πιστόν, μητρικῇ μερίμνῃ σου ὑπόλειμμα, καταφρονῆσαι Κυρίου, τὸν νόμον οὐκ εἴασας.

ᾨδὴ δ΄. Ἐπαρθέντα Σὲ ἰδοῦσα.
πὲρ πᾶσαν θέσιν ἄστρων καὶ τοῦ ἡλίου, εὐπρεπεστέρα εὗρόν Σε, τὴν Θεοῦ Σοφίαν[191], οἱ προκρίνοντές Σε φωτός[192], εἰκότως καὶ κράζοντες· Δόξα τῇ δυνάμει Σου Κύριε.

Θὲς τὰ τέκνα σου ἐν σκέπῃ Θεοῦ Σοφίας[193], καὶ κατὰ χεῖρας ταύτης δέ, πόλι τῆς Παρθένου, στῆσον τὴν σκηνήν σου[194] Χριστῷ, εἰκότως κραυγάζουσα· Δόξα τῇ δυνάμει Σου Κύριε.

ν εὐθέων εὐλογίᾳ ὑψώθη πόλις, καὶ ἀγαθοῖς κατώρθωσε, αὕτη τοῦ δικαίου[195], ἔθνους τῶν ῥωμαίων Χριστέ, εἰκότως Σοὶ κράζοντος· Δόξα τῇ δυνάμει Σου Κύριε.

Θεοτοκίον.
Οὓς ἐσάλευσεν Δεσπότης ἐκ θεμελίων, πρηνεῖς ἀφώνους Ἄχραντε, ῥήξας[196] ἀλλοφύλους, θήρασον τοῦ γνῶναι Αὐτόν, Ἁγνὴ ἵνα ψάλλωσι· Δόξα τῇ δυνάμει Σου Κύριε.

ᾨδὴ ε΄. Σὺ Κύριέ μου φῶς.
πάρχουσα φωτός, ἀϊδίου ἀπαύγασμα[197], καταύγασον τὸν λαόν Σου, ἡ Πατρῴα Σοφία, φωτὶ τῷ ἀνεσπέρῳ Σου.

ξέστησαν ἡμῶν, οἱ πολέμιοι Κύριε, ἐπί γε τῷ παραδόξῳ, τῆς ἡμῶν σωτηρίας, καὶ φόβῳ ἐταράχθησαν[198].

Σοφίαν τοῦ Θεοῦ, ἐν ἐξόδοις ὑμνήσωμεν, πλατείαις τε καὶ ἐπ’ ἄκρων, τῶν τειχέων ἀνάσσης, τῆς πόλεως κηρύξωμεν[199].

Θεοτοκίον.
Φωνὴν ἐν γῇ ἡμῶν, τῆς τρυγόνος ἠκούσαμεν, ἐν ᾗ καὶ τὰ ἄνθη ὤφθη[200], ὡς χειμὼν γὰρ παρῆλθεν[201], δουλείας ἡμῶν Δέσποινα.

ᾨδὴ στ΄. Θύσω Σοι μετὰ φωνῆς.
γιον πολυμερὲς ἀμέριστον βέβαιον, λεπτὸν ὀξὺ σαφὲς Πνεῦμα, ἀσφαλὲς ἀπήμαντον ἐν Σοφίᾳ, τῇ Πατρῴα, μονογενές ἐστι καὶ φιλάγαθον[202].

Ξύλον εἶ τὸ τῆς ζωῆς τῷ ἀντεχομένῳ Σε, καὶ τῷ ἐπερειδομένῳ, ἐπὶ Σὲ Σοφία[203] Πατρὸς τῶν φώτων, τῷ λαῷ Σου, ἐν τῇ ἀνάσσῃ πόλει Σου Κύριε.

στω Σοῦ τὸ θαυμαστὸν καὶ ἅγιον ὄνομα, ἐν φερωνύμῳ Ναῷ Σου, ὦ Ἁγία Σοφία τοῦ εἰσακούειν, τοῦ λαοῦ Σου, τῆς προσευχῆς[204] Χριστὲ Ὑπεράγαθε.

Θεοτοκίον.
Τίσομαι ἐμὸν ἐχθρὸν[205] καθά με ἠδίκησεν, κἀκείνῳ χρήσομαι τρόπον, ὃν ἐχρήσατό μοι· μὴ εἴπης[206] πόλι, τῆς Παρθένου, ὡς δωρεάν σε αὕτη ἐῤῥύσατο.

Κοντάκιον
Ὴχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ναός Σου Κύριε, ἰδοὺ πεπλήρωται δόξης, τοῦτον γὰρ ἐλάμπρυνας, τῷ ἀπροσίτῳ φωτί Σου. Ἄρχοντες, μετὰ ποιμένων καὶ τοῦ λαοῦ Σου, ὕμνον Σοι, εὐχαριστίας προσενεγκόντες, τὴν ὑπέρμαχόν Σου χεῖρα, αἰνοῦσι[207] Σῶτερ, Χριστὲ Σοφία Πατρός.

Εἰς τὸ Συναξάριον
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τῇ τρίτῃ τῶν προεορτίων τῆς μεγάλης πανηγύρεως καὶ ἑορτῆς τοῦ εὐσεβοῦς τῶν ἑλλήνων, ἤτοι ὀρθοδόξων ῥωμαίων, γένους ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, Κωνσταντινουπόλεως καὶ Νέας Ῥώμης, ἐκ τῶν πολυχρονίων δεσμῶν καὶ αἰχμαλωσίας εἰς ἔθνος ἰσμαηλιτῶν, εὐγνωμόνως τῇ ἐνυποστάτῳ Ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς Σοφίᾳ, τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, ἐν τῷ παρικαλλεῖ Ναῷ Αὑτοῦ καὶ πάλιν δοξολογίαν καὶ εὐχαριστίαν προσάγομεν.

δικαιώσας ἔθνος ἠδικημένον καὶ ἐλευθερώσας τὴν πόλιν τῆς Πανάγνου Μητρός Σου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

ᾨδὴ ζ΄. Ἐν τῇ καμίνῳ.
ρχὴ τῆς τρίβου, τῆς ἀγαθῆς τὰ δίκαια τὸ ποιεῖν· ταῦτα γὰρ δεκτὰ δὲ μᾶλλον παρὰ Θεῷ, ἢ τὸ θύειν τὰς θυσίας σου[208], εὐλογημένη πόλι τῆς Ἁγνῆς, Παρθένου καὶ ἄνασσα.

πιθυμήσας, τὴν ἀληθῆ σοφίαν τὰς ἐντολάς, πάσας διατήρει ἵνα αὐτήν Χριστός, χορηγήσῃ σοι[209] καὶ κραύγαζε· εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ Ναῷ, τῆς δόξης Σου Κύριε.

Αἱ ἔξοδοί Σου, Πατρὸς Σοφία ἔξοδοι τῆς ζωῆς, καὶ ἡμῶν τῷ ἔθνει θέλησις παρὰ Σοί, ἡτοιμάσθη[210] τῷ κραυγάζοντι· εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ Ναῷ, τῆς δόξης Σου Κύριε.

Θεοτοκίον.
πὸ τοὺς κλάδους, τῆς Ἀγαθῆς Σοφίας τὸ εὐσεβές, Ἄχραντε ηὐλίσθη[211] ἔθνος ἑλληνικόν, καὶ κατέλυσεν ἐν δόξῃ Αὑτῆς[212], καὶ ἐσκεπάσθη ὅλως ὑπὸ Σοῦ, Ἁγνὴ ἀπὸ καύματος.

ᾨδὴ η΄. Χεῖρας έκπετάσας Δανιήλ.
Τίμα τὴν Σοφίαν τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ δικαίων σου τῶν πόνων πάντοτε[213], ὡς ἂν ληνοί σου ἀναβλύζωσιν, θείῳ οἴνῳ καὶ ταμεῖα σου, πίμπληται σίτῳ πλησμονῆς[214], καὶ βασιλεύσῃς εἰς τὸν αἰῶνα[215], τῆς Θεοτόκου, ἡ πόλις καὶ ἄνασσα.

λθον οἱ πολέμιοι ἡμῶν, εἰς βάθος ἄμετρον κακῶν καὶ ὄνειδος, αὐτοῖς ἐπῆλθεν[216] καὶ ὄλεθρος[217], ὡς γὰρ λόγον οὐ προείλαντο[218], τοῦ Παντοκράτορος Χριστοῦ, ὅθεν οὖν ἔσχον ἐπιτιμίαν, οὗτοι ἐσχάτως, καθὰ ἐλογίσαντο[219].

Σκότος αἱ ὁδοὶ τῶν ἀσεβῶν, καὶ πῶς προσκόπτουσιν αὐτοὶ οὐκ οἴδασι[220], τῶν δὲ δικαίων ὡς εἴρηται, τῷ φωτὶ ὁμοίως λάμπουσι[221], δι’ ὧν καὶ φίλοι οἱ ἐχθροί, γίνονται[222] ὡς ἀνὰ μέσον τρίβων, τούτων Σοφία, Θεοῦ ἀνατρέφεται[223].

Θεοτοκίον.
Θαῦμα τὸ ἐν σοὶ ὅτι Πατρός, Ἀνάρχου ἔτεκες τὴν ἐνυπόστατον, Σοφίαν Ἄχραντε Δέσποινα, ἀπημάντως τὸν Συνάναρχον, Πατρὶ καὶ Πνεύματι Θεόν, Λόγον Χριστὸν Ἰησοῦν Παρθένος, μένουσα πάλιν, Ἁγνὴ Θεονύμφευτε.

