Ο Αρκάδιος ήταν μόλις 17 χρονών όταν ανέβηκε στο θρόνο. Μη έχοντας ούτε την απαραίτητη πείρα ούτε τη δύναμη θέλησης, γρήγορα βρέθηκε υποχείριος των ευνοουμένων του, που διηύθυναν τις υποθέσεις της αυτοκρατορίας με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί τα προσωπικά και κομματικά τους συμφέροντα. Αρχικά επηρέαζε τον αυτοκράτορα ο Ρουφίνος, τον οποίο είχε διορίσει ο Θεοδόσιος, όταν ζούσε, επίτροπο του Αρκαδίου. Ο Ρουφίνος όμως γρήγορα δολοφονήθηκε και, δυο χρόνια αργότερα, ο ευνούχος Ευτρόπιος άρχισε να επηρεάζει τρομερά τον νεαρό αυτοκράτορα. Η γρήγορη ανάδειξη του νέου ευνοούμενου οφείλεται κυρίως στο ότι πέτυχε να παντρέψει τον Αρκάδιο με την Ευδοκία, την κόρη ενός Φράγκου αξιωματικού που υπηρετούσε στο ρωμαϊκό στρατό. Ο Ονόριος, ο μικρότερος αδελφός του Αρκαδίου, είχε τεθεί κάτω από την καθοδήγηση του αρκετά ικανού Στιλίχωνα, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα Γερμανού βαρβάρου που έγινε Ρωμαίος, και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στην αυτοκρατορία στη διάρκεια των αγώνων της εναντίον του λαού του.
Η τακτοποίηση του «Γοτθικού» προβλήματος
Το βασικό πρόβλημα που απασχόλησε το κράτος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, ήταν το Γερμανικό.
Οι Βησιγότθοι, που είχαν εγκατασταθεί στη βόρεια πλευρά της Βαλκανικής χερσονήσου, απέκτησαν ένα νέο ικανό αρχηγό, τον Αλάριχο (395-410). Μόλις ο Αρκάδιος ανέλαβε την εξουσία, ο Αλάριχος εκστράτευσε εναντίον της Θράκης και της Μακεδονίας, απειλώντας ακόμα και την πρωτεύουσα. Η διπλωματική επέμβαση του Ρουφίνου άλλαξε το σχέδιο που είχε ο Αλάριχος εναντίον της Κωνσταντινούπολης και η προσοχή των Γότθων στράφηκε προς την Ελλάδα. Ο Αλάριχος διέσχισε τη Θεσσαλία και έφτασε διαμέσου των Θερμοπυλών στην Κεντρική Ελλάδα.
Οι κάτοικοι της Ελλάδας, την περίοδο αυτή ήταν σχεδόν όλοι Έλληνες του τύπου εκείνου που είχε γνωρίσει ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος. Όπως αναφέρει ο Γρηγορόβιος, η γλώσσα, η θρησκεία, οι συνήθειες και οι νόμοι των προγόνων των Ελλήνων είχαν μείνει σχεδόν αμετάβλητες στις πόλεις και τα χωριά. Και παρά το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός είχε αναγνωριστεί ως η επίσημη θρησκεία του κράτους, ενώ απαγορευόταν η λατρεία των θεών, που ήταν καταδικασμένη να εξαφανιστεί, η αρχαία Ελλάδα είχε ακόμα έκδηλα τα σημεία της ειδωλολατρίας λόγω κυρίως της διατήρησης των μνημείων της αρχαιότητας.
Στο διάβα τους οι Γότθοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Αττική και τη Βοιωτία. Ο Πειραιάς έπεσε στα χέρια των βαρβάρων, οι οποίοι όμως, ευτυχώς δεν κατέστρεψαν την Αθήνα. Ο ειδωλολάτρης ιστορικός του 5ου αιώνα Ζώσιμος διηγείται το μύθο ότι ο Αλάριχος, ενώ πολιορκούσε τα τείχη των Αθηνών με το στρατό του, είδε τη θεά Αθηνά οπλισμένη και τον ήρωα της Τροίας Αχιλλέα να στέκονται μπροστά στο τείχος. Η έκπληξη που προκάλεσε στον Αλάριχο αυτή η εμφάνιση υπήρξε μεγάλη και είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί η ιδέα της επίθεσης κατά των Αθηνών. Η Πελοπόννησος υπέφερε πολύ από την εισβολή των Γότθων, οι οποίοι λεηλάτησαν την Κόρινθο, το Άργος, τη Σπάρτη και πολλές άλλες πόλεις. Ο Στηλίχων αποφάσισε να υπερασπιστεί την Ελλάδα και αποβιβάστηκε με το στρατό του στον Κορινθιακό κόλπο, στον Ισθμό, αποκόπτοντας έτσι την υποχώρηση του Αλάριχου, ο οποίος τότε στράφηκε προς τα βόρεια για να φτάσει με μεγάλη δυσκολία στην Ήπειρο. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος δεν ντράπηκε να τιμήσει τον άνθρωπο που λεηλάτησε τις ελληνικές επαρχίες της αυτοκρατορίας με τον στρατιωτικό τίτλο του Magister militum per Illyricum. Ύστερα από αυτό, ο Αλάριχος έπαψε να απειλεί την ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας και στράφηκε κυρίως προς την Ιταλία.
