Όταν το 1095 (λόγω των περιπλοκών στη Δυτική Ευρώπη και των σχεδιαζόμενων μεταρρυθμίσεων) ο Πάπας Ουρβανός Β' κάλεσε μια Σύνοδο στην Πλακεντία της Ιταλίας, παραβρέθηκε εκεί και μια αντιπροσωπεία του Αλέξιου Κομνηνού, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια. Το γεγονός αυτό το αρνούνται μερικοί επιστήμονες, αλλά οι σύγχρονοι ερευνητές του προβλήματος αυτού έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πράγματι ο Αλέξιος έστειλε στην Πλακεντία μια έκκληση για βοήθεια.
Φυσικά το γεγονός αυτό δεν υπήρξε η «τελική ώθηση» (όπως λέει ο Sybel) που προκάλεσε την Α' Σταυροφορία. Όπως και πριν, αν ο Αλέξιος ζήτησε βοήθεια στην Πλακεντία, δε σκέφτηκε μια Σταυροφορία. Ο αυτοκράτορας απλά επιθυμούσε την αποστολή μισθοφόρων κατά των Τούρκων, που τα τελευταία τρία χρόνια είχαν εξελιχθεί, με την πετυχημένη τους προώθηση στη Μ. Ασία, σε μια μεγάλη απειλή. Το 1095 περίπου έγινε Σουλτάνος ο Qilij Arslan, ο οποίος έκανε τη Νίκαια πρωτεύουσά του.
Λόγω των επιτυχιών αυτών, δεν αποκλείεται στην Πλακεντία ο Αλέξιος να ζήτησε βοήθεια. Σκοπός του όμως δεν ήταν η Σταυροφορία, αλλά η βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Το αίτημά του έγινε ευνοϊκά δεκτό στην Πλακεντία, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για το γεγονός αυτό. Ένας σύγχρονος ιστορικός παρατηρεί ότι «από τη Σύνοδο της Πλακεντίας μέχρι την άφιξη των Σταυροφόρων στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, οι σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης καλύπτονται από βασανιστικό σκοτάδι» (Duncalf).
Το Νοέμβριο του 1095 συγκροτήθηκε στη Γαλλία η Σύνοδος του Clermont, στη διάρκεια της οποίας συγκεντρώθηκαν τόσο πολλοί άνθρωποι, ώστε δεν υπήρχε στην πόλη χώρος για να μείνουν οι επισκέπτες και το πλήθος έμενε στο ύπαιθρο. Μετά το τέλος της Συνόδου, στη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν μερικά αξιόλογα και αυστηρώς εκκλησιαστικής μορφής ζητήματα, ο Ουρβανός Β' έκανε μια πολύ συγκινητική ομιλία, που το πρωτότυπο κείμενό της έχει χαθεί. Μερικοί από αυτούς που παρακολούθησαν τη Σύνοδο έγραψαν αργότερα, από μνήμης, την ομιλία, αλλά τα κείμενά τους διαφέρουν πολύ το ένα από το άλλο. Αναφερόμενος με θέρμη στους διωγμούς των Χριστιανών των Αγίων Τόπων, ο Πάπας παρότρυνε το πλήθος να οπλιστεί για την απελευθέρωση του Αγίου Τάφου και των Χριστιανών της Ανατολής. Φωνάζοντας «Deus lo volt» (ο Θεός το θέλει) το πλήθος μαζευόταν κοντά στον Πάπα, που πρότεινε την καθιέρωση, σαν έμβλημα των Σταυροφόρων, ένα κόκκινο Σταυρό, που θα έφεραν στον δεξί τους ώμο (από όπου και προήλθε το όνομα «Σταυροφόροι»). Οι Σταυροφόροι πήραν την υπόσχεση ότι θα τους συγχωρεθούν οι αμαρτίες, ότι θα απαλλαγούν από τα χρέη τους και ότι θα προστατευθούν οι ιδιοκτησίες τους στη διάρκεια της απουσίας τους. Δεν υπήρξε καμιά πίεση, αλλά όσοι θα λιποτακτούσαν, θα αφορίζονταν και θα θεωρούνταν ως εκτός νόμου. Από τη Γαλλία ο ενθουσιασμός απλώθηκε στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Μια τεράστια κίνηση προς την Ανατολή σχηματιζόταν, της οποίας η πραγματική έκταση και σημασία δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή στη Σύνοδο του Clermont.
Συνεπώς, η κίνηση που ξεκίνησε από το Clermont για να μεταμορφωθεί σε μια Σταυροφορία, υπήρξε το προσωπικό έργο του Ουρβανού Β', ο οποίος για να πραγματοποιήσει το εγχείρημά του, βρήκε ευνοϊκές συνθήκες στη θρησκευτική και οικονομική ζωή του δεύτερου ήμισυ του 11ου αιώνα.
Ενώ ο κίνδυνος που εγειρόταν απειλητικά στην Μικρά Ασία γινόταν πιο έντονος, η Α' Σταυροφορία αποφασίστηκε, ουσιαστικά, στο Clermont. Τα νέα, σχετικά με την απόφαση αυτή, έφτασαν στον Αλέξιο σαν μια απροσδόκητη και ανησυχαστική έκπληξη, επειδή ποτέ του δεν περίμενε ούτε επιθυμούσε βοήθεια με τη μορφή μιας Σταυροφορίας. Όταν ο Αλέξιος ζήτησε μισθοφόρους από τη Δύση, τους ζήτησε για την προστασία της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή του ίδιου του κράτους. Η ιδέα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων είχε γι’ αυτόν δευτερεύουσα σημασία.