ᾨδὴ θ΄. Λίθος ἀχειρότμητος ὄρους.
ψωσας παρὰ τοὺς πλησίον, αὑτοῦ[224] λαὸν τὸν κεκλημένον, ἐπ’ ὀνόματί Σου[225] οἰκτίρας Χριστέ, τὴν πόλιν τοῦ ἁγιάσματός Σου[226], τὴν ἄνασσαν καὶ βλάσφημον, ἔθνος τυράννων οὐκ ἀθῴωσας[227].

Μύστις τῆς Θεοῦ ἐπιστήμης, καὶ τῶν Αὑτοῦ ἔργων αἱρέτις[228], ἐθεολογήθη ἡ ἀειγενής[229], Σοφία Αὑτοῦ ἡ δυναμένη, τὰ πάντα καὶ καινίζουσα[230], πᾶσαν τὴν κτίσιν ὥσπερ γέγραπται.

ρωμεν τὴν μνήμην ἑλλήνων, ἐκ γῆς καὶ ὥσπερ ᾄδης ζῶντας, τούτους καταπίωμεν[231] πολυτελῆ, τὴν κτῆσιν αὐτῶν καταλαβόντες[232]· ματαίως ταῦτα ἔλεγον, ἰσμαηλῖται ἐπαιρόμενοι.

Δόξα. Τριαδικόν.
Τὸν θεμελιώσαντα κόσμον, καὶ ἑτοιμάσαντα φρονήσει, οὐρανοὺς[233] Πατέρα Θεὸν σὺν Αὑτοῦ, τῷ Λόγῳ καὶ Πνεύματι τῷ Θείῳ, ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν, χρεωστικῶς καὶ μεγαλύνομεν.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
παν τῶν ἑλλήνων τὸ γένος, εὐχαριστίαν σοι προσάγον, ὁμοθυμαδὸν Θεοτόκε Ἁγνή, αἰνεῖ τὴν ὑπέρμαχόν σου χεῖρα[234]· ἐῤῥύσω γὰρ τὴν πόλιν σου, ταῖς πρὸς τὸν τόκον σου δεήσεσιν.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

ΤΡΙΤΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (Α ΜΕΡΟΣ)


ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΜΑΚΡΗ, Δρος Θ., Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου


ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ


Νάουσα, 2008-2010 (ΤΗΡΟΥΝΤΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ)


Ἀκολουθία προεόρτιος
ἐν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΝ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΝΙΕΡΟΝ ΟΙΚΟΝ ΑΥΤΗΣ
(ἐκ τῆς σοφιολογικῆς γραμματείας τῆς Π. Δ.)

 
Ἐν τῷ μικρῷ Ἑσπερινῷ

Ἱστῶμεν στίχους δ΄ καὶ ψάλλομεν τὰ ἑξῆς Προσόμοια

 Ἦχος δ΄. Ὁ ἐξ Ὑψίστου κληθείς.
ρχὴ σοφίας ὁ φόβος τοῦ Κυρίου, σύνεσις δὲ εὔθετος ἡ τῶν ἁγίων βουλή, καὶ ἀγαθῆς διανοίας τε, ἐστὶ τὸ γνῶναι, νόμων[1] καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ πλεῖστά σοι, ἔτη προστεθήσεται[2] παρὰ τῆς Ἄνωθεν, Σοφίας ἔθνος ἀνάδελφον, ὡς γὰρ τοῦ βίου, μῆκος καὶ ἔτη ἐν δεξιᾷ Αὑτῆς[3], Ἣν ἐν καρδίᾳ σου ἀνάπαυσον[4], ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀπάντήσῃ σοι[5], ὡς ποτὲ ἐπελθόντων, κατὰ σοῦ τῶν πολεμίων σου.

Δεῦτε ὀπίσω ἐξέλθωμεν Σοφίας, Θείας ἐνεδρεύσαντες ἐν ταῖς εἰσόδοις Αὑτῆς[6], καὶ καταλύσωμεν σύνεγγυς, Αὑτῆς τοῦ οἴκου[7], ἵνα ὡς μήτηρ ἡμᾶς προσδέξηται[8], πάντας καὶ ψωμίζουσα ἄρτον συνέσεως, ἡμᾶς καὶ ὕδωρ ποτίζουσα[9], δικαιοσύνης, ἡμῖν ὡς τέκνοις δοθῇ[10] τοῖς κλίνουσι, γόνυ καρδίας νῦν καὶ σώματος, ἐν Αὑτῆς τῷ Ναῷ καὶ δοξάζουσιν, ὡς φιλάνθρωπον πνεῦμα[11], ἐν συντόνοις Ταύτην ᾄσμασιν.

ς νοσσιαὶ τῆς σοφίας ἐν ἀνθρώποις, ὄντως αἱρετώτεραι χρυσίου[12] οὕτως δέ, ὡς νοσσιὰ Σοῦ τῆς Ἄνωθεν, Χριστὲ Σοφίας, ὅδε ὁ οἶκός Σου αἱρετώτερος, λίθων ἀτιμήτων[13] τε καὶ θησαυρῶν ἐστι, καὶ ἀνακτόρων καὶ οἴκων τε, τῶν μεγιστάνων, θρόνων καὶ σκήπτρων καὶ πλούτου[14] Κύριε, ὡς ἐν αὐτῷ γὰρ ἀπεικάζεται, οὐρανὸς ἐπὶ γῆς καὶ ἡ δόξα Σου, ἡ ὑπέρφατος Σῶτερ, καὶ τὸ θεῖον μεγαλεῖόν Σου.

πὶ καρδίαν σου θές Με ὡς σφραγῖδα, καὶ ἐπὶ βραχίονα[15] ἵνα φυλάξω σε, ἐν δόξῃ καὶ ὁδηγήσω σε, Ἐγὼ σωφρόνως, ἐν πράξεσίν σου[16] καὶ ἀνυψώσω σε, μέσῳ τῶν λαῶν τῆς γῆς καὶ εὐλογήσω σε, καὶ πρὸς Ἐμὲ ἁγιάσω σε[17] καὶ εὐφροσύνην, καὶ στέφανόν τε ἀγαλλιάματος, δωροτελέσω σοι καὶ ὄνομα, τὸ αἰώνιον[18] ἔθνος ἀνάδελφον· ἡ Πατρῴα Σοφία, τοῖς ῥωμαίοις ἐπηγγείλατο.

Δόξα. Ὅμοιον.
Τίς ἀντιστήσεται Σῶτερ κρίματί Σου; τίς δὲ ἐγκαλέσει Σοι Σοφία Ἄνωθεν, κατὰ ἐθνῶν ἃ ἐποίησας, ἀπολωλότων[19]; καὶ βασιλεὺς τοῦ ἀντοφθαλμήσαι Σοι, περὶ ὧν ἐκόλασας τίς δυνηθήσεται[20]; ἡ γὰρ ἰσχύς Σου ἀρχή ἐστι, δικαιοσύνης[21], καὶ τῆς εἰρήνης ἀρχὴ αἱ τρίβοι Σου[22], καὶ αἱ ὁδοί Σου ἃς ἐφύλασσεν, ἀγρυπνοῦν τὸ ἡμέτερον Κύριε, καὶ μακάριον ἔθνος, καθ’ ἡμέραν ἐπὶ θύραις Σου[23].

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Πρὸ συντριβῆς Παναμώμητε ἡγεῖται, ὕβρις καὶ πρὸ πτώματος κακοφροσύνη[24] σαφῶς, ὁ Σολομὼν ἀπεφήνατο, ἐν Παροιμίαις· τοῦτο τὸ ῥῆμα ὡς ἀληθέστατον, ὄντως ὅτι Κύριος οἴκους κατέσπασεν, τῶν ὑβριστῶν καὶ ἐστήριξεν, ὅριον χήρας[25], Μῆτερ τοὐτέστιν ἀνάσσης πόλεως, διὰ πρεσβείας φιλοτέκνου σου, ἐξ ἧς ῥίζας ἐκείνων ἐξέτιλεν, ταπεινοὺς ἐμφυτεύσας[26], ὑμνητὰς πάλιν τῆς δόξης σου.

Ἀπόστιχα

Ἦχος δ΄. Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσιν.
Χθὲς ἐμοὶ καὶ σοὶ σήμερον[27], συντριβὴ καὶ ἀπώλεια, ἔθνος πολεμίων καὶ γὰρ τὸ στόμα σου, ἄωρον πένθος ἐκάλυψεν[28], ὡς φαῦλα κατέσπειρας, καὶ ἐθέρισας κακά[29], καὶ ὀργὴ ἐξεκαύθη σοι[30], τοῦ Κυρίου μου, τοῦ ἐμὲ ῥυσαμένου ἐκ θλιβόντων[31], καὶ δοξάσαντός με πάλιν, Ῥώμην τὴν Νέαν καὶ ἄνασσαν.