Εκτός όμως από την απειλή των Γότθων στη Βαλκανική χερσόνησο και την Ελλάδα, έχουμε την επίδρασή τους στην πρωτεύουσα, από την εποχή του Μεγάλου Θεοδόσιου, όπου οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τις πιο αξιόλογες θέσεις του στρατού και της διοίκησης.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αρκάδιος, οι Γερμανοί αποτελούσαν το πιο δυναμικό κόμμα της πρωτεύουσας με αρχηγό έναν από τους εκλεκτούς στρατηγούς του αυτοκρατορικού στρατού, τον Γότθο Γαϊνά, ο οποίος συγκέντρωσε γύρω του στρατιώτες γοτθικής προέλευσης και αντιπροσώπους της τοπικής φιλογερμανικής κίνησης. Το αδύνατο όμως σημείο των Γερμανών υπήρξε το γεγονός ότι ήταν οπαδοί του Αρείου. Δεύτερο σε δύναμη, κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Αρκαδίου, ήταν το κόμμα του δυναμικού ευνούχου Ευτρόπιου, ο οποίος είχε την υποστήριξη πολλών φιλόδοξων κολάκων, που ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν μόνο γιατί είχε τη δυνατότητα να τους βοηθάει στην ικανοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων. Ο Γαϊνάς και ο Ευτρόπιος δεν μπορούσαν φυσικά να ζουν μαζί ειρηνικά, εφόσον ο ένας συναγωνιζόταν τον άλλον για την κατάκτηση της εξουσίας. Εκτός όμως από αυτά τα δύο κόμματα, υπήρξε κατά τους ιστορικούς και τρίτο πολιτικό κόμμα με εχθρικές διαθέσεις τόσο για τους Γερμανούς, όσο και για τον Ευτρόπιο και με μέλη συγκλητικούς, υπουργούς και την πλειονότητα του κλήρου. Το κόμμα αυτό αντιπροσώπευε την εθνικιστική και θρησκευτική ιδεολογία, η οποία ήταν αντίθετη προς τη συνεχώς αυξανόμενη επιρροή των ξένων και των βαρβάρων. Φυσικά η κίνηση αυτή, που αρχηγός της ήταν ο Αυρηλιανός, αρνήθηκε να δώσει την υποστήριξή της στον τραχύ αριβίστα Ευτρόπιο.
Πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν πλήρη επίγνωση της απειλής των Γερμανών. Η ίδια η κυβέρνηση είχε συνείδηση του κινδύνου. Ένα αξιόλογο κείμενο, το οποίο έχει διασωθεί, μας παρουσιάζει με έντονο τρόπο πώς ορισμένες κοινωνικές τάξεις αντέδρασαν στο γερμανικό πρόβλημα. Το κείμενο αυτό αποτελεί μια πραγματεία του Συνέσιου με τίτλο «Η δύναμη του αυτοκράτορα» ή «περί βασιλείας», που δόθηκε ή διαβιβάστηκε στον Αρκάδιο. Ο Συνέσιος, που καταγόταν από την Κυρήνη της Β. Αφρικής, ήταν ένας πολύ μορφωμένος νεοπλατωνικός που δέχτηκε τον Χριστιανισμό. Το 399 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη να παρακαλέσει τον αυτοκράτορα για την ελάττωση των φόρων της πόλης του και αργότερα, όταν γύρισε στην πατρίδα του, έγινε επίσκοπος της Βορειο-αφρικανικής Πτολεμαΐδας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη ο Συνέσιος διαπίστωσε πολύ καλά τη γερμανική απειλή και συνέταξε τη διατριβή του, η οποία, όπως τονίζει ένας ιστορικός, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντιγερμανικό μανιφέστο του Εθνικού κόμματος του Αυρηλιανού.
Ο Συνέσιος προειδοποιεί τον αυτοκράτορα ότι «οι βάρβαροι θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να αποκτήσουν την εξουσία και να γίνουν κύριοι των κατοίκων και ότι τότε οι άοπλοι πολίτες θα πρέπει να πολεμήσουν με καλά εξασκημένους ανθρώπους στην τέχνη του πολέμου. Πρέπει λοιπόν πριν γίνει αυτό να διωχθούν οι ξένοι από τις διοικητικές θέσεις και να στερηθούν το δικαίωμα συμμετοχής στη Σύγκλητο, γιατί κάθε τι που οι Ρωμαίοι θεωρούσαν στην αρχαιότητα σαν κάτι το πολύ ανώτερο, έχει χάσει την αξία του χάρη στην επιρροή των ξένων».
«Σχεδόν σε κάθε πλούσιο σπίτι», τονίζει ο Συνέσιος, «βρίσκουμε ένα Γότθο σκλάβο, ενώ οι Γότθοι υπηρετούσαν επίσης ως μάγειροι ή σερβιτόροι... Αλλά δεν είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι ρυθμίζουν την πολιτική ζωή οι ίδιοι ξανθοί βάρβαροι, που στην ιδιωτική τους ζωή φορούν κάπες και είναι υπηρέτες; Ο αυτοκράτορας πρέπει να ξεκαθαρίσει το στρατό ακριβώς όπως ξεκαθαρίζουμε το στάρι από το άχυρο και άλλα άχρηστα πράγματα, τα οποία μπορούν να καταστρέψουν τον καλό σπόρο».