Για το Βυζάντιο δεν υπήρχε κατά τον 11ο αιώνα, το πρόβλημα μιας Σταυροφορίας. Ούτε οι μάζες των ανθρώπων, ούτε ο ίδιος ο αυτοκράτορας διέθεταν θρησκευτικό ενθουσιασμό, ενώ συγχρόνως δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να κηρύξει τη Σταυροφορία. Για το Βυζάντιο το πολιτικό πρόβλημα της διάσωσης του κράτους από τους ανατολικούς και βόρειους εχθρούς του, δεν είχε καμιά σχέση με την εκστρατεία στους Αγίους Τόπους. Η ανατολική αυτοκρατορία είχε γνωρίσει τις δικές της «Σταυροφορίες», δηλαδή τις λαμπρές και νικηφόρες εκστρατείες του Ηράκλειου κατά της Περσίας, τον 7ο αιώνα, οπότε αποδόθηκαν στην αυτοκρατορία οι Άγιοι Τόποι και ο Τίμιος Σταυρός και τις νικηφόρες εκστρατείες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασίλειου Β' εναντίον των Αράβων στη Συρία, όταν οι αυτοκράτορες είχαν σχεδιάσει οριστικά να επανακτήσουν την Ιερουσαλήμ. Το σχέδιο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε για το Βυζάντιο, που τον 11ο αιώνα, υπό την απειλητική πίεση των επιτυχιών των Τούρκων στη Μικρά Ασία, εγκατέλειψε κάθε ελπίδα επανάκτησης των Αγίων Τόπων. Για το Βυζάντιο το πρόβλημα της Παλαιστίνης την εποχή αυτή ετίθετο πολύ αφηρημένα και δεν είχε σχέση με τα ζωτικά ενδιαφέροντα της αυτοκρατορίας. Το 1090-1091 το Βυζάντιο αντιμετώπιζε την καταστροφή και ο Αλέξιος, αφού ζήτησε τη βοήθεια των Δυτικών και έλαβε σε απάντηση την αποστολή των Σταυροφόρων, το μόνο που σκεπτόταν ήταν η σωτηρία της αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος απευθυνόμενος στο γιο και διάδοχό του Ιωάννη γράφει τις εξής ενδιαφέρουσες γραμμές για την Α' Σταυροφορία:
«Δεν θυμάσαι τι μου συνέβη; Δεν σκέπτεσαι και δεν υπολογίζεις την κίνηση της Δύσης στη χώρα αυτή που είχε σαν αποτέλεσμα τον ατιμασμό του μεγαλείου της Νέας Ρώμης και την αξιοπρέπεια του θρόνου;».
Με τα λόγια αυτά του Αλέξιου μπορεί κανείς να συγκρίνει το ακόλουθο απόσπασμα από την «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, που είναι επίσης σχετικό με την Α' Σταυροφορία:
«Έγινε», γράφει η Κομνηνή, «ένας τέτοιος ξεσηκωμός ανδρών και γυναικών που δεν είχε ποτέ άλλοτε παρουσιαστεί. Οι απλόκαρδοι άνθρωποι κινούνταν από την πραγματική επιθυμία να προσκυνήσουν τον Τάφο του Κυρίου μας και να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους, αλλά οι πιο πανούργοι, όπως ο Βοημούνδος και όσοι σκέφτονταν σαν κι αυτόν, είχαν άλλες κρυφές επιδιώξεις. Είχαν δηλαδή την ελπίδα ότι θα έβρισκαν κάποιο τρόπο και κάποια πρόφαση να καταλάβουν την ίδια την πρωτεύουσα».
Τα δύο αυτά αποσπάσματα γραμμένα από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και τη μορφωμένη κόρη του δίνουν μια εξαιρετική εικόνα της πραγματικής στάσης του Βυζαντίου απέναντι στους Σταυροφόρους και της Σταυροφορίας. Κατά τη γνώμη του Αλέξιου οι Σταυροφόροι βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με τους βαρβάρους που απειλούσαν την αυτοκρατορία, δηλαδή τους Τούρκους και τους Πατσινάκους. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει απλώς τους «απλόκαρδους» από τους Σταυροφόρους που πραγματικά επιθυμούσαν να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους. Η ιδέα μιας Σταυροφορίας ήταν απολύτως ξένη προς το πνεύμα του Βυζαντίου στα τέλη του 11ου αιώνα. Μια μόνο επιθυμία κυριαρχούσε στην ηγεσία του Βυζαντίου: να απαλλαγεί από τον καταθλιπτικό κίνδυνο της Ανατολής και του Βορρά. Συνεπώς η Α' Σταυροφορία υπήρξε αποκλειστικό έργο της Δύσης, που είχε κάποια πολιτική σχέση με το Βυζάντιο. Η αλήθεια είναι ότι η Ανατολική αυτοκρατορία έδωσε μερικά στρατεύματα στους Σταυροφόρους, αλλά τα στρατεύματα αυτά του Βυζαντίου δεν προχώρησαν πέρα από τη Μικρά Ασία και δεν έλαβαν μέρος στην κατάκτηση της Συρίας και της Παλαιστίνης.