Στ.: Ἐν καρδίᾳ ἀγαθῇ ἀνδρὸς ἀναπαύσεται Σοφία, ἐν δὲ καρδίᾳ ἀφρόνων οὐ διαγινώσκεται[32].
Οἱ Σοφίᾳ λατρεύοντες, τῷ Θεῷ λειτουργήσουσιν[33], οἱ δ’ Αὐτῆς κρατοῦντες κληρονομήσουσιν, δόξαν καὶ οὗ εἰσπορεύονται, Αὐτὴν εὐλογήσουσιν[34], καὶ κρινοῦσι τοὺς λαούς, οἱ Αὐτῆς ὑπακούοντες[35], καὶ ὀρθρίζοντες, πρὸς Αὐτὴν ἐμπλησθήσονται τῆς θείας, εὐφροσύνης[36] εἰς αἰῶνας, ὡς ὑπ’ Αὐτῆς ἀγαπώμενοι[37].

Στ.: Δικαιοσύνη ὑψοῖ ἔθνος, ἐλαττονοῦσι δὲ φυλὰς ἁμαρτίαι[38].
Τῆς Σοφίας εἰσάκουσον, τῆς Ἁγίας ἡ ἄνασσα, πόλις καὶ ὡς ῥόδον τὸ ἐπὶ ῥεύματος, ὑγροῦ φυόμενον βλάστησον[39], καὶ ἄνθος ὡς εὔοσμον, κρίνον ἄνθισον ἐν γῇ, καὶ ὡς λίβανος πίστεως, εὐωδίασον, τὴν ὀσμὴν ἣν διάδος[40] οἰκουμένῃ, καὶ μεγάλυνον Δεσπότην, ἐν ταῖς ᾠδαῖς τῶν χειλέων σου[41].

Δόξα. Ὅμοιον.
Σὺν Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι, τὴν βουλὴν κατεσκεύασας, καὶ ἐπεκαλέσω γνῶσιν καὶ ἔννοιαν[42], Χριστὲ Σοφία Ὑπέρσοφε, διὸ ἱκετεύομεν, τὴν ἁγίαν Σου βουλήν, πᾶσιν ἔθνεσιν γνώρισον, καὶ ἐπέβαλε, ἐπ’ αὐτὰ Σοῦ τὸν φόβον[43] ὡς ἂν γνῶσιν, προσκυνῆσαι ἐν Μονάδι, Θεὸν Τριάδα ἀΐδιον.

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
ς εἰσὶν οἱ πλουτίζοντες, ἑαυτοὺς μηδὲν ἔχοντες[44], ὥσπερ Παροιμίαι αἱ Σολομώντιοι, λέγουσιν οὕτως ἐπλούτησαν, οἱ ἅρπαγες πόλεως, τῆς σῆς Ἄχραντε θυμῷ, τοῦ Δεσπότου τῆς κτίσεως· Ἀλλὰ Δέσποινα, ὡς εἰσὶν καὶ οἱ πλούτῳ ταπεινοῦντες, ἑαυτοὺς οὕτω λαός σου, χάριν τὴν σὴν ἐθησαύρισεν[45].

Νῦν ἀπολύεις, τὸ Τρισάγιον,
τὸ Ἀπολυτίκιον ἐκ τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ
καὶ Ἀπόλυσις


Ἐν τῷ μεγάλῳ Ἑσπερινῷ

Ἱστῶμεν στίχους στ΄ καὶ ψάλλομεν τὰ ἑξῆς Ἰδιόμελα

Ἦχος δ΄.
σπερ ἡ σοφία ταπεινοῦ, ἀνυψοῖ τὴν κεφαλὴν αὑτοῦ, καὶ ἐν μέσῳ μεγιστάνων, καθίζει αὐτόν, κατὰ τὸ ῥῆμα Σειράχ[46], οὕτως ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ἀνύψωσεν ἐσχάτως τὴν τὸ πρίν, ταπεινωθεῖσαν ἔνδοξον πόλιν, καθίσασα ὡς ἄνασσαν καὶ πάλιν αὐτήν, ἐν μέσῳ τῶν λαῶν τῆς οἰκουμένης. Ἀλλ’ ὡς δι’ ὧν τις ἁμαρτάνει, διὰ τούτων κολάζεται[47], κατὰ τὸ ῥῆμα Σολομῶντος, οὕτως ἰσμαηλῖται, οἱ αὐτῇ εἰπόντες· Ἐτάσωμεν βασάνῳ αὐτήν[48], καὶ θανάτῳ ἀσχήμονι, καταδικάσωμεν αὐτήν[49]· οὕτω καθὰ ἐλογίσαντο, ἔσχον ἐπιτιμίαν[50], ὅτι οὐκ ἐννόησαν, καὶ οὐκ ἔθεσαν ἐπὶ διανοίᾳ[51], ὅτι χάρις ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς τοῦ Θεοῦ, καὶ μέγα ἔλεος[52].

Οἱ ὑπακούοντες τῆς τοῦ Θεοῦ, Σοφίας οὐκ αἰσχυνθήσονται, καὶ ἐν Αὐτῇ οἱ ἐργαζόμενοι, οὐχ ἁμαρτήσουσιν[53]· οἱ δὲ ἐσθίοντες Αὐτήν, ἔτι πεινάσουσιν, καὶ οἱ πίνοντες Αὐτήν, ἔτι δηψήσουσιν[54]· τὸ γὰρ μνημόσυνον Αὑτῆς, ὑπὲρ τὸ μέλι γλυκύ, καὶ ἡ κληρονομία Αὑτῆς, ὑπὲρ τὸ κηρίον[55]. Δεῦτε οὖν πιστοί, τὴν τοῦ θείου φόβου, καὶ τῆς ὑπερφάτου γνώσεως, καὶ τῆς ὁσίας ἐλπίδος, καὶ τῆς καλῆς ἀγαπήσεως, τὴν μητέρα ἀγαπήσωμεν, ὅτι δίδοται Αὕτη, πᾶσι τοῖς τέκνοις Αὑτῆς[56], μεθ’ Ἧς ἔρχονται ὁμοῦ, πάντα τὰ ἀγαθά[57], καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Τί Σοι ὁμοιώσωμεν, Σοφία Ἀΐδιε τοῦ Θεοῦ Πατρός; χρυσόν; ἀλλ’ οὗτος ἅπας, ψάμμος ὀλίγη ἐν ὄψει Σου· ἄργυρον; ἀλλὰ καὶ αὐτός, ὡς πηλὸς ἐναντίον Σου λογισθήσεται[58]· λίθον ἀτίμητον; ἀλλ’ ἀνεκλιπὴς εἶ, θησαυρὸς ἀνθρώποις[59]· πλοῦτον; ἀλλ’ ἐν τῇ ἀριστερᾷ Σου αὐτός[60]· θρόνον; ἀλλὰ Σὺ βασιλεύεις εἰς τὸν αἰῶνα· ἥλιον; ἀλλ’ εὐπρεπεστέρα ὑπάρχεις αὐτοῦ· ἢ ἆρα τὸ φῶς αὑτοῦ; ἀλλ’ αὐτῷ συγκρινομένη, προτέρα εὑρίσκῃ[61]· Οὐδὲν οὖν ἡγούμεθα ἐν συγκρίσει Σου[62], ὅτι πάντων τῶν ἀγαθῶν ἡγῇ, ὡς γενέτις αὑτῶν[63].

Εἶπον οἱ ἀλλόφυλοι καὶ ἀσεβεῖς· Ἐνεδρεύσωμεν ἑλλήνων, τὸν δίκαιον λαόν, ὅτι δύσχρηστός ἐστιν ἡμῖν, καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν, ὀνειδίζων ἡμᾶς, ὡς παραβάτας τοῦ θείου νόμου, καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν, ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν[64]· ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ, καὶ παῖδα Κυρίου, ἑαυτὸν ὀνομάζει[65]· Δεῦτε κρύψωμεν λοιπόν, αὐτὸν εἰς γῆν ἀδίκως[66], ἐξ ἧς ἄρωμεν τὴν μνήμην αὑτοῦ[67], ἵνα ᾖ ἡ ἰσχὺς ἡμῶν, νόμος δικαιοσύνης[68]· Ταῦτα ἐλογίσαντο καὶ ἐπλανήθησαν, ὅτι ἀπετύφλωσεν αὐτούς[69], ἡ ἀλαζονεία αὑτῶν, καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ[70], τοῦ δι’ ἀκαθαρσίαν ψυχῆς, συντρίψαντος αὐτούς[71], ἡμᾶς δὲ ῥυσαμένου, διὰ μέγα ἔλεος.

Πηγὴ σοφίας ὁ λόγος Σου Κύριε, καὶ αἱ πορεῖαι αὑτῆς, ἐντολαὶ αἰώνιοι[72], καὶ τὸ μεγάλως ἰσχύειν, πάρεστί Σοι πάντοτε[73], ὡς ἐκ μεγαλοσύνης ἰσχύος τὸ ὄνομά Σου[74], καὶ μεγάλη ἡ δυναστεία Σου[75]. Ἀλήθειαν μελετᾶ ὁ φάρυγξ Σου, ἐβδελυγμένα δέ, ἐναντίον Σου χείλη ψευδῆ[76], καὶ οὐδὲν στραγγαλιῶδες ἢ σκολιόν, ἐν ῥήμασι τοῦ στόματός Σου[77]. Διὰ Σοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνην[78]· διὰ Σοῦ μεγιστᾶνες μεγαλύνονται, καὶ τύραννοι κρατοῦσι γῆς[79]. Ἀλλ’ εἰ καὶ αὐτοὶ δοξασθήσωνται, οὐκ ἔστιν αὐτῶν τις μείζων, τοῦ φοβουμένου Σε[80], ᾧ καὶ παρέχεις εὐχερῶς, τὸ ἄφατόν Σου ἔλεος.