«Ο πατέρας Σας», λέει στον αυτοκράτορα, «λόγω της ευσπλαχνίας του δέχτηκε με ευγένεια τους βάρβαρους και τους έκανε, συγκαταβατικά, συμμάχους, δίνοντάς τους πολιτικά δικαιώματα και τιμές και χαρίζοντάς τους, γενναιόδωρα, χωράφια. Αλλά οι βάρβαροι δεν είδαν τις πράξεις αυτές σαν πράξεις ευγένειας, αλλά τις θεώρησαν ως δείγματα της αδυναμίας μας και έγιναν πιο υπεροπτικοί και πιο κούφιοι. Αυξάνοντας τον αριθμό των ντόπιων νεοσύλλεκτων και ενισχύοντας έτσι το στρατό μας και το θάρρος μας, τακτοποιήστε τα πράγματα όπως πρέπει. Χρειάζεται επιμονή όταν έχει να κάνει κανείς με αυτούς τους ανθρώπους. Μια λύση υπάρχει: ή να αφήστε τους βαρβάρους να καλλιεργούν τη γη, ακολουθώντας το παράδειγμα των αρχαίων Μεσσηνίων, οι οποίοι άφησαν τα όπλα και καλλιεργούσαν τη γη, σαν σκλάβοι για λογαριασμό των Λακεδαιμονίων ή να τους στείλετε εκεί από όπου ήρθαν».
Εκείνο που υποστήριζε ο Συνέσιος, αντιμετωπίζοντας τη γερμανική απειλή, ήταν η απέλαση των Γότθων από το στρατό, ο σχηματισμός ενός εγχώριου στρατού και η εγκατάσταση των Γότθων ως απλών καλλιεργητών της γης. Για την περίπτωση που οι βάρβαροι δε δέχονταν το σχέδιο αυτό, ο Συνέσιος προτείνει να διωχθούν οι Γότθοι από την αυτοκρατορία και να σταλούν εκεί από όπου ήρθαν.
Ο πιο δυναμικός στρατηγός του αυτοκρατορικού στρατού, ο Γότθος Γαϊνάς, δεν μπορούσε να ανεχθεί την αποκλειστικότητα της επιρροής του Ευτρόπιου και με την πρώτη ευκαιρία εκδήλωσε τις διαθέσεις του. Την εποχή αυτή οι Γότθοι της Φρυγίας, που είχαν εγκατασταθεί εκεί από το Μεγάλο Θεοδόσιο, επαναστάτησαν και λεηλατούσαν τη χώρα κάτω από την καθοδήγηση του αρχηγού τους Τριβιγίλδου. Ο Γαϊνάς, που είχε σταλεί να καταστείλει την επανάσταση, συμμάχησε με τον Τριβιγίλδο, νίκησε τον αυτοκρατορικό στρατό και έγινε κύριος της κατάστασης. Στη συνέχεια οι δύο Γότθοι αρχηγοί ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να καθαιρεθεί ο Ευτρόπιος - τον οποίο αντιπαθούσε τόσο η σύζυγος του Αρκάδιου Ευδοξία όσο και το κόμμα του Αυρηλιανού - και να παραδοθεί στα χέρια τους. Ο Αρκάδιος, κάτω από την πίεση των γεγονότων, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να εξορίσει το 399 μ.Χ., τον Ευτρόπιο, χωρίς όμως να ικανοποιήσει τους Γότθους, οι οποίοι επέμεναν να δικαστεί και να εκτελεστεί. Στη συνέχεια ο Γαϊνάς ζήτησε από τον αυτοκράτορα να επιτρέψει στους Αρειανούς Γότθους να χρησιμοποιούν ένα ναό της πρωτεύουσας για τις λειτουργίες τους. Η πρότασή του αυτή όμως προκάλεσε τη διαμαρτυρία του επίσκοπου της Κωνσταντινούπολης, του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, με αποτέλεσμα να μην επιμείνει ο Γαϊνάς - που ήξερε ότι όχι μόνον ο λαός της πρωτεύουσας αλλά και η πλειοψηφία όλης της αυτοκρατορίας ήταν με το μέρος του επίσκοπου στο αίτημά του.
Αφού κέρδισαν ένα γερό «πόστο» στην Κωνσταντινούπολη, οι Γότθοι έγιναν κύριοι της τύχης της αυτοκρατορίας. Ο Αρκάδιος και οι ντόπιοι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν πλήρη επίγνωση του κινδύνου, αλλά ο Γαϊνάς, παρά τις επιτυχίες του, αποδείχθηκε ανίκανος να κρατήσει την κυριαρχική του θέση στην πρωτεύουσα. Ενώ έλλειπε μακριά από αυτήν ξέσπασε μια ξαφνική επανάσταση, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν πολλοί Γότθοι, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η επιστροφή του Γαϊνά στην πρωτεύουσα. Ο Αρκάδιος, παίρνοντας θάρρος από τη νέα εξέλιξη των πραγμάτων, έστειλε εναντίον του Γαϊνά τον πιστό του Γότθο Φραβίττα, ο οποίος νίκησε τον επαναστάτη τη στιγμή που προσπαθούσε να πάει στη Μικρά Ασία. Ο Γαϊνάς προσπάθησε να ξεφύγει στη Θράκη, αλλά εκεί έπεσε στα χέρια του βασιλιά των Ούννων, ο οποίος του έκοψε το κεφάλι και το έστειλε για δώρο στον Αρκάδιο. Έτσι αποκρούστηκε η απειλή χάρη στις προσπάθειες ενός Γερμανού, ο οποίος τιμήθηκε, όπως έπρεπε, για τη μεγάλη του υπηρεσία προς την αυτοκρατορία. Το γοτθικό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά στις αρχές του 5ου αιώνα, με χρήσιμο για το κράτος αποτέλεσμα. Κάθε μεταγενέστερη προσπάθεια των Γότθων να αποκτήσουν την παλιά τους επιρροή δεν έχει μεγάλη σημασία.