Την άνοιξη του 1096, χάρη στο κήρυγμα του Πέτρου του Ερημίτη,[1] από το Amiens της Γαλλίας, στον οποίον αποδίδεται (από ένα ιστορικό θρύλο, που τώρα δεν είναι δεκτός) η όλη κίνηση των Σταυροφόρων, μαζεύτηκε στη Γαλλία ένα πλήθος 50.000 φτωχών, κυρίως, ανθρώπων, μικρών ιπποτών και άστεγων αλητών, που άοπλοι σχεδόν βάδιζαν μέσω της Γερμανίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας προς την Κωνσταντινούπολη. Ο ανοργάνωτος αυτός όχλος του Πέτρου δεν αντιλαμβανόταν από ποιες χώρες περνούσε και, ασυνήθιστος στην τάξη και την υπακοή, βάδιζε λεηλατώντας και καταστρέφοντας τη χώρα. Ο Αλέξιος Κομνηνός έμαθε με δυσαρέσκεια το πλησίασμα των Σταυροφόρων, και η δυσαρέσκεια αυτή μεταβλήθηκε σε ανησυχία όταν πληροφορήθηκε τις λεηλασίες και τις καταστροφές που επέφεραν στο δρόμο τους οι Σταυροφόροι. Πλησιάζοντας την πρωτεύουσα οι Σταυροφόροι, ως συνήθως, άρχισαν να λεηλατούν τα περίχωρά της. Ο Αλέξιος Κομνηνός έσπευσε να τους μεταφέρει μέσω του Βοσπόρου στη Μικρά Ασία όπου, κοντά στη Νίκαια, σκοτώθηκαν σχεδόν εύκολα από τους Τούρκους, εκτός από 3.000 που διασώθηκαν. Ο Πέτρος ο Ερημίτης γύρισε στην Κωνσταντινούπολη πριν από την καταστροφή.
Το επεισόδιο του Πέτρου του Ερημίτη και του «στρατού» του υπήρξε ένα είδος εισαγωγής στην Α' Σταυροφορία. Η δυσάρεστη εντύπωση που άφησε ο «στρατός» αυτός προδιάθεσε άσχημα το Βυζάντιο κατά των μεταγενέστερων Σταυροφόρων. Όσον αφορά τους Τούρκους, ύστερα από την εύκολη νίκη τους κατά του στρατού του Πέτρου, ήταν σίγουροι ότι θα νικούσαν και τα υπόλοιπα στρατεύματα των Σταυροφόρων. Το καλοκαίρι του 1096 άρχισε στη Δυτική Ευρώπη μια σχετική με τις Σταυροφορίες κίνηση των δουκών, των κόμηδων και των πριγκίπων, δηλαδή άρχισε η οργάνωση ενός πραγματικού στρατού.
Κανείς από τους άρχοντες της Δύσης δεν πήρε μέρος στη Σταυροφορία. Ο Ερρίκος Δ' της Γερμανίας ήταν τελείως απασχολημένος με τους αγώνες του με τον Πάπα, ο Φίλιππος Α' της Γαλλίας ήταν υπό αφορισμό λόγω του διαζυγίου του με τη νόμιμή του γυναίκα και λόγω του γάμου του με μια άλλη γυναίκα και ο Άγγλος βασιλιάς Γουλιέλμος Β' ο Πυρότριχος ήταν απασχολημένος σ’ ένα συνεχή αγώνα με τους υπηκόους του, την εκκλησία και το λαό, ενώ διατηρούσε συγχρόνως την εξουσία με τρόπο επισφαλή.
Από τους ηγέτες του στρατού των Σταυροφόρων πρέπει να αναφέρουμε τους εξής: Πρώτος είναι ο Γοδεφρείδος (Codfrey de Bouillon), από τη Λωρραίνη, στον οποίον οι μεταγενέστεροι θρύλοι αποδίδουν ένα τόσο ευγενικό χαρακτήρα που δυσκολεύει τον πραγματικό του χαρακτηρισμό. Στην πραγματικότητα υπήρξε ένας γενναίος και ικανός στρατιώτης και ένας θρησκευτικά σκεπτόμενος άνθρωπος που επιθυμούσε με την εκστρατεία αυτή να αποκαταστήσει τις απώλειες που είχε υποστεί στις ευρωπαϊκές του κτήσεις. Οι δυο του αδελφοί έλαβαν κι αυτοί μέρος κι ο ένας από αυτούς, ο Βαλδουίνος, θα γινόταν αργότερα βασιλιάς στα Ιεροσόλυμα. Με την καθοδήγηση του Γοδεφρείδου ο στρατός της Λωρραίνης προχώρησε μπροστά. Ο δούκας της Νορμανδίας Ροβέρτος, γιος του Γουλιέλμου του κατακτητή και αδελφός του βασιλιά της Αγγλίας Γουλιέλμου του Πυρρού, έλαβε μέρος στη Σταυροφορία, χωρίς να ωθείται από θρησκευτικά ελατήρια ή ιπποτικές διαθέσεις, απλά λόγω του ότι δεν ικανοποιείτο από τη μικρή εξουσία που διέθετε στο Δουκάτο του, που, λίγο πριν ξεκινήσει για τη Σταυροφορία, είχε ενεχυριάσει αντί ορισμένου χρηματικού ποσού, στον αδελφό του. Ο Ούγος (Hugues de Vermandois), αδελφός του βασιλιά της Γαλλίας, γεμάτος φιλοδοξίες, απέβλεπε στη δόξα και σε νέες κτήσεις και οι Σταυροφόροι τον εκτιμούσαν πολύ. Ο τραχύς και ευέξαπτος κόμης της Φλάνδρας, Ροβέρτος Β', έλαβε επίσης μέρος στην εκστρατεία και ονομάστηκε γι’ αυτό Ιεροσολυμίτης. Αρχηγοί των τριών στρατιών ήταν ο Ούγος ως αρχηγός του στρατού της Μέσης Γαλλίας και ο Ροβέρτος της Νορμανδίας με το Ροβέρτο της Φλάνδρας ως αρχηγοί των δύο στρατιών της Βόρειας Γαλλίας. Αρχηγός του στρατού της Νότιας Γαλλίας ήταν ο κόμης της Τουλούζης Ραϋμόνδος, ο οποίος ήταν πολύ γνωστός από τους αγώνες του εναντίον των Αράβων στην Ισπανία, ως ικανός ηγέτης και πολύ θρησκευόμενος άνθρωπος. Τελικά, ο ηγεμόνας του Τάραντα Βοημούνδος (γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου) και ο ανεψιός του Ταγκρέδος, που κυβερνούσε το νότιο ιταλικό στρατό των Νορμανδών, δεν είχαν κανένα θρησκευτικό ενδιαφέρον και, καθόλου απίθανο, έλπιζαν να βρουν ευκαιρία για να λύσουν τις διαφορές τους με το Βυζάντιο. Πολύ πιθανόν, ο Βοημούνδος είχε ήδη συγκεντρώσει τις φιλοδοξίες του στην απόκτηση της Αντιόχειας. Οι Νορμανδοί λοιπόν μετέφεραν στη Σταυροφορία έναν καθαρά κοσμικό και πολιτικό παράγοντα που ήταν αντίθετος με την πρώτη ιδέα της κίνησης των Σταυροφόρων. Ο στρατός του Βοημούνδου ήταν ίσως ο πιο καταρτισμένος απ’ όλα τα υπόλοιπα τμήματα των Σταυροφόρων, για μια τέτοια εκστρατεία, «επειδή περιλάμβανε άτομα που είχαν έλθει σ’ επαφή τόσο με τους Σαρακηνούς στη Σικελία, όσο και με τους Βυζαντινούς στη Νότια Ιταλία». Όλα τα στρατεύματα των Σταυροφόρων επιδίωκαν τους δικούς τους σκοπούς και δεν υπήρχε ούτε το γενικό σχέδιο ούτε γενικός αρχηγός. Τον κύριο ρόλο, στην Α' Σταυροφορία, έπαιξε η Γαλλία.