γειρας θυμόν, καὶ ἐξέχεας ὀργήν· ἐξῆρας ἀντίδικον καὶ ἐξέτριψας Χριστέ, τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν[81]· ἐδόξασας τὴν χεῖρά Σου, καὶ βραχίονά Σου δεξιόν, ἐνεκαίνισας σημεῖα, τῷ ἔθνει ἡμῶν καὶ ἠλλοίωσας θαυμάσια[82], τῇ πόλει τῆς Μητρός Σου. Εἰσάκουσον τοίνυν, δεήσεως ἱκετῶν Σου[83], ἐν τῷ ἁγίῳ τούτῳ Ναῷ Σου, ὑπὲρ τοῦ δοθῆναι, τῷ κόσμῳ Σου εἰρήνην, λαῷ Σου εὐφροσύνην, ἀλλοφύλοις ἀμνήστευσιν, τῆς αὑτῶν ἁμαρτίας, οἰκουμένῃ ἐπίγνωσιν, τῆς Σῆς ἀληθείας, τοῖς κεκοιμημένοις ἐν Σοὶ τὴν ἀνάπαυσιν, καὶ τοῖς ἀνυμνοῦσί Σε τὸ μέγα ἔλεος.

Δόξα. Ἦχος ὁ αὐτός.
ἐνυπόστατος Σοφία, τοῦ Ἐπουρανίου Πατρός, ᾠκοδόμησεν Ἑαυτῇ, τόνδε τὸν θεόδμητον οἶκον, εἰς πόλιν τὴν ἑπτάλοφον, ἑπτὰ ὑπερείσασα, στύλους[84] χαρίτων τοῦ Πνεύματος· ἔσφαξεν ἐσχάτως, τὰ Ἑαυτῆς θύματα· ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα, οἶνον θεογνωσίας, καὶ ἡτοιμάσατο τὴν Ἑαυτῆς, ἁγίαν τῆς πίστεως τράπεζαν[85]· ἀπέστειλε πρὸς τὴν οἰκουμένην, ἔθνος ῥωμαίων ὀρθόδοξον, συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος, ἐπὶ κρατῆρα λέγουσα[86]· ἐκκλίνατε πρός Με[87] οἱ λαοί, ἔλθετε φάγετε τῶν Ἐμῶν ἄρτων, βρῶσιν οὐκ ἀπολλυμένην, ἀλλ’ εἰς αἰῶνας μένουσαν, καὶ πίετε πόμμα καινόν, τῆς Ἐμῆς ἐπιγνώσεως, ὃ ἐκέρασα ὑμῖν[88]· ἀπολίπετε τὴν ἀφροσύνην τῆς ἀπιστίας, ζητήσατε φρόνησιν ἀληθῆ, καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει, τὴν τῶν ἁγίων σύνεσιν[89]· Ὅτι Ἐγὼ τοὺς Ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ Ἐμὲ ζητοῦντες, εὑρήσουσι χάριν[90], καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός.
ν τῷ Ναῷ τῷ θαυμασίῳ, τῆς Ἁγίας Θεοῦ Σοφίας, συναθροισθέντες Μῆτερ Παρθένε, σὲ ἀνυμνοῦμεν, σὲ δοξάζομεν, καὶ μνημονεύοντες, τῆς ὑπερμάχου στρατηγίας σου, εὐχαριστοῦμέν σοι αἰτούμενοι, τὴν πρὸς τὸν Κύριον πρεσβείαν σου, ὑπὲρ πάσης τῆς οἰκουμένης, καὶ τὴν συνεχῆ σου ἀντίληψιν, ὑπὲρ τοῦ ἔθνους ἡμῶν Πανάμωμε.


Εἴσοδος, Φῶς ἱλαρόν, τὸ Προκείμενον τῆς ἡμέρας
καὶ τὰ Ἀναγνώσματα

Παροιμιῶν τὸ Ἀνάγνωσμα.
(κεφ. 8, 22-30)

Κύριος ἔκτισέ Με ἀρχὴν ὁδῶν Αὑτοῦ εἰς ἔργα Αὑτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ Με ἐν ἀρχῇ, πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι καὶ πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσσους ποιῆσαι, πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, πρὸ τοῦ τὰ ὄρη ἐδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ Με. Κύριος ἐποίησε χώρας καὶ ἀοικήτους καὶ ἄκρα οἰκούμενα τῆς ὑπ’ οὐρανόν. Ἡνίκα ἡτοίμαζε τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην Αὐτῷ, καὶ ὅτε ἀφώριζε τὸν Ἐαυτοῦ θρόνον ἐπ’ ἀνέμων· ἡνίκα ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ ἄνω νέφη, καὶ ὡς ἀσφαλεῖς ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ’ οὐρανὸν ἐν τῷ τιθέναι τῇ θαλάσσῃ ἀκριβασμὸν Αὑτοῦ, καὶ ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἤμην παρ’ Αὐτῷ ἁρμόζουσα. Ἐγὼ ἤμην ᾟ προσέχαιρεν, καθ’ ἡμέραν δὲ εὐφραινόμην ἐν προσώπῳ Αὑτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ. 

Παροιμιῶν τὸ Ἀνάγνωσμα.
(κεφ. 9, 1-11)

Σοφία ᾠκοδόμησεν Ἑαυτῇ οἶκον καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά· ἔσφαξε τὰ Ἑαυτῆς θύματα, ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν Ἑαυτῆς οἶνον καὶ ἠτοιμάσατο τὴν Ἑαυτῆς τράπεζαν· ἀπέστειλε τοὺς Ἑαυτῆς δούλους συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος ἐπὶ κρατῆρα λέγουσα· Ὅς ἐστιν ἄφρων, ἐκκλινάτω πρός Με· καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν εἶπεν· Ἔλθετε φάγετε τῶν Ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν· ἀπολείπετε ἀφροσύνην, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε, καὶ ζητήσατε φρόνησιν, καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει σύνεσιν. Ὁ παιδεύων κακοὺς λήψεται ἑαυτῷ ἀτιμίαν· ἐλέγχων δὲ τὸν ἀσεβῆ μωμήσεται αὐτόν. Μὴ ἔλεγχε κακούς, ἵνα μὴ μισήσωσί σε· ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει σε· δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται· γνώριζε δικαίῳ, καὶ προσθήσει τοῦ δέχεσθαι. Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου καὶ βουλὴ ἁγίων σύνεσις, τὸ δὲ γνῶναι νόμον διανοίας ἐστὶν ἀγαθῆς· τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ πολὺν ζήσεις χρόνον καὶ προστεθήσεταί σοι ἔτη ζωῆς.

Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα.
(κεφ. 4, 7, 16-5, 7)

Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται· κατακρινεῖ δὲ δίκαιος καμὼν τοὺς ζῶντας ἀσεβεῖς καὶ νεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκον· ὄψονται γὰρ τελευτὴν σοφοῦ καὶ οὐ νοήσουσι τί ἐβουλεύσατο περὶ αὐτοῦ καὶ εἰς τί ἠσφαλίσατο αὐτὸν ὁ Κύριος· ὄψονται καὶ ἐξουθενήσουσιν, αὐτοὺς δὲ ὁ Κύριος ἐκγελάσεται καὶ ἔσονται μετὰ τοῦτο εἰς πτῶμα ἄτιμον καὶ εἰς ὕβριν ἐν νεκροῖς δι’ αἰῶνος, ὅτι ῥήξει αὐτοὺς ἀφώνους πρηνεῖς καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων καὶ ἕως ἐσχάτου χερσωθήσονται καὶ ἔσονται ἐν ὀδύνη καὶ ἡ μνήμη αὑτῶν ἀπολεῖται. Ἐλεύσονται ἐν συλλογισμῷ ἁμαρτημάτων αὑτῶν δειλοὶ καὶ ἐλέγξει αὐτοὺς ἐξ ἐναντίας τὰ ἀνομήματα αὑτῶν. Τότε στήσεται ἐν παῤῥησίᾳ πολλῇ ὁ δίκαιος κατὰ πρόσωπον τῶν θλιψάντων αὐτὸν καὶ τῶν ἀθετούντων τοὺς πόνους αὑτοῦ· ἰδόντες ταραχθήσονται φόβῳ δεινῷ καὶ ἐκστήσονται ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τῆς σωτηρίας, ἐροῦσιν ἐν ἑαυτοῖς μετανοοῦντες καὶ διὰ στενοχωρίαν πνεύματος στενάξονται καὶ ἐροῦσιν· Οὗτος ἦν ὃν ἔσχομέν ποτε εἰς γέλωτα καὶ εἰς παραβολὴν ὀνειδισμοῦ οἱ ἄφρονες· τὸν βίον αὑτοῦ ἐλογισάμεθα μανίαν καὶ τὴν τελευτὴν αὑτοῦ ἄτιμον. Πῶς κατελογίσθη ἐν υἱοῖς Θεοῦ καὶ ἐν ἁγίοις ὁ κλῆρος αὑτοῦ ἐστιν; ἄρα ἐπλανήθημεν ἀπὸ ὁδοῦ ἀληθείας καὶ τὸ τῆς δικαιοσύνης φῶς οὐκ ἔλαμψεν ἡμῖν καὶ ὁ ἥλιος οὐκ ἀνέτειλεν ἡμῖν· ἀνομίας ἐνεπλήσθημεν τρίβοις καὶ ἀπωλείας καὶ διωδεύσαμεν ἐρήμους ἀβάτους, τὴν δὲ ὁδὸν Κυρίου οὐκ ἔγνωμεν.