Ιωάννης Χρυσόστομος
Ανάμεσα από τις περιπλοκές που δημιούργησαν οι Γερμανοί, ξεπρόβαλε η μεγάλη φυσιογνωμία του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια και σπούδασε κοντά στο φημισμένο ρήτορα Λιβάνιο, σκοπεύοντας να ακολουθήσει μια «κοσμική» καριέρα. Αργότερα όμως εγκατέλειψε την ιδέα αυτή και αφού βαφτίστηκε, αφιέρωσε τελείως τον εαυτό του στο κήρυγμα, κηρύσσοντας στην Αντιόχεια, όπου έμεινε αρκετά χρόνια ως ιερέας. Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Νεκταρίου, ο Ευτρόπιος διάλεξε ως νέο Πατριάρχη τον ιεροκήρυκα της Αντιόχειας, του οποίου η φήμη είχε ήδη διαδοθεί παντού. Μεταφέρθηκε κρυφά στην πρωτεύουσα γιατί υπήρχε φόβος ο λαός της Αντιόχειας - ο οποίος ήταν πολύ αφιερωμένος στον ιεροκήρυκά του - να αντισταθεί στην αναχώρησή του. Παρά τις σκευωρίες του επισκόπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου, ο Χρυσόστομος χειροτονήθηκε επίσκοπος κι εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 398. Έτσι ο επισκοπικός θρόνος ήρθε στα χέρια ενός ανθρώπου με ασυνήθιστη δύναμη λόγου, ενός ιδεολόγου, του οποίου οι πράξεις πάντοτε συμφωνούσαν με τις θεωρίες και ενός συνηγόρου των πιο αυστηρών ηθικών αρχών. Η ανηλεής του όμως αντίθεση προς την πολυτέλεια και η σταθερή του προσκόλληση στο Σύμβολο της Νίκαιας είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλούς εχθρούς. Ένας από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του υπήρξε η αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία αγαπούσε την πολυτέλεια και τις απολαύσεις, πράγμα που ανάγκαζε το Χρυσόστομο να την καταγγέλλει δημόσια. Στα κηρύγματά του έφτανε μέχρι το σημείο να την παρομοιάζει με την Ιεζάβελ και την Ηρωδιάδα. Η σκληρή του τακτική κατόπιν εναντίον των Αρειανών Γότθων, της οποίας παράδειγμα είναι η άρνησή του να τους παραχωρηθεί μια από τις εκκλησίες της πρωτεύουσας, δημιουργούσε κι αυτή εχθρούς. Ο Χρυσόστομος σεβόταν πολύ τους Ορθόδοξους Γότθους, στους οποίους έδωσε μια από τις εκκλησίες της πόλης. Επισκεπτόταν την εκκλησία τους και, με τη βοήθεια μεταφραστή, είχε συχνά συγκεντρώσεις μαζί τους.
Οι σταθερές θρησκευτικές ιδέες του Χρυσοστόμου, η έλλειψη διάθεσης συμβιβασμού και η έντονη κριτική για την πολυτέλεια σιγά-σιγά αύξησαν τους εχθρούς του. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας γρήγορα επηρεάστηκε από αυτούς που δεν συμπαθούσαν τον Πατριάρχη και επίσημα εκδήλωνε την αντιπάθειά του. Η επίσημη αυτή αντίθεση του αυτοκράτορα ανάγκασε τον Χρυσόστομο να αποσυρθεί στη Μικρά Ασία, αλλά οι ταραχές του λαού, που ακολούθησαν την αναχώρηση του Πατριάρχη, ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να τον ανακαλέσει από την εξορία. Η ειρήνη μεταξύ κράτους και Πατριάρχη δεν κράτησε πολύ. Τα εγκαίνια του αγάλματος της Ευδοξίας έδωσαν νέα ευκαιρία στον Ιωάννη να επιτεθεί έντονα με μια ομιλία εναντίον της αυτοκράτειρας και να καταγγείλει τα ελαττώματά της. Το αποτέλεσμα ήταν να εκθρονιστεί και πάλι ο Χρυσόστομος και να διωχθούν αυστηρά οι οπαδοί του. Τελικά, το 404, ο Ιωάννης εξορίστηκε στην Κουκουσό της Καππαδοκίας, η οποία περιγράφεται ως «το πιο έρημο μέρος του κόσμου» και όπου έφτασε ύστερα από ένα μακρύ και εντατικό ταξίδι. Τρία χρόνια αργότερα στάλθηκε σε κάποιο άλλο τόπο εξορίας, στις μακρινές ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αλλά πέθανε το 407 στη διάρκεια του ταξιδιού του. Έτσι τέλειωσε η ζωή ενός από τους πιο αξιόλογους ηγέτες που αναδείχθηκαν στις αρχές του Μεσαίωνα στην Ανατολική Εκκλησία. Ο Πάπας και ο αυτοκράτορας της Δύσης Ονόριος είχαν και οι δυο προσπαθήσει να σταματήσουν τον διωγμό του Χρυσόστομου και των οπαδών του, αλλά απέτυχαν στις προσπάθειές τους.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος άφησε ένα μεγάλο φιλολογικό θησαυρό που περιέχει μια ζωντανή εικόνα της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής της εποχής του. Ο ίδιος υπήρξε ένας από εκείνους τους λίγους ανθρώπους που δεν φοβήθηκαν να μιλήσουν ανοιχτά εναντίον των αξιώσεων του παντοδύναμου Γαϊνά και που υποστήριξαν σταθερά τις αρχές της Ανατολικής Εκκλησίας. Έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα ωραιότερα παραδείγματα ηθικής που έχει ποτέ παρουσιάσει η ανθρωπότητα. «Υπήρξε σκληρός για την αμαρτία και γεμάτος από ευσπλαχνία για τους αμαρτωλούς».