Ένα μέρος του στρατού των Σταυροφόρων πήγε στην Κωνσταντινούπολη μέσω ξηράς και ένα μέσω θάλασσας. Όπως ο «στρατός» του Πέτρου του Ερημίτη έτσι και οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν τα μέρη από τα οποία περνούσαν μεταχειριζόμενοι κάθε είδους βία. Ένας μάρτυρας αυτής της διάβασης των Σταυροφόρων, ο αρχιεπίσκοπος της Βουλγαρίας Θεοφύλακτος εξηγώντας τη σιωπή του, σ’ ένα γράμμα κατηγορεί τους Σταυροφόρους και λέει: «Τα χείλη μου συμπιέζονται. Πρώτα απ’ όλα η διάβαση των Φράγκων ή η εισβολή τους, ή δεν ξέρω πώς μπορεί να την ονομάσει κανείς, μας έχει τόσο πολύ επηρεάσει όλους μας ώστε δεν έχουμε καν αίσθηση του εαυτού μας. Αρκετά έχουμε πιεί το πικρό ποτήρι της εισβολής... Επειδή συνηθίσαμε στη σκληρότητα των Φράγκων, υποφέρουμε πιο εύκολα από πριν τις ατυχίες μας εφόσον ο χρόνος είναι καλός δάσκαλος όλων».
Είναι φανερό ότι ο Αλέξιος Κομνηνός είχε σπουδαίους λόγους να μη εμπιστεύεται τέτοιους υπερασπιστές της ιδέας της Σταυροφορίας. Ο αυτοκράτορας περίμενε ανήσυχα το στρατό των Σταυροφόρων που πλησίαζε απ’ όλες τις πλευρές την πρωτεύουσα και ο οποίος αριθμητικά ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από τους μισθοφόρους που είχε ζητήσει από τη Δύση. Μερικοί ιστορικοί κατηγορούν τον Αλέξιο και τους Βυζαντινούς για απιστία προς τους Σταυροφόρους. Κάτι τέτοιο όμως δεν πρέπει να το αποδεχτούμε, κυρίως αφότου η προσοχή στρέφεται στις λεηλασίες, τη λαφυραγώγηση και τους εμπρησμούς των Σταυροφόρων. Επίσης πρέπει να απορρίψουμε τον αυστηρό και αντι-ιστορικό χαρακτηρισμό του Γίβωνα, ο οποίος λέει ότι θα μπορούσε να συγκρίνει τον αυτοκράτορα Αλέξιο με το τσακάλι που ακολουθεί τα βήματα του λιονταριού και που καταβροχθίζει τα υπολείμματα που αυτό αφήνει. Φυσικά ο Αλέξιος δεν ήταν ο ταπεινός εκείνος άνθρωπος που θα μάζευε ό,τι του άφηναν οι Σταυροφόροι. Ο Αλέξιος αποδείχθηκε ο πολιτικός που κατάλαβε τι απειλή, για την ύπαρξη της αυτοκρατορίας του, αποτελούσαν οι Σταυροφόροι και γι’ αυτό πρώτη του σκέψη ήταν να μεταφέρει το γρηγορότερο τους ανήσυχους και επικίνδυνους «επισκέπτες» του στη Μικρά Ασία, όπου θα ολοκλήρωναν το σκοπό για τον οποίον ήρθαν στην Ανατολή, την καταπολέμηση δηλαδή των απίστων. Μια ατμόσφαιρα αμοιβαίας δυσπιστίας δημιουργείτο μεταξύ των Λατίνων και των Βυζαντινών, στο πρόσωπο των οποίων παρουσιάζονταν όχι μόνον οι σχισματικοί, αλλά και οι πολιτικοί ανταγωνισμοί που επρόκειτο αργότερα να λύσουν τις διαφορές τους με τη δύναμη του ξίφους. Ένας μορφωμένος και καλά καταρτισμένος Έλληνας πατριώτης, του 19ου αιώνα, ο Βικέλας γράφει τα εξής:
«Εμπρός στα μάτια των Δυτικών οι Σταυροφόροι παρουσιάζονται με όλες τις ευγενείς αναλογίες μιας μεγάλης κίνησης που στηρίχθηκε σε καθαρά θρησκευτικά ελατήρια, όταν η Ευρώπη... παρουσιάστηκε σαν ο μέχρι θυσίας υπέρμαχος του Χριστιανισμού και του πολιτισμού, με τη δύναμη των νέων της και τη δόξα της πνευματικής της αυγής. Είναι φυσικό ότι κάποια περηφάνια θα εμπνέει ακόμα κάθε οικογένεια της αριστοκρατίας των Λατίνων που κατάγεται από αυτούς που πολέμησαν κάτω από τη σημαία του Σταυρού. Αλλά όταν οι άνθρωποι της Ανατολής είδαν τα πλήθη των αμαθών βαρβάρων να λαφυραγωγούν και να λεηλατούν τις επαρχίες της χριστιανικής και Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καθώς και τους ανθρώπους που ονομάζονταν υπέρμαχοι της πίστης να σκοτώνουν τους ιερείς του Χριστού με τη δικαιολογία ότι ήταν σχισματικοί, ήταν φυσικό πως θα ξεχνούσαν ότι μια τέτοια κίνηση ξεκίνησε εμπνευσμένη από ένα θρησκευτικό σκοπό και ότι είχε έναν ιδιαίτερο χριστιανικό χαρακτήρα... Η εμφάνιση (των Σταυροφόρων) στο προσκήνιο της ιστορίας είναι η πρώτη πράξη της τελικής τραγωδίας της αυτοκρατορίας».