Εἰς τὴν Λιτήν, Ἰδιόμελα.

Ἦχος α΄.
κούσατε βασιλεῖς καὶ σύνετε· μάθετε δικασταὶ περάτων γῆς[91]· ἐνωτίσατε οἱ κρατοῦντες πλήθους[92], ὅτι ἐδόθη παρὰ Κυρίου, ἡ κράτησις ὑμῖν, καὶ ἡ δυναστεία παρ’ Αὐτοῦ[93]. Διὸ καὶ ὡς ὑπηρέται Αὑτοῦ, κρίνατε ὀρθῶς, φυλάξατε νόμον εὐαγγελικόν, πορεύθητε κατὰ τὴν βουλήν Αὑτοῦ[94], ἵνα μὴ φρικτῶς ἐπιστήσηται ὑμῖν, καὶ κρίσις ἀπότομος γένηται, ὑμῖν τοῖς ὑπερέχουσιν[95]· ὁ γὰρ ἐλάχιστος, σύγγνωστός ἐστι ἐλέους, δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐξετασθήσονται[96]. Ὅτι οὐχ ὑποστελεῖται πρόσωπον[97], ὁ δικαιότατος κριτής, καὶ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἦχος β΄.
Λαμπρὰ καὶ ἀμάραντος, ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία ἐστίν, καὶ θεωρεῖται εὐχερῶς, ὑπὸ τῶν ἀγαπώντων Αὐτήν, καὶ εὑρίσκεται ὑπὸ πάντων, τῶν ζητούντων Αὐτήν[98]· ἐμφανίζεται τοῖς μὴ πειράζουσιν Αὐτήν, καὶ τοῖς μὴ ἀπιστοῦσιν Αὐτῇ[99]. Διὸ καὶ οἱ λαοὶ τῆς οἰκουμένης, οἱ ἐπιθυμοῦντες Αὐτῆς, προσέλθετε πρὸς Αὐτὴν, καὶ ἀπὸ τῶν γεννημάτων Αὑτῆς, ἐμπλήσθητε[100] λέγοντες· Δόξα Σοι Χριστὲ ὁ Θεός, ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Πατρός, ὁ μερίζων τοῖς ἀγαπῶσί Σε ὕπαρξιν[101], κατὰ τὸ μέγα Σου ἔλεος.

Ἦχος γ΄.
Εἰσένεγκε τοὺς πόδας σου, ἡ βασιλεύουσα πόλις, εἰς τὰς πέδας τῆς Σοφίας τοῦ Ὑψίστου, καὶ εἰς τὸν κλοιὸν Αὑτῆς, τὸν τράχηλόν σου[102], καὶ ἔσονταί σοι αἱ πέδες, εἰς σκέπης ἰσχύος, καὶ ὁ κλοιὸς Αὑτῆς, εἰς στολὴν θείας δόξης[103]· ὑπόθες τὸν ὦμόν σου, καὶ βάσταξον Αὐτήν, καὶ τοῖς δεσμοῖς Αὑτῆς μὴ προσοχθίσῃς[104]· καὶ τότε ἡ δόσις παραμενεῖ σοι Αὑτῆς, καὶ ἡ εὐδοκία Αὑτῆς εἰς τὸν αἰῶνα, ἐν σοὶ εὐοδωθήσεται[105].

Ἦχος δ΄.
Μακαρία εἶ σύ, πόλι τῆς Θεοτόκου, ἧς ὁ βασιλεύς σου υἱὸς ἐλευθέρων, καὶ οἱ ἄρχοντές σου πρὸς καιρόν, φάγονται ἐν δυνάμει, καὶ οὐκ αἰσχυνθήσονται[106]. Ἀπολόλυξον ἡ πρὶν ἀνυπονόητος, ὅτι ἐφόρεσας καὶ πάλιν διάδημα[107], ἀναλάμψασα ἐσχάτως, ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς σου[108], τοῦ κρῖναι ἔθνη, καὶ κρατῆσαι λαῶν[109], καὶ ὁμολογῆσαι Χριστόν, τὸν παρέχοντα κόσμῳ, τὸ μέγα ἔλεος.

Δόξα. Ἦχος πλ. α΄.
Δόξαν ἐν ὄχλοις καὶ τιμήν, παρὰ τῇ πρεσβυτέρᾳ, ἔσχες ἡ Νέα[110] Ῥώμῃ, διὰ Σοφίαν Ὑψίστου, Ἣν προέκρινας[111], καὶ ὑπὲρ εὐμορφίαν ἠγάπησας[112]. Ἰδοὺ ἐν ὄψει δυναστῶν θαυμασθήσῃ[113], σιγῶσάν σε περιμενοῦσι, καὶ φθεγγομένῃ προσέξουσι, καὶ ἐπὶ πλεῖον λαλούσης σου, χεῖρα ἐπιθήσουσιν, ἐπὶ τὸ στόμα αὑτῶν[114]· ἕξεις δι’ Αὐτὴν ἀθανασίαν, καὶ μνήμην αἰώνιον, τοῖς μετὰ σὲ ἀπολείψεις[115]· διοικήσεις λαούς, καὶ ἔθνη ὑποταγήσεταί σοι[116]· Εἶδες γάρ, ὅτι ἐστὶ περισσεία Αὐτῇ, ὑπὲρ τὴν ἀφροσύνην, ὡς περισσεία, φωτὸς ὑπὲρ τὸ σκότος[117], καὶ ἐν χερσὶν Αὑτῆς, πλοῦτος ἀναρίθμητος[118] χάριτος, καὶ μέγα ἔλεος.

Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός.
Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε Παρθένε, καὶ δοξάζομέν σε, οἱ πιστοὶ κατὰ χρέος, τὴν πόλιν τὴν ἄσειστον, τὸ τεῖχος τὸ ἄῤῥηκτον, τὴν ἀῤῥαγῆ προστασίαν, καὶ καταφυγὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἀπόστιχα
Ἦχος δ΄. Ἔδωκας σημείωσιν.
Πάρεδρον εὑρίσκειν Σε, πρὸ τῶν πυλῶν μου καὶ σύμβουλον[119], ἀγαθῶν καὶ παραίνεσιν, φροντίδων[120] Σοῦ δέομαι, Ἄνωθεν Σοφία, ἵνα διοικήσω, λαοὺς καὶ ἅπαντα ἐμοί, ὑποταχθῶσιν ἔθνη[121] καὶ τύραννοι, φρικτοί με ὡς ἀκούσαντες, τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων, φοβηθῶσιν ἡ δοῦσά μοι, δυναστείαν καὶ κράτησιν[122].

Στ.: Ἐν καρδίᾳ ἀγαθῇ ἀνδρὸς ἀναπαύσεται Σοφία, ἐν δὲ καρδίᾳ ἀφρόνων οὐ διαγινώσκεται[123].
Κρεῖσσον μετὰ φόβου Σου, μικρὰ μερὶς Σοὶ ἀνέκραζεν, τὸ πιστόν Σου ὑπόλειμμα, ἐν πόλει τεκούσης Σε, ἢ μετ’ ἀφοβίας, θησαυροὶ μεγάλοι[124], ὅμως ἐκράτυνας Χριστέ, ἐσχάτως τοῦτο καὶ μέγα ηὔξησας, προνοίᾳ τῇ ἀφάτῳ Σου, ὅθεν οὐδὲν ἐχρησίμευσεν, ἑαυτοῖς πλῆθος Κύριε, ἀλλοφύλων πολύγονον[125].

Στ.: Δικαιοσύνη ὑψοῖ ἔθνος, ἐλαττονοῦσι δὲ φυλὰς ἁμαρτίαι[126].
σπερ ἐπουράνιον, χάριν βλαστάνουσα ἄμπελος, ἧς τὰ ἄνθη ὑπάρχουσιν, καρπὸς ὡραιότατος, δόξης τε καὶ πλούτου[127], ἐν δεδοξασμένῳ, λαῷ ἐῤῥίζωσας ἡμῶν, καὶ ἐν μερίδι κληρονομίας Σου[128], ἐν τῇ ἠγαπημένῃ Σου, πόλει[129] Σοφία ἀΐδιε, ἡ τὸν οἶνον ἀγάπης Σου, κεραννῦσα[130] τοῖς δούλοις Σου.