Ο Αρκάδιος πέθανε το 408, αφού προηγουμένως πέθανε η σύζυγός του Ευδοξία, αφήνοντας ως διάδοχο τον γιο του Θεοδόσιο, που ήταν μόνον επτά χρονών.
Η τακτοποίηση του «Γοτθικού» προβλήματος
Το βασικό πρόβλημα που απασχόλησε το κράτος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, ήταν το Γερμανικό.
Οι Βησιγότθοι, που είχαν εγκατασταθεί στη βόρεια πλευρά της Βαλκανικής χερσονήσου, απέκτησαν ένα νέο ικανό αρχηγό, τον Αλάριχο (395-410). Μόλις ο Αρκάδιος ανέλαβε την εξουσία, ο Αλάριχος εκστράτευσε εναντίον της Θράκης και της Μακεδονίας, απειλώντας ακόμα και την πρωτεύουσα. Η διπλωματική επέμβαση του Ρουφίνου άλλαξε το σχέδιο που είχε ο Αλάριχος εναντίον της Κωνσταντινούπολης και η προσοχή των Γότθων στράφηκε προς την Ελλάδα. Ο Αλάριχος διέσχισε τη Θεσσαλία και έφτασε διαμέσου των Θερμοπυλών στην Κεντρική Ελλάδα.
Οι κάτοικοι της Ελλάδας, την περίοδο αυτή ήταν σχεδόν όλοι Έλληνες του τύπου εκείνου που είχε γνωρίσει ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος. Όπως αναφέρει ο Γρηγορόβιος, η γλώσσα, η θρησκεία, οι συνήθειες και οι νόμοι των προγόνων των Ελλήνων είχαν μείνει σχεδόν αμετάβλητες στις πόλεις και τα χωριά. Και παρά το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός είχε αναγνωριστεί ως η επίσημη θρησκεία του κράτους, ενώ απαγορευόταν η λατρεία των θεών, που ήταν καταδικασμένη να εξαφανιστεί, η αρχαία Ελλάδα είχε ακόμα έκδηλα τα σημεία της ειδωλολατρίας λόγω κυρίως της διατήρησης των μνημείων της αρχαιότητας.
Στο διάβα τους οι Γότθοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Αττική και τη Βοιωτία. Ο Πειραιάς έπεσε στα χέρια των βαρβάρων, οι οποίοι όμως, ευτυχώς δεν κατέστρεψαν την Αθήνα. Ο ειδωλολάτρης ιστορικός του 5ου αιώνα Ζώσιμος διηγείται το μύθο ότι ο Αλάριχος, ενώ πολιορκούσε τα τείχη των Αθηνών με το στρατό του, είδε τη θεά Αθηνά οπλισμένη και τον ήρωα της Τροίας Αχιλλέα να στέκονται μπροστά στο τείχος. Η έκπληξη που προκάλεσε στον Αλάριχο αυτή η εμφάνιση υπήρξε μεγάλη και είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί η ιδέα της επίθεσης κατά των Αθηνών. Η Πελοπόννησος υπέφερε πολύ από την εισβολή των Γότθων, οι οποίοι λεηλάτησαν την Κόρινθο, το Άργος, τη Σπάρτη και πολλές άλλες πόλεις. Ο Στηλίχων αποφάσισε να υπερασπιστεί την Ελλάδα και αποβιβάστηκε με το στρατό του στον Κορινθιακό κόλπο, στον Ισθμό, αποκόπτοντας έτσι την υποχώρηση του Αλάριχου, ο οποίος τότε στράφηκε προς τα βόρεια για να φτάσει με μεγάλη δυσκολία στην Ήπειρο. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος δεν ντράπηκε να τιμήσει τον άνθρωπο που λεηλάτησε τις ελληνικές επαρχίες της αυτοκρατορίας με τον στρατιωτικό τίτλο του Magister militum per Illyricum. Ύστερα από αυτό, ο Αλάριχος έπαψε να απειλεί την ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας και στράφηκε κυρίως προς την Ιταλία.