Ο ειδικός ιστορικός του Αλέξιου Κομνηνού, Chalandon, τείνει να δώσει, εν μέρει τουλάχιστον, σε όλους τους Σταυροφόρους τους χαρακτηρισμούς που δίνει ο Γίβων στους ακολούθους του Πέτρου του Ερημίτη: «Οι κλέφτες», γράφει, «που ακολούθησαν τον Πέτρο τον Ερημίτη ήταν άγρια θηρία δίχως σκοπό και ανθρωπισμό».
Έτσι το 1096 άρχισε η εποχή των Σταυροφοριών που αποδείχθηκε πλούσια σε συνέπειες και πολύ σημαντική τόσο για το Βυζάντιο και την Ανατολή όσο και για τη Δυτική Ευρώπη.
Η πρώτη περιγραφή της εντύπωσης που έκανε στους λαούς της Ανατολής, η έναρξη της κίνησης των Σταυροφόρων προέρχεται από έναν Άραβα ιστορικό του 12ου αιώνα, τον Ibn al-Qalanisi: «Το έτος αυτό (δηλαδή 19 Δεκεμβρίου 1096 έως 8 Δεκεμβρίου 1097)», γράφει ο ιστορικός αυτός, «άρχισαν να φτάνουν διαδοχικές ειδήσεις ότι τα στρατεύματα των Φράγκων εμφανίστηκαν από την κατεύθυνση της θάλασσας της Κωνσταντινούπολης με αμέτρητες δυνάμεις. Επειδή οι ειδήσεις αυτές ακολουθούσαν η μια την άλλη και διαδίδονταν συνεχώς από στόμα σε στόμα, ο λαός άρχισε να ανησυχεί και να ταράσσεται».
Αφού οι Σταυροφόροι μαζεύτηκαν σιγά-σιγά στην Κωνσταντινούπολη, ο Αλέξιος Κομνηνός, θεωρώντας το στρατό τους ως μισθοφόρους, εξέφρασε την επιθυμία να αναγνωριστεί αρχηγός της εκστρατείας και ζήτησε έναν όρκο υποτελείας από τους Σταυροφόρους. Μια τυπική συνθήκη έγινε μεταξύ του Αλέξιου και των ηγετών της Σταυροφορίας, οι οποίοι υποσχέθηκαν να δώσουν στον Αλέξιο κάθε πόλη που θα καταλάμβαναν και που ανήκε πριν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Δυστυχώς οι όροι υπό τους οποίους ορκίστηκαν οι ηγέτες της Σταυροφορίας δεν έχουν διασωθεί στην πρωτότυπή τους μορφή. Κατά πάσα πιθανότητα οι απαιτήσεις του Αλέξιου ήταν διάφορες: ζήτησε την άμεση απόκτηση των περιοχών της Μικράς Ασίας που λίγο πριν είχαν χαθεί μετά την ήττα της αυτοκρατορίας στο Ματζικέρτ (1071) και οι οποίες αποτελούσαν τις προϋποθέσεις της δύναμης και της ασφάλειας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του ελληνικού έθνους. Για τη Συρία και την Παλαιστίνη, που το Βυζάντιο τις είχε χάσει πριν από πολύ καιρό, ο αυτοκράτορας δεν είχε απαιτήσεις, και περιορίστηκε να κρατήσει την επικυριαρχία τους.