Δόξα. Ἦχος ὁ αὐτός.
ς ἀστὴρ ἐωθινός, ἐν μέσῳ νεφελῶν, καὶ ὡς σελήνη πλήρης ἐν ἡμέραις[131], ὡς ἥλιος ἐκλάμπων, καὶ ὡς τόξον φωτίζον, ἐν νεφέλαις δόξης[132], ὡς πῦρ καὶ λίβανος ἐπὶ πυρίου, καὶ ὡς σκεῦος χρυσίου, ὁλοσφύρητον κεκοσμημένον, παντὶ λίθῳ πολυτελεῖ[133], καὶ ὡς ἐλαία ἀναθάλλουσα καρπούς, ὡς κυπάρισσος ὑψουμένη[134], καὶ ὡς μῆλον ἐν τοῖς ξύλοις τοῦ δρυμοῦ[135], οὕτως Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ Ναὸς τῆς δόξης Σου, ἐν ᾧ σήμερον συναθροισθείς, ὁ εὐσεβὴς λαός Σου, εὐγνωμόνως δοξάζει Σε, τὸν ἐλευθερώσαντα τὴν πόλιν ἡμῶν, ἐκ τῆς δουλείας τῶν ἀλλοφύλων, καὶ εὐεργετήσαντα τὸ γένος ἡμῶν.

Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός.
Τὴν θύραν τοῦ ἐλέους σου, Θεοτόκε Πανύμνητε, ἔκρουον ἐν ἐλπίδι, γενεαὶ τῶν ἑλλήνων, ἣν ἐσχάτως ἤνοιξας, ῥυσαμένη τὴν πόλιν σου. Διὸ σοὶ εὐχαριστοῦντες, σὲ κατὰ χρέος μεγαλύνομεν.


Νῦν ἀπολύεις, τὸ Τρισάγιον καὶ τὸ Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ΄. Οἱ μάρτυρές Σου Κύριε.
Σοφία ἐνυπόστατε, Χριστὲ καὶ Λόγε Θεοῦ, τὴν πόλιν περιφρούρησον τῆς Σῆς Πανάγνου, Μητρὸς καὶ στερέωσον, Κύριε εἰς αἰῶνας, τὸν Ναὸν τῆς Σῆς δόξης, τὸν ἐπ’ ὀνόματί Σου, κεκλημένον καὶ ῥύου, τὸ ἔθνος τῶν ἑλλήνων, Χριστὲ ὁ Θεός, πάσης περιστάσεως.

Θεοτοκίον. Ὅμοιον.
Τὰ θεῖα μεγαλεῖά σου, ὡς μνημονεύων τῆς σῆς, προνοίας ὑπὲρ πόλεως τῆς βασιλίδος, ἑλλήνων τὸ δίκαιον, ἔθνος ἀνακηρύττει, καὶ προσάγει σοι γέρας, ἄξιον κατὰ χρέος, ἡ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ᾯ πρέσβευε ἀπαύστως, Παρθένε Ἁγνή, σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Ἐν τῷ Ὄρθρῳ

Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χαρίτων τῶν στέφανον, δέξαι τῇ σῇ κορυφῇ, κλοιόν τε τῶν χρύσεων, περὶ τραχήλῳ τῷ σῷ[136], ἡ πόλις ἡ ἄνασσα· πτόησιν δ’ ἐπελθοῦσαν, καὶ ὁρμὰς ἀλλοφύλου, ἔθνους ἐπερχομένας, μὴ φοβήθητι[137] ἔτι, ἐδόθη γάρ σοι παρὰ Θεοῦ, χάρις καὶ ἔλεος[138].

Δόξα. Ὅμοιον.
Τὸν πόδα σου φύλαξον, ἐν ᾧ ἐὰν πορευθῇς, εἰς τόνδε τὸν ἅγιον, οἶκον καὶ ἴσθι ἐγγύς, ἀκούειν[139] τὰ δόγματα, ἄνωθεν τῆς Σοφίας, τοῦ Πατρὸς ἃ ἐξῆλθεν, κόσμῳ εἰς σωτηρίαν, καὶ ἀπόσχου ὑδάτων, πηγῆς ἀλλοτρίας[140] ὁ λαός, ταύτης τῆς πόλεως.

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
ραία ἡ ὄψις σου, καὶ ἡ φωνή σου Ἁγνή, ἡδεῖα[141] ὡς χείλη σου, κηρίον Νύμφη Θεοῦ, σαφῶς ἀποστάζουσιν· μέλι ὑπὸ τὴν γλῶσσαν, τὴν σεπτήν σου καὶ γάλα[142], καὶ οὐκ ἐστί σοι μῶμος[143], Θεοτόκε Παρθένε, ἡ Μήτηρ Σοφίας καὶ Θεοῦ, Λόγου Ἀμήτορος.


Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
μαστίγωσας Χριστέ, ἐν μυριότητι ἐχθρούς, τοὺς ἡμῶν εἰ καὶ Αὐτός, ἡμᾶς ἐπαίδευσάς ποτε, ἵνα τὴν Σὴν ἀγαθότητα μεριμνήσωμεν[144]. Ὅμως Ἀγαθέ, τὸ δεσπόζειν Σε, κτίσεως ποιεῖ, πάντων φείδεσθαι[145], διὸ πταισμάτων Σῶτερ τοῦ λαοῦ Σου, ἀμνημονεύσας κατοίκτιρον, τὴν οἰκουμένην, διὰ πρεσβείας, τῆς ἀσπόρως τεκούσης Σε.

Δόξα. Ὅμοιον.
Τί θαυμάζεις Σολομών, ὅτι οἰκήτορες τῆς γῆς, τῆς πατρῴας οἱ χρηστοί, πάλιν ἐγένοντο σοφέ, καὶ ἐν αὐτῇ ὑπελείφθη λαὸς ὁ ἄκακος[146], ὅτε ἀπ’ αὐτῆς, ἐξεώσθησαν, ἅρπαγες δεινοί, καὶ παράνομοι[147]; Σὺ γὰρ αὐτὸς λαῷ τῷ τοῦ Κυρίου, εὐηγγελίσω τὰ ῥήματα, ταῦτα ἐμπνεύσει, τῆς προειδυίας, πάντα[148] Θείας Σοφίας.

Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Φῶς καὶ λύχνος καὶ ζωῆς, ὁδὸς καὶ ἔλεγχός εἰσιν, αἱ τοῦ νόμου ἐντολαί[149], τοῦ σοῦ Δεσπότου καὶ Υἱοῦ, ὧνπερ ἡ τήρησις τέκμαρ ἐστὶν ἀγάπης[150], Μῆτερ πρὸς Αὐτόν, Ἀειπάρθενε· Σὺ οὖν καὶ ἡμᾶς, καταξίωσον, τοῦ ἀγαπᾶν ἐν ὅλῃ τῇ δυνάμει, τὸν ἡμᾶς Κόρη ποιήσαντα[151], καὶ εὐλαβεῖσθαι, Αὐτὸν ἐν ὅλῃ, τῇ ψυχῇ[152] Θεοτόκε.


Μετὰ τὸν Πολυέλεον, Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Κρείσσων ψωμὸς μεθ’ ἡδονῆς ἐν εἰρήνῃ, ἢ μετὰ μάχης οἶκος πλήρης θυμάτων, Χριστὲ Σωτὴρ ἀδίκων καὶ πολλῶν ἀγαθῶν[153]· ὄθεν πάντες εὐφρανθήσονται, οἱ εἰρήνην βουλόμενοι[154], καὶ οὐκ ὠφελήσουσι, θησαυροὶ τοὺς ἀνόμους[155]. Ταῦτα σοφίας ἄναξ Σολομών, ἐν Παροιμίαις, σαφῶς διετύπωσεν.

Δόξα. Ὅμοιον.
σπερ ὑψοῦται ἀληθῶς ἡ καρδία, πρὸ συντριβῆς καὶ ταπεινοῦται πρὸ δόξης[156], οὕτω λαὸς ἀντίθεος ἰσμαηλιτῶν, ἀλλαζονοχαυλοφλύαρος, συνετρίβη δι’ ἔπαρσιν, πόλις δὲ ἡ ἄνασσα, ῥωμαίων ἐδοξάσθη, ὅτι αὐτὴν Χριστὸς ὁ ταπεινός, ἐν τῇ καρδίᾳ καὶ πρᾶος διέσωσεν.


Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τῶν ἑλλήνων, ἐν τῷ Ναῷ τῆς Παναγίας Σοφίας, τῷ θεοδμήτῳ τούτῳ τε καὶ πανευκλεεῖ, ἅπαντες εὐχαριστήσωμεν, διὰ ῥύσιον ἔλεος, ὅπερ ἐξεπόρισεν, ἐσχάτως Νέᾳ Ῥώμῃ, τῇ βασιλίδι πόλει μητρικῶς, προσδεομένη, Κυρίου ἑκάστοτε.

Τὸ α΄ ἀντίφωνον τοῦ δ΄ ἤχου καὶ τὸ Προκείμενον·
ν καρδίᾳ ἀγαθῇ ἀνδρὸς ἀναπαύσεται Σοφία,
ἐν δὲ καρδίᾳ ἀφρόνων οὐ διαγινώσκεται[157].
Στίχος: Δικαιοσύνη ὑψοῖ ἔθνος, ἐλαττονοῦσι δὲ φυλὰς ἁμαρτίαι[158].

Εὐαγγέλιον: Πατέρων Α΄ Οἰκ. Συν. (Ἰω. 19, 1-13).
Ὁ Ν΄ ψαλμός.
Δόξα. Ταῖς τῶν σῶν ἁγίων...
Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου...