Εκτός όμως από την απειλή των Γότθων στη Βαλκανική χερσόνησο και την Ελλάδα, έχουμε την επίδρασή τους στην πρωτεύουσα, από την εποχή του Μεγάλου Θεοδόσιου, όπου οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τις πιο αξιόλογες θέσεις του στρατού και της διοίκησης.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αρκάδιος, οι Γερμανοί αποτελούσαν το πιο δυναμικό κόμμα της πρωτεύουσας με αρχηγό έναν από τους εκλεκτούς στρατηγούς του αυτοκρατορικού στρατού, τον Γότθο Γαϊνά, ο οποίος συγκέντρωσε γύρω του στρατιώτες γοτθικής προέλευσης και αντιπροσώπους της τοπικής φιλογερμανικής κίνησης. Το αδύνατο όμως σημείο των Γερμανών υπήρξε το γεγονός ότι ήταν οπαδοί του Αρείου. Δεύτερο σε δύναμη, κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Αρκαδίου, ήταν το κόμμα του δυναμικού ευνούχου Ευτρόπιου, ο οποίος είχε την υποστήριξη πολλών φιλόδοξων κολάκων, που ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν μόνο γιατί είχε τη δυνατότητα να τους βοηθάει στην ικανοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων. Ο Γαϊνάς και ο Ευτρόπιος δεν μπορούσαν φυσικά να ζουν μαζί ειρηνικά, εφόσον ο ένας συναγωνιζόταν τον άλλον για την κατάκτηση της εξουσίας. Εκτός όμως από αυτά τα δύο κόμματα, υπήρξε κατά τους ιστορικούς και τρίτο πολιτικό κόμμα με εχθρικές διαθέσεις τόσο για τους Γερμανούς, όσο και για τον Ευτρόπιο και με μέλη συγκλητικούς, υπουργούς και την πλειονότητα του κλήρου. Το κόμμα αυτό αντιπροσώπευε την εθνικιστική και θρησκευτική ιδεολογία, η οποία ήταν αντίθετη προς τη συνεχώς αυξανόμενη επιρροή των ξένων και των βαρβάρων. Φυσικά η κίνηση αυτή, που αρχηγός της ήταν ο Αυρηλιανός, αρνήθηκε να δώσει την υποστήριξή της στον τραχύ αριβίστα Ευτρόπιο.
Πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν πλήρη επίγνωση της απειλής των Γερμανών. Η ίδια η κυβέρνηση είχε συνείδηση του κινδύνου. Ένα αξιόλογο κείμενο, το οποίο έχει διασωθεί, μας παρουσιάζει με έντονο τρόπο πώς ορισμένες κοινωνικές τάξεις αντέδρασαν στο γερμανικό πρόβλημα. Το κείμενο αυτό αποτελεί μια πραγματεία του Συνέσιου με τίτλο «Η δύναμη του αυτοκράτορα» ή «περί βασιλείας», που δόθηκε ή διαβιβάστηκε στον Αρκάδιο. Ο Συνέσιος, που καταγόταν από την Κυρήνη της Β. Αφρικής, ήταν ένας πολύ μορφωμένος νεοπλατωνικός που δέχτηκε τον Χριστιανισμό. Το 399 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη να παρακαλέσει τον αυτοκράτορα για την ελάττωση των φόρων της πόλης του και αργότερα, όταν γύρισε στην πατρίδα του, έγινε επίσκοπος της Βορειο-αφρικανικής Πτολεμαΐδας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη ο Συνέσιος διαπίστωσε πολύ καλά τη γερμανική απειλή και συνέταξε τη διατριβή του, η οποία, όπως τονίζει ένας ιστορικός, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντιγερμανικό μανιφέστο του Εθνικού κόμματος του Αυρηλιανού.
Ο Συνέσιος προειδοποιεί τον αυτοκράτορα ότι «οι βάρβαροι θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να αποκτήσουν την εξουσία και να γίνουν κύριοι των κατοίκων και ότι τότε οι άοπλοι πολίτες θα πρέπει να πολεμήσουν με καλά εξασκημένους ανθρώπους στην τέχνη του πολέμου. Πρέπει λοιπόν πριν γίνει αυτό να διωχθούν οι ξένοι από τις διοικητικές θέσεις και να στερηθούν το δικαίωμα συμμετοχής στη Σύγκλητο, γιατί κάθε τι που οι Ρωμαίοι θεωρούσαν στην αρχαιότητα σαν κάτι το πολύ ανώτερο, έχει χάσει την αξία του χάρη στην επιρροή των ξένων».
«Σχεδόν σε κάθε πλούσιο σπίτι», τονίζει ο Συνέσιος, «βρίσκουμε ένα Γότθο σκλάβο, ενώ οι Γότθοι υπηρετούσαν επίσης ως μάγειροι ή σερβιτόροι... Αλλά δεν είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι ρυθμίζουν την πολιτική ζωή οι ίδιοι ξανθοί βάρβαροι, που στην ιδιωτική τους ζωή φορούν κάπες και είναι υπηρέτες; Ο αυτοκράτορας πρέπει να ξεκαθαρίσει το στρατό ακριβώς όπως ξεκαθαρίζουμε το στάρι από το άχυρο και άλλα άχρηστα πράγματα, τα οποία μπορούν να καταστρέψουν τον καλό σπόρο».