Αφού έφτασαν στη Μικρά Ασία οι Σταυροφόροι άρχισαν τη στρατιωτική τους δράση.[2] Ύστερα από μια πολιορκία της Νίκαιας η πόλη αυτή παραδόθηκε τον Ιούνιο του 1097 και με βάση τη συμφωνία που είχε γίνει με τον Αλέξιο, η πόλη διαβιβάστηκε σ’ αυτόν. Η επόμενη νίκη των Σταυροφόρων στο Δορύλαιο (Εσκί-Σεχίρ), ανάγκασε τους Τούρκους να εκκενώσουν το δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας και να αποσυρθούν στο εσωτερικό της χώρας, πράγμα που έδωσε στο Βυζάντιο μια εξαιρετική ευκαιρία να αποκαταστήσει τη δύναμή του στις ακτές της Μικράς Ασίας. Παρά τις φυσικές δυσκολίες, τις κλιματικές συνθήκες και την αντίσταση των Μουσουλμάνων, οι Σταυροφόροι προχωρούσαν μακριά, ανατολικά και ΝΑ. Στην άνω Μεσοποταμία ο Βαλδουίνος κατέλαβε την Έδεσσα όπου γρήγορα ίδρυσε το πριγκιπάτο του, το οποίο έγινε και η πρώτη λατινική επικράτεια της Ανατολής, αλλά κι ένα προπύργιο των Χριστιανών κατά των τουρκικών επιθέσεων. Το παράδειγμα όμως του Βαλδουίνου είχε και την αντίθετη, επικίνδυνη όψη, επειδή ήταν δυνατόν οι άλλοι βαρόνοι να ακολουθήσουν τα παράδειγμά του και να ιδρύσουν ατομικά πριγκιπάτα, τα οποία φυσικά θα αδικούσαν πολύ τον πραγματικό σκοπό της Σταυροφορίας. Αργότερα ο κίνδυνος αυτός έγινε πραγματικότητα.
Μετά από μακροχρόνια και εξαντλητική πολιορκία η κύρια πόλη της Συρίας, η Αντιόχεια (πολύ ισχυρό οχυρό), παραδόθηκε στους Σταυροφόρους και ο δρόμος προς την Ιερουσαλήμ ήταν πλέον ανοικτός. Χάρη όμως στην Αντιόχεια ξέσπασε ένας βίαιος αγώνας μεταξύ των ηγετών των Σταυροφόρων που τέλειωσε όταν ο Βοημούνδος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Βαλδουίνου, έγινε πρίγκιπας της Αντιόχειας. Οι Σταυροφόροι δεν κράτησαν τον όρκο τους ούτε στην Έδεσσα, ούτε στην Αντιόχεια.
Επειδή το μεγαλύτερο μέρος του στρατού παρέμεινε με τους αρχηγούς που ίδρυσαν τα πριγκιπάτα τους, μόνο λίγοι (20.000 έως 25.000) πλησίασαν την Ιερουσαλήμ, όπου έφτασαν εξαντλημένοι και εξασθενημένοι την 1η Ιουνίου 1099. Την εποχή εκείνη, η Ιερουσαλήμ είχε περιέλθει, από τους Σελτζούκους, στα χέρια ενός δυναμικού Χαλίφη της δυναστείας των Φατιμίδων. Ύστερα από μια βίαιη πολιορκία, στις 15 Ιουλίου του 1099, οι Σταυροφόροι πήραν την Αγία Πόλη και επιδόθηκαν σε μια τρομερή σφαγή. Το γνωστό τζαμί του Ομάρ και γενικά όλη η πόλη λεηλατήθηκε από τους Σταυροφόρους, που πήραν μαζί τους πολλούς θησαυρούς. Η χώρα, που αποτελείται από μια στενή παραλιακή λωρίδα, στην περιοχή της Συρίας και της Παλαιστίνης, ονομάστηκε Βασίλειο των Ιεροσολύμων. Ο Γοδεφρείδος, που συγκατατέθηκε να δεχθεί τον τίτλο του υπερασπιστή του Τιμίου Σταυρού, εκλέχτηκε βασιλιάς των Ιεροσολύμων και το νέο αυτό κράτος οργανώθηκε κατά το φεουδαρχικό σύστημα. Για την άμυνα των χωρών που κατακτήθηκαν οργανώθηκαν 3 τάγματα: α) το τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, β) το τάγμα των Ιπποτών του Ναού και γ) το τάγμα των Τευτόνων.
Η Α' Σταυροφορία, που τέλειωσε με τον σχηματισμό του Βασιλείου των Ιεροσολύμων και αρκετών ανεξάρτητων λατινικών κτήσεων στην Ανατολή, δημιούργησε μια πολύπλοκη πολιτική κατάσταση. Το Βυζάντιο, ικανοποιημένο από την εξασθένηση των Τούρκων της Μικράς Ασίας και από την αποκατάσταση της δύναμης της αυτοκρατορίας σε αρκετά μέρη αυτής της χώρας, ανησυχούσε για την εμφάνιση των πριγκιπάτων της Αντιόχειας, της Έδεσσας και της Τρίπολης, που απέβησαν νέοι πολιτικοί εχθροί της αυτοκρατορίας. Η δυσπιστία του Βυζαντίου σιγά-σιγά μεγάλωσε τόσο ώστε, το 12ο αιώνα, δε δίστασε να συμμαχήσει με τους παλιούς του εχθρούς, τους Τούρκους, αρχίζοντας εχθροπραξίες με τους παλιούς του συμμάχους, τους Σταυροφόρους. Με τη σειρά τους οι Σταυροφόροι, που είχαν εγκατασταθεί στις νέες τους επικράτειες και φοβόντουσαν την ενίσχυση της αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία, έκλεισαν επίσης συμμαχία με τους Τούρκους εναντίον του Βυζαντίου. Τον 12ο αιώνα ήταν φανερό ήδη ότι η αρχική ιδέα της Σταυροφορίας είχε τελείως εκφυλιστεί.
Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για μια πλήρη διάσταση μεταξύ του Αλέξιου Κομνηνού και των Σταυροφόρων. Φυσικά ο αυτοκράτορας ήταν πολύ δυσαρεστημένος με το σχηματισμό των λατινικών κτήσεων στην Ανατολή. Παρόλα αυτά δεν αρνήθηκε τη βοήθεια του στους Σταυροφόρους, τους οποίους μετέφερε από την Ανατολή στη Δύση, κατά την επιστροφή τους. Έντονη υπήρξε η διάσταση του αυτοκράτορα προς τον Βοημούνδο, ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη στην Αντιόχεια, σε βάρος των γειτόνων του Τούρκων και της περιοχής του Βυζαντίου. Έτσι η Αντιόχεια έγινε το κέντρο στο οποίο συγκέντρωσε ο Αλέξιος την προσοχή του. Ο Ραϋμόνδος δυσαρεστημένος με την κατάστασή του στην Ανατολή και θεωρώντας κι αυτός τον Βοημούνδο ως τον βασικό αντίπαλό του, πλησίασε περισσότερο τον Αλέξιο, ο οποίος την εποχή αυτή θεωρούσε δευτερεύουσας σημασίας την τύχη της Ιερουσαλήμ.
Ο αγώνας μεταξύ Βοημούνδου και αυτοκράτορα έγινε αναπόφευκτος. Μια ευκαιρία παρουσιάστηκε στον Αλέξιο, όταν ο Βοημούνδος συνελήφθη ξαφνικά από τους Τούρκους, από τον Εμίρη Malik Ghazi, που στα τέλη του 11 αιώνα κατέλαβε την Καππαδοκία, ιδρύοντας εκεί ένα ανεξάρτητο κράτος, το οποίο όμως καταστράφηκε από τους Σελτζούκους το δεύτερο ήμισυ του 12ου αιώνα. Ο Αλέξιος ήρθε σε συνεννόηση με τον Εμίρη για την απόδοση του Βοημούνδου αντί ορισμένου χρηματικού ποσού, αλλά οι συνεννοήσεις δεν καρποφόρησαν. Ο Βοημούνδος ελευθερώθηκε από άλλους και επέστρεψε στην Αντιόχεια. Με βάση τη συμφωνία που είχε κάνει με τους Σταυροφόρους, ο Αλέξιος ζήτησε από τον Βοημούνδο να του δώσει την Αντιόχεια, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε αποφασιστικά να εκπληρώσει το αίτημα του αυτοκράτορα.
Την εποχή αυτή, το 1104, οι Μουσουλμάνοι κέρδισαν μια μεγάλη νίκη κατά του Βοημούνδου και των άλλων Λατίνων πριγκίπων στη Harran, νότια της Έδεσσας. Η ήττα αυτή των Σταυροφόρων κατέστρεψε σχεδόν τις χριστιανικές κτήσεις της Συρίας και αναζωογόνησε τις ελπίδες τόσο του Αλέξιου όσο και των Μουσουλμάνων, οι οποίοι ευχαρίστως έβλεπαν την αναπόφευκτη εξασθένηση του Βοημούνδου. Η μάχη στη Harran κατέστρεψε τα σχέδιά του για την ίδρυση στην Ανατολή, ενός ισχυρού νορμανδικού κράτους και αντιλήφθηκε ότι δε διέθετε αρκετή δύναμη για να πολεμήσει και πάλι εναντίον των Μουσουλμάνων και του αυτοκράτορα. Η περαιτέρω παραμονή του στην Ανατολή του φαινόταν άσκοπη. Ο Βοημούνδος αποφάσισε λοιπόν να καταφέρει ένα κτύπημα κατά της αυτοκρατορίας στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, με τη βοήθεια νέων στρατευμάτων που συνέλεξε στην Ευρώπη. Αφού λοιπόν εμπιστεύθηκε στον ανεψιό του Ταγκρέδο την Αντιόχεια, ο Βοημούνδος έφυγε και ήρθε στην Απουλία. Η Άννα Κομνηνή δίνει μια ενδιαφέρουσα, αν και μυθιστορηματική εικόνα (γραμμένη με χιούμορ) για το πώς, προκειμένου να είναι εξασφαλισμένος από τα βυζαντινά πλοία, ο Βοημούνδος προσποιήθηκε το νεκρό και έφτασε στην Ιταλία μέσα σ’ ένα φέρετρο.
Η επιστροφή του Βοημούνδου στην Ιταλία έγινε δεκτή με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό. Ο λαός τον πλησίαζε, όπως λέει ένας συγγραφέας του Μεσαίωνα, «σαν να επρόκειτο να δει τον ίδιο τον Χριστό».
Έχοντας μαζέψει στρατό ο Βοημούνδος άρχισε τις εχθροπραξίες του εναντίον του Βυζαντίου, με την ενθάρρυνση και του Πάπα. Η εναντίον του Αλέξιου εκστρατεία του, όπως εξηγεί ένας Αρμένιος επιστήμονας, «έπαψε να είναι ένα απλό πολιτικό γεγονός. Τώρα είχε την έγκριση της Εκκλησίας, παίρνοντας έτσι τη μορφή μιας Σταυροφορίας».