Εἶτα τὸ παρὸν ἰδιόμελον. Ἦχος πλ. δ΄. 
Θεὲ τῶν πατέρων, καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὰ πάντα τῷ λόγῳ Σου[159], δός μοι τὴν τῶν Σῶν, θρόνων πάρεδρον Σοφίαν[160], τὴν εἰδυῖαν τὰ ἔργα Σου, καὶ ἐπισταμένην τί ἀρεστόν, ἐν ὀφθαλμοῖς Σου[161]· ἐξαπόστειλον Αὐτήν, ἐξ ἁγίων οὐρανῶν, καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης Σου, πέμψον Αὐτήν, ἵνα συμπαροῦσά μοι κοπιάσῃ, καὶ γνῶ τί εὐάρεστον, ἐστὶ παρά Σοι[162]· καὶ ὁδηγήσῃ με, τὴν βασιλεύουσαν πόλιν, ἐν πράξεσι σωφρόνως, καὶ φυλάξῃ με ἐν δόξῃ Αὑτῆς[163]· καὶ γένηται προσδεκτὰ τὰ ἔργα μου, καὶ διακρινῶ δικαίως τὸν λαόν Σου, καὶ γενήσομαι ἀξία, θρόνου τοῦ καθιδρύσαντός μου[164]· καὶ ὀρθοτομοῦσα τὰς ὁδούς μου[165], κλίνῃ τὴν καρδίαν μου, οὗ ἐὰν θέλουσα νεύσῃ[166], ὡς ἂν προνοῶ καλὰ ἐνώπιόν Σου, καὶ ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν[167], καὶ ᾖ τεταγμένη ἡ ἡγεμονία μου[168] ἐν πάσῃ τῇ γῇ.

Εἶτα ὁ κανών, οὗ ἡ ἀκροστοιχίς:
«Ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἔσφαξε τὰ Ἑαυτῆς θύματα[169]».

Ἦχος δ΄. ᾨδὴ α΄. Θαλάσσης τὸ ἐρυθραῖον.
δόξης εἰλικρινὴς ἀπόῤῥοια τοῦ Παντοκράτορος, καὶ τῆς Θεοῦ δυνάμεως ἀτμίς[170], καὶ Πατρῴα Σοφία Χριστέ, ἐν τῇ ἀνάσσῃ πόλει Σου, τὴν ἐξουσίαν Σου στερέωσον[171].

Σοφία ἡ τοῦ Πατρὸς τὸν οἶκόν Σου, ἐπιθυμήματος, καὶ θησαυροῦ παντοίου δαψιλῶς, καὶ τὰ ἀποδοχεῖα αὑτοῦ, ἀπὸ τῶν γεννημάτων Σου[172], τοὐτέστιν χάριτός Σου ἔμπλησον.

ν τρόπον ὄνος τῷ κέντρῳ πλήττεται, καὶ ἵππος μάστιγι, οὕτω λαὸν παράνομον Χριστέ, ἀλλοφύλων τυράννων Αὐτός, κολαστικῇ Σου ἔπληξας, ῥάβδῳ[173] οἰκτίρας πόλιν[174] ἄνασσαν.

Θεοτοκίον.
Φρονῆσαι περὶ Κυρίου Δέσποινα, ἐν ἀγαθότητι, καὶ υἱϊκῇ ἁπλότητι Σεμνή, τῆς καρδίας ζητῆσαι Αὐτόν[175], ἵνα εἰρήνην εὕρωμεν[176], ἡμᾶς ἀξίωσον Πανάμωμε.

ᾨδὴ γ΄. Εὐφραίνεται ἐπὶ Σοί.
δέτωσαν οἱ λαοί, τὴν δυναστείαν Σου[177] Χριστὲ κράζοντες, μετὰ φωνῆς ᾄσματος· Οὐκ ἔστι Θεὸς πλήν Σου Κύριε[178].

κοίμητον τὸ ἐν Σοί, φέγγος[179] Σοφία τοῦ Ἀνάρχου Νοός· Σὺ γὰρ Αὑτοῦ εἴρηται, πέλεις ἀκηλίδωτον ἔσοπτρον[180].

Ταπείνωσον σεαυτήν, ὅσῳ μεγάλη εἶ[181] ὡς ἂν δαψιλῶς, εὕρῃς Χριστοῦ ἄφατον, χάριν ἡ τῶν πόλεων ἄνασσα.

Θεοτοκίον.
Οὐκ ἤθελον Ἀγαθή, ἡμῶν οἱ τύραννοι προσέχειν βουλαῖς[182], Χριστοῦ διὸ ἔκειντο, δέσμιοι τοῦ σκότους[183] Πανάμωμε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον ἐκ τοῦ Πατρός, γεννηθέντα ἀῤῥεύστως καὶ ἐκ Μητρός, Παρθένου καὶ Πνεύματος σαρκωθέντα καὶ θάνατον, τῷ Ἑαυτοῦ θανάτῳ πατήσαντα Κύριον, καὶ ἀναστάντα οὕτως ἐκ τάφου τριήμερον, δεῦτε γηθοσύνως, ἀνυμνήσωμεν πάντες, καὶ πίστει προσπέσωμεν, τῷ ἡμᾶς ἀγαπήσαντι, καὶ Αὐτῷ ἐκβοήσωμεν· Δόξα Σοι Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ πταισμάτων ἄφεσιν δωρούμενος, τοῖς σὺν Πατρὶ προσκυνοῦσι, Σὲ Σῶτερ καὶ Πνεύματι.

Δόξα. Ὅμοιον.
Σοφία Ἀνάρχου Θεοῦ Πατρός, ἐκαυχήσατο λέγουσα τοῖς πιστοῖς[184]· Ἐγὼ ἀπὸ στόματος, τοῦ Πατρὸς ἐξελήλυθα, καὶ ὡς ὁμίχλη πᾶσαν τὴν γῆν κατεκάλυψα[185], καὶ οὐρανοῦ ὡς μόνη τὸν γῦρον ἐκύκλωσα, καὶ περιεπάτουν, ἐν ἀβύσσων τῷ βάθει[186], ἕως οὗ ἐζήτησα, ἐξ Ἐκείνου ἀνάπαυσιν[187], ἥν μοι δοὺς ἐνετείλατο· Δεῦρο κατασκήνωσον[188] νῦν, ἐν ἀνάσσῃ πόλει καὶ λειτούργησον, ἐν τῷ ἁγίῳ Ναῷ Σου, κἀκεῖθεν στηρίχθητι[189].

Καὶ νυν. Ὅμοιον.
στις θείων πραγμάτων καταφρονεῖ, ὑπ’ αὐτῶν ὡς ἐλέχθη Μῆτερ Ἁγνή, καταφρονηθήσεται, ὁ δὲ φόβῳ φοβούμενος, τὰς ἐντολὰς[190] Κυρίου Ὃν ἔσχες ἀγκάλαις σου, καὶ Τροφοδότου πάντων καὶ Κτίστου τῆς φύσεως, οὗτος ὑγιαίνει, Θεοτόκε Παρθένε. Διὸ ῥωννυμένη σε, ἀνυμνεῖ ἡ ἑπτάλοφος, βασιλεύουσα πόλις σου, ὅτι ἐν αὐτῇ τὸ πιστόν, μητρικῇ μερίμνῃ σου ὑπόλειμμα, καταφρονῆσαι Κυρίου, τὸν νόμον οὐκ εἴασας.

ᾨδὴ δ΄. Ἐπαρθέντα Σὲ ἰδοῦσα.
πὲρ πᾶσαν θέσιν ἄστρων καὶ τοῦ ἡλίου, εὐπρεπεστέρα εὗρόν Σε, τὴν Θεοῦ Σοφίαν[191], οἱ προκρίνοντές Σε φωτός[192], εἰκότως καὶ κράζοντες· Δόξα τῇ δυνάμει Σου Κύριε.

Θὲς τὰ τέκνα σου ἐν σκέπῃ Θεοῦ Σοφίας[193], καὶ κατὰ χεῖρας ταύτης δέ, πόλι τῆς Παρθένου, στῆσον τὴν σκηνήν σου[194] Χριστῷ, εἰκότως κραυγάζουσα· Δόξα τῇ δυνάμει Σου Κύριε.

ν εὐθέων εὐλογίᾳ ὑψώθη πόλις, καὶ ἀγαθοῖς κατώρθωσε, αὕτη τοῦ δικαίου[195], ἔθνους τῶν ῥωμαίων Χριστέ, εἰκότως Σοὶ κράζοντος· Δόξα τῇ δυνάμει Σου Κύριε.

Θεοτοκίον.
Οὓς ἐσάλευσεν Δεσπότης ἐκ θεμελίων, πρηνεῖς ἀφώνους Ἄχραντε, ῥήξας[196] ἀλλοφύλους, θήρασον τοῦ γνῶναι Αὐτόν, Ἁγνὴ ἵνα ψάλλωσι· Δόξα τῇ δυνάμει Σου Κύριε.

ᾨδὴ ε΄. Σὺ Κύριέ μου φῶς.
πάρχουσα φωτός, ἀϊδίου ἀπαύγασμα[197], καταύγασον τὸν λαόν Σου, ἡ Πατρῴα Σοφία, φωτὶ τῷ ἀνεσπέρῳ Σου.

ξέστησαν ἡμῶν, οἱ πολέμιοι Κύριε, ἐπί γε τῷ παραδόξῳ, τῆς ἡμῶν σωτηρίας, καὶ φόβῳ ἐταράχθησαν[198].