«Ο πατέρας Σας», λέει στον αυτοκράτορα, «λόγω της ευσπλαχνίας του δέχτηκε με ευγένεια τους βάρβαρους και τους έκανε, συγκαταβατικά, συμμάχους, δίνοντάς τους πολιτικά δικαιώματα και τιμές και χαρίζοντάς τους, γενναιόδωρα, χωράφια. Αλλά οι βάρβαροι δεν είδαν τις πράξεις αυτές σαν πράξεις ευγένειας, αλλά τις θεώρησαν ως δείγματα της αδυναμίας μας και έγιναν πιο υπεροπτικοί και πιο κούφιοι. Αυξάνοντας τον αριθμό των ντόπιων νεοσύλλεκτων και ενισχύοντας έτσι το στρατό μας και το θάρρος μας, τακτοποιήστε τα πράγματα όπως πρέπει. Χρειάζεται επιμονή όταν έχει να κάνει κανείς με αυτούς τους ανθρώπους. Μια λύση υπάρχει: ή να αφήστε τους βαρβάρους να καλλιεργούν τη γη, ακολουθώντας το παράδειγμα των αρχαίων Μεσσηνίων, οι οποίοι άφησαν τα όπλα και καλλιεργούσαν τη γη, σαν σκλάβοι για λογαριασμό των Λακεδαιμονίων ή να τους στείλετε εκεί από όπου ήρθαν».
Εκείνο που υποστήριζε ο Συνέσιος, αντιμετωπίζοντας τη γερμανική απειλή, ήταν η απέλαση των Γότθων από το στρατό, ο σχηματισμός ενός εγχώριου στρατού και η εγκατάσταση των Γότθων ως απλών καλλιεργητών της γης. Για την περίπτωση που οι βάρβαροι δε δέχονταν το σχέδιο αυτό, ο Συνέσιος προτείνει να διωχθούν οι Γότθοι από την αυτοκρατορία και να σταλούν εκεί από όπου ήρθαν.
Ο πιο δυναμικός στρατηγός του αυτοκρατορικού στρατού, ο Γότθος Γαϊνάς, δεν μπορούσε να ανεχθεί την αποκλειστικότητα της επιρροής του Ευτρόπιου και με την πρώτη ευκαιρία εκδήλωσε τις διαθέσεις του. Την εποχή αυτή οι Γότθοι της Φρυγίας, που είχαν εγκατασταθεί εκεί από το Μεγάλο Θεοδόσιο, επαναστάτησαν και λεηλατούσαν τη χώρα κάτω από την καθοδήγηση του αρχηγού τους Τριβιγίλδου. Ο Γαϊνάς, που είχε σταλεί να καταστείλει την επανάσταση, συμμάχησε με τον Τριβιγίλδο, νίκησε τον αυτοκρατορικό στρατό και έγινε κύριος της κατάστασης. Στη συνέχεια οι δύο Γότθοι αρχηγοί ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να καθαιρεθεί ο Ευτρόπιος - τον οποίο αντιπαθούσε τόσο η σύζυγος του Αρκάδιου Ευδοξία όσο και το κόμμα του Αυρηλιανού - και να παραδοθεί στα χέρια τους. Ο Αρκάδιος, κάτω από την πίεση των γεγονότων, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να εξορίσει το 399 μ.Χ., τον Ευτρόπιο, χωρίς όμως να ικανοποιήσει τους Γότθους, οι οποίοι επέμεναν να δικαστεί και να εκτελεστεί. Στη συνέχεια ο Γαϊνάς ζήτησε από τον αυτοκράτορα να επιτρέψει στους Αρειανούς Γότθους να χρησιμοποιούν ένα ναό της πρωτεύουσας για τις λειτουργίες τους. Η πρότασή του αυτή όμως προκάλεσε τη διαμαρτυρία του επίσκοπου της Κωνσταντινούπολης, του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, με αποτέλεσμα να μην επιμείνει ο Γαϊνάς - που ήξερε ότι όχι μόνον ο λαός της πρωτεύουσας αλλά και η πλειοψηφία όλης της αυτοκρατορίας ήταν με το μέρος του επίσκοπου στο αίτημά του.
Αφού κέρδισαν ένα γερό «πόστο» στην Κωνσταντινούπολη, οι Γότθοι έγιναν κύριοι της τύχης της αυτοκρατορίας. Ο Αρκάδιος και οι ντόπιοι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν πλήρη επίγνωση του κινδύνου, αλλά ο Γαϊνάς, παρά τις επιτυχίες του, αποδείχθηκε ανίκανος να κρατήσει την κυριαρχική του θέση στην πρωτεύουσα. Ενώ έλλειπε μακριά από αυτήν ξέσπασε μια ξαφνική επανάσταση, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν πολλοί Γότθοι, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η επιστροφή του Γαϊνά στην πρωτεύουσα. Ο Αρκάδιος, παίρνοντας θάρρος από τη νέα εξέλιξη των πραγμάτων, έστειλε εναντίον του Γαϊνά τον πιστό του Γότθο Φραβίττα, ο οποίος νίκησε τον επαναστάτη τη στιγμή που προσπαθούσε να πάει στη Μικρά Ασία. Ο Γαϊνάς προσπάθησε να ξεφύγει στη Θράκη, αλλά εκεί έπεσε στα χέρια του βασιλιά των Ούννων, ο οποίος του έκοψε το κεφάλι και το έστειλε για δώρο στον Αρκάδιο. Έτσι αποκρούστηκε η απειλή χάρη στις προσπάθειες ενός Γερμανού, ο οποίος τιμήθηκε, όπως έπρεπε, για τη μεγάλη του υπηρεσία προς την αυτοκρατορία. Το γοτθικό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά στις αρχές του 5ου αιώνα, με χρήσιμο για το κράτος αποτέλεσμα. Κάθε μεταγενέστερη προσπάθεια των Γότθων να αποκτήσουν την παλιά τους επιρροή δεν έχει μεγάλη σημασία.
Ιωάννης Χρυσόστομος
Ανάμεσα από τις περιπλοκές που δημιούργησαν οι Γερμανοί, ξεπρόβαλε η μεγάλη φυσιογνωμία του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια και σπούδασε κοντά στο φημισμένο ρήτορα Λιβάνιο, σκοπεύοντας να ακολουθήσει μια «κοσμική» καριέρα. Αργότερα όμως εγκατέλειψε την ιδέα αυτή και αφού βαφτίστηκε, αφιέρωσε τελείως τον εαυτό του στο κήρυγμα, κηρύσσοντας στην Αντιόχεια, όπου έμεινε αρκετά χρόνια ως ιερέας. Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Νεκταρίου, ο Ευτρόπιος διάλεξε ως νέο Πατριάρχη τον ιεροκήρυκα της Αντιόχειας, του οποίου η φήμη είχε ήδη διαδοθεί παντού. Μεταφέρθηκε κρυφά στην πρωτεύουσα γιατί υπήρχε φόβος ο λαός της Αντιόχειας - ο οποίος ήταν πολύ αφιερωμένος στον ιεροκήρυκά του - να αντισταθεί στην αναχώρησή του. Παρά τις σκευωρίες του επισκόπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου, ο Χρυσόστομος χειροτονήθηκε επίσκοπος κι εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 398. Έτσι ο επισκοπικός θρόνος ήρθε στα χέρια ενός ανθρώπου με ασυνήθιστη δύναμη λόγου, ενός ιδεολόγου, του οποίου οι πράξεις πάντοτε συμφωνούσαν με τις θεωρίες και ενός συνηγόρου των πιο αυστηρών ηθικών αρχών. Η ανηλεής του όμως αντίθεση προς την πολυτέλεια και η σταθερή του προσκόλληση στο Σύμβολο της Νίκαιας είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλούς εχθρούς. Ένας από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του υπήρξε η αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία αγαπούσε την πολυτέλεια και τις απολαύσεις, πράγμα που ανάγκαζε το Χρυσόστομο να την καταγγέλλει δημόσια. Στα κηρύγματά του έφτανε μέχρι το σημείο να την παρομοιάζει με την Ιεζάβελ και την Ηρωδιάδα. Η σκληρή του τακτική κατόπιν εναντίον των Αρειανών Γότθων, της οποίας παράδειγμα είναι η άρνησή του να τους παραχωρηθεί μια από τις εκκλησίες της πρωτεύουσας, δημιουργούσε κι αυτή εχθρούς. Ο Χρυσόστομος σεβόταν πολύ τους Ορθόδοξους Γότθους, στους οποίους έδωσε μια από τις εκκλησίες της πόλης. Επισκεπτόταν την εκκλησία τους και, με τη βοήθεια μεταφραστή, είχε συχνά συγκεντρώσεις μαζί τους.
Οι σταθερές θρησκευτικές ιδέες του Χρυσοστόμου, η έλλειψη διάθεσης συμβιβασμού και η έντονη κριτική για την πολυτέλεια σιγά-σιγά αύξησαν τους εχθρούς του. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας γρήγορα επηρεάστηκε από αυτούς που δεν συμπαθούσαν τον Πατριάρχη και επίσημα εκδήλωνε την αντιπάθειά του. Η επίσημη αυτή αντίθεση του αυτοκράτορα ανάγκασε τον Χρυσόστομο να αποσυρθεί στη Μικρά Ασία, αλλά οι ταραχές του λαού, που ακολούθησαν την αναχώρηση του Πατριάρχη, ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να τον ανακαλέσει από την εξορία. Η ειρήνη μεταξύ κράτους και Πατριάρχη δεν κράτησε πολύ. Τα εγκαίνια του αγάλματος της Ευδοξίας έδωσαν νέα ευκαιρία στον Ιωάννη να επιτεθεί έντονα με μια ομιλία εναντίον της αυτοκράτειρας και να καταγγείλει τα ελαττώματά της. Το αποτέλεσμα ήταν να εκθρονιστεί και πάλι ο Χρυσόστομος και να διωχθούν αυστηρά οι οπαδοί του. Τελικά, το 404, ο Ιωάννης εξορίστηκε στην Κουκουσό της Καππαδοκίας, η οποία περιγράφεται ως «το πιο έρημο μέρος του κόσμου» και όπου έφτασε ύστερα από ένα μακρύ και εντατικό ταξίδι. Τρία χρόνια αργότερα στάλθηκε σε κάποιο άλλο τόπο εξορίας, στις μακρινές ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αλλά πέθανε το 407 στη διάρκεια του ταξιδιού του. Έτσι τέλειωσε η ζωή ενός από τους πιο αξιόλογους ηγέτες που αναδείχθηκαν στις αρχές του Μεσαίωνα στην Ανατολική Εκκλησία. Ο Πάπας και ο αυτοκράτορας της Δύσης Ονόριος είχαν και οι δυο προσπαθήσει να σταματήσουν τον διωγμό του Χρυσόστομου και των οπαδών του, αλλά απέτυχαν στις προσπάθειές τους.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος άφησε ένα μεγάλο φιλολογικό θησαυρό που περιέχει μια ζωντανή εικόνα της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής της εποχής του. Ο ίδιος υπήρξε ένας