Τα στρατεύματα του Βοημούνδου προέρχονταν πιθανόν από τη Γαλλία και την Ιταλία, αν και περιλάμβαναν πολύ πιθανόν Άγγλους, Γερμανούς και Ισπανούς. Το σχέδιό του ήταν να συμπληρώσει την εκστρατεία του 1081, που επιχείρησε ο πατέρας του Ροβέρτος Γυισκάρδος και να κατακτήσει το Δυρράχιο για να πάει μετά, μέσω Θεσσαλονίκης, στην Κωνσταντινούπολη. Η εκστρατεία αυτή όμως δεν πέτυχε. Ο Βοημούνδος νικήθηκε στο Δυρράχιο και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, με ταπεινωτικούς όρους, με τον Αλέξιο. Οι κύριοι όροι της συμφωνίας του Βοημούνδου με τον αυτοκράτορα ήταν οι εξής: Ο Βοημούνδος υποσχόταν να θεωρεί τον εαυτό του υποτελή του Αλέξιου και του γιου του Ιωάννη, να πολεμά εναντίον των εχθρών του αυτοκράτορα και να μεταβιβάσει στον αυτοκράτορα όλες τις περιοχές που ανήκαν πριν, στην αυτοκρατορία. Τα εδάφη που ποτέ δεν ανήκαν στην αυτοκρατορία και που περιήλθαν στην εξουσία του Βοημούνδου, θα έμεναν στην εξουσία του τελευταίου, σαν να του είχαν παραχωρηθεί εκ μέρους του αυτοκράτορα. Επίσης ο Βοημούνδος υποσχέθηκε να πολεμήσει τον ανεψιό του Ταγκρέδο αν αρνιόταν να υποταχθεί στον αυτοκράτορα. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας θα διοριζόταν από τον αυτοκράτορα και θα προερχόταν από πρόσωπα που ανήκαν στην Ανατολική Εκκλησία, έτσι ώστε να μην υπάρχει Λατίνος Πατριάρχης στην Αντιόχεια. Οι πόλεις και οι περιοχές που παραχωρούνται στον Βοημούνδο απαριθμούνται μέσα στη συμφωνία. Το σύμφωνο τελειώνει με τον ιερό (επί του Σταυρού) όρκο του Βοημούνδου, ότι θα εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας.
Με την κατάρρευση των σχεδίων του Βοημούνδου, η θυελλώδης σταδιοδρομία του, η οποία υπήρξε ίσως μοιραία για την κίνηση των Σταυροφόρων, τέλειωσε. Πέθανε στην Απουλία το 1111.
Ο θάνατος του Βοημούνδου έφερε σε δύσκολη θέση τον Αλέξιο, γιατί ο Ταγκρέδος αρνιόταν να εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας του θείου του και δεν ήθελε να διαβιβάσει την Αντιόχεια στον αυτοκράτορα, ο οποίος έπρεπε να αρχίσει πάλι από την αρχή. Το σχέδιο μιας εκστρατείας κατά της Αντιόχειας συζητήθηκε, αλλά δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Ήταν φανερό ότι την εποχή αυτή, η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να αναλάβει έναν τέτοιο δύσκολο αγώνα και ο θάνατος τους Ταγκρέδου δεν διευκόλυνε καθόλου την κατάσταση.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου αφιερώθηκαν κυρίως σε ετήσιους πολέμους με τους Τούρκους της Μικράς Ασίας, που συχνά υπήρξαν επιτυχείς για την αυτοκρατορία.
Στον τομέα της εξωτερικής ζωής της αυτοκρατορίας, ο Αλέξιος πέτυχε ένα πολύ δύσκολο έργο. Πολύ συχνά η δράση του Αλέξιου έχει αντιμετωπιστεί και εκτιμηθεί με βάση τις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους και με βάση της όλης του εξωτερικής πολιτικής. Μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων είναι, αναμφίβολα, άδικη. Σε μια επιστολή του, ο αρχιεπίσκοπος της Βουλγαρίας Θεοφύλακτος, σύγχρονος του Αλέξιου, χρησιμοποιεί τα λόγια ενός Ψαλμού (79:13) και συγκρίνει τη Βουλγαρία με ένα κλήμα, του οποίου τα φρούτα «αποσπώνται από όσους περνούν από κοντά του». Η σύγκριση αυτή, λέει ο Γάλος ιστορικός Chalandon, μπορεί να γίνει και με την Ανατολική αυτοκρατορία της εποχής του Αλεξίου. Όλοι οι γείτονές της προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία της αυτοκρατορίας για να αποκτήσουν μερικές από τις περιοχές της. Οι Νορμανδοί, οι Πατσινάκοι, οι Σελτζούκοι και οι Σταυροφόροι, απείλησαν το Βυζάντιο. Ο Αλέξιος που παρέλαβε το Βυζάντιο σε μια κατάσταση αδυναμίας, πέτυχε να αντισταθεί αποτελεσματικά σε αυτούς, αναβάλλοντας έτσι για αρκετό χρόνο την κατάρρευση του Βυζαντίου. Την εποχή του Αλεξίου, τα σύνορα του κράτους, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία, επεκτάθηκαν και οι εχθροί της αυτοκρατορίας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν παντού, με αποτέλεσμα να αποτελεί η βασιλεία του μια αδιαφιλονίκητη πρόοδο στον τομέα της επέκτασης των κτήσεων του Βυζαντίου. Οι κατηγορίες εναντίον του Αλέξιου για τις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους, πρέπει να εγκαταλειφθούν εφόσον θεωρούμε τον Αλέξιο σαν έναν άρχοντα που υπερασπίστηκε τα συμφέροντα του κράτους του και για τον οποίον οι Δυτικοί, γεμάτοι επιθυμίες για λεηλασίες και λαφυραγωγίες, αποτελούσαν ένα σοβαρό κίνδυνο. Έτσι, στην εξωτερική του πολιτική ο Αλέξιος υπερνίκησε με επιτυχία όλες τις δυσκολίες, ανέπτυξε τη διεθνή θέση της αυτοκρατορίας, επέκτεινε τα όριά της και για ένα χρονικό διάστημα σταμάτησε την πρόοδο των πολυάριθμων εχθρών, που από όλες τις πλευρές, πίεζαν την αυτοκρατορία.
Υποσημειώσεις:
[1] Ο Πέτρος ήταν Γάλλος μοναχός και οι Βυζαντινοί τον έλεγαν «Κουκούπετρο», γιατί ήταν μικρός κι αδύνατος και ντυνόταν με μακρύ ράσο που έφερνε κουκούλα.
[2] Ο αριθμός τους έφτανε τις 500.000. Από αυτούς μόνον οι 100.000 ήταν μάχιμοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν γυναικόπαιδα.