Σοφίαν τοῦ Θεοῦ, ἐν ἐξόδοις ὑμνήσωμεν, πλατείαις τε καὶ ἐπ’ ἄκρων, τῶν τειχέων ἀνάσσης, τῆς πόλεως κηρύξωμεν[199].

Θεοτοκίον.
Φωνὴν ἐν γῇ ἡμῶν, τῆς τρυγόνος ἠκούσαμεν, ἐν ᾗ καὶ τὰ ἄνθη ὤφθη[200], ὡς χειμὼν γὰρ παρῆλθεν[201], δουλείας ἡμῶν Δέσποινα.

ᾨδὴ στ΄. Θύσω Σοι μετὰ φωνῆς.
γιον πολυμερὲς ἀμέριστον βέβαιον, λεπτὸν ὀξὺ σαφὲς Πνεῦμα, ἀσφαλὲς ἀπήμαντον ἐν Σοφίᾳ, τῇ Πατρῴα, μονογενές ἐστι καὶ φιλάγαθον[202].

Ξύλον εἶ τὸ τῆς ζωῆς τῷ ἀντεχομένῳ Σε, καὶ τῷ ἐπερειδομένῳ, ἐπὶ Σὲ Σοφία[203] Πατρὸς τῶν φώτων, τῷ λαῷ Σου, ἐν τῇ ἀνάσσῃ πόλει Σου Κύριε.

στω Σοῦ τὸ θαυμαστὸν καὶ ἅγιον ὄνομα, ἐν φερωνύμῳ Ναῷ Σου, ὦ Ἁγία Σοφία τοῦ εἰσακούειν, τοῦ λαοῦ Σου, τῆς προσευχῆς[204] Χριστὲ Ὑπεράγαθε.

Θεοτοκίον.
Τίσομαι ἐμὸν ἐχθρὸν[205] καθά με ἠδίκησεν, κἀκείνῳ χρήσομαι τρόπον, ὃν ἐχρήσατό μοι· μὴ εἴπης[206] πόλι, τῆς Παρθένου, ὡς δωρεάν σε αὕτη ἐῤῥύσατο.

Κοντάκιον
Ὴχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ναός Σου Κύριε, ἰδοὺ πεπλήρωται δόξης, τοῦτον γὰρ ἐλάμπρυνας, τῷ ἀπροσίτῳ φωτί Σου. Ἄρχοντες, μετὰ ποιμένων καὶ τοῦ λαοῦ Σου, ὕμνον Σοι, εὐχαριστίας προσενεγκόντες, τὴν ὑπέρμαχόν Σου χεῖρα, αἰνοῦσι[207] Σῶτερ, Χριστὲ Σοφία Πατρός.

Εἰς τὸ Συναξάριον
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τῇ τρίτῃ τῶν προεορτίων τῆς μεγάλης πανηγύρεως καὶ ἑορτῆς τοῦ εὐσεβοῦς τῶν ἑλλήνων, ἤτοι ὀρθοδόξων ῥωμαίων, γένους ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, Κωνσταντινουπόλεως καὶ Νέας Ῥώμης, ἐκ τῶν πολυχρονίων δεσμῶν καὶ αἰχμαλωσίας εἰς ἔθνος ἰσμαηλιτῶν, εὐγνωμόνως τῇ ἐνυποστάτῳ Ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς Σοφίᾳ, τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, ἐν τῷ παρικαλλεῖ Ναῷ Αὑτοῦ καὶ πάλιν δοξολογίαν καὶ εὐχαριστίαν προσάγομεν.

δικαιώσας ἔθνος ἠδικημένον καὶ ἐλευθερώσας τὴν πόλιν τῆς Πανάγνου Μητρός Σου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

ᾨδὴ ζ΄. Ἐν τῇ καμίνῳ.
ρχὴ τῆς τρίβου, τῆς ἀγαθῆς τὰ δίκαια τὸ ποιεῖν· ταῦτα γὰρ δεκτὰ δὲ μᾶλλον παρὰ Θεῷ, ἢ τὸ θύειν τὰς θυσίας σου[208], εὐλογημένη πόλι τῆς Ἁγνῆς, Παρθένου καὶ ἄνασσα.

πιθυμήσας, τὴν ἀληθῆ σοφίαν τὰς ἐντολάς, πάσας διατήρει ἵνα αὐτήν Χριστός, χορηγήσῃ σοι[209] καὶ κραύγαζε· εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ Ναῷ, τῆς δόξης Σου Κύριε.

Αἱ ἔξοδοί Σου, Πατρὸς Σοφία ἔξοδοι τῆς ζωῆς, καὶ ἡμῶν τῷ ἔθνει θέλησις παρὰ Σοί, ἡτοιμάσθη[210] τῷ κραυγάζοντι· εὐλογημένος εἶ ἐν τῷ Ναῷ, τῆς δόξης Σου Κύριε.

Θεοτοκίον.
πὸ τοὺς κλάδους, τῆς Ἀγαθῆς Σοφίας τὸ εὐσεβές, Ἄχραντε ηὐλίσθη[211] ἔθνος ἑλληνικόν, καὶ κατέλυσεν ἐν δόξῃ Αὑτῆς[212], καὶ ἐσκεπάσθη ὅλως ὑπὸ Σοῦ, Ἁγνὴ ἀπὸ καύματος.

ᾨδὴ η΄. Χεῖρας έκπετάσας Δανιήλ.
Τίμα τὴν Σοφίαν τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ δικαίων σου τῶν πόνων πάντοτε[213], ὡς ἂν ληνοί σου ἀναβλύζωσιν, θείῳ οἴνῳ καὶ ταμεῖα σου, πίμπληται σίτῳ πλησμονῆς[214], καὶ βασιλεύσῃς εἰς τὸν αἰῶνα[215], τῆς Θεοτόκου, ἡ πόλις καὶ ἄνασσα.

λθον οἱ πολέμιοι ἡμῶν, εἰς βάθος ἄμετρον κακῶν καὶ ὄνειδος, αὐτοῖς ἐπῆλθεν[216] καὶ ὄλεθρος[217], ὡς γὰρ λόγον οὐ προείλαντο[218], τοῦ Παντοκράτορος Χριστοῦ, ὅθεν οὖν ἔσχον ἐπιτιμίαν, οὗτοι ἐσχάτως, καθὰ ἐλογίσαντο[219].

Σκότος αἱ ὁδοὶ τῶν ἀσεβῶν, καὶ πῶς προσκόπτουσιν αὐτοὶ οὐκ οἴδασι[220], τῶν δὲ δικαίων ὡς εἴρηται, τῷ φωτὶ ὁμοίως λάμπουσι[221], δι’ ὧν καὶ φίλοι οἱ ἐχθροί, γίνονται[222] ὡς ἀνὰ μέσον τρίβων, τούτων Σοφία, Θεοῦ ἀνατρέφεται[223].

Θεοτοκίον.
Θαῦμα τὸ ἐν σοὶ ὅτι Πατρός, Ἀνάρχου ἔτεκες τὴν ἐνυπόστατον, Σοφίαν Ἄχραντε Δέσποινα, ἀπημάντως τὸν Συνάναρχον, Πατρὶ καὶ Πνεύματι Θεόν, Λόγον Χριστὸν Ἰησοῦν Παρθένος, μένουσα πάλιν, Ἁγνὴ Θεονύμφευτε.

ᾨδὴ θ΄. Λίθος ἀχειρότμητος ὄρους.
ψωσας παρὰ τοὺς πλησίον, αὑτοῦ[224] λαὸν τὸν κεκλημένον, ἐπ’ ὀνόματί Σου[225] οἰκτίρας Χριστέ, τὴν πόλιν τοῦ ἁγιάσματός Σου[226], τὴν ἄνασσαν καὶ βλάσφημον, ἔθνος τυράννων οὐκ ἀθῴωσας[227].

Μύστις τῆς Θεοῦ ἐπιστήμης, καὶ τῶν Αὑτοῦ ἔργων αἱρέτις[228], ἐθεολογήθη ἡ ἀειγενής[229], Σοφία Αὑτοῦ ἡ δυναμένη, τὰ πάντα καὶ καινίζουσα[230], πᾶσαν τὴν κτίσιν ὥσπερ γέγραπται.

ρωμεν τὴν μνήμην ἑλλήνων, ἐκ γῆς καὶ ὥσπερ ᾄδης ζῶντας, τούτους καταπίωμεν[231] πολυτελῆ, τὴν κτῆσιν αὐτῶν καταλαβόντες[232]· ματαίως ταῦτα ἔλεγον, ἰσμαηλῖται ἐπαιρόμενοι.

Δόξα. Τριαδικόν.
Τὸν θεμελιώσαντα κόσμον, καὶ ἑτοιμάσαντα φρονήσει, οὐρανοὺς[233] Πατέρα Θεὸν σὺν Αὑτοῦ, τῷ Λόγῳ καὶ Πνεύματι τῷ Θείῳ, ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν, χρεωστικῶς καὶ μεγαλύνομεν.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
παν τῶν ἑλλήνων τὸ γένος, εὐχαριστίαν σοι προσάγον, ὁμοθυμαδὸν Θεοτόκε Ἁγνή, αἰνεῖ τὴν ὑπέρμαχόν σου χεῖρα[234]· ἐῤῥύσω γὰρ τὴν πόλιν σου, ταῖς πρὸς τὸν τόκον σου δεήσεσιν.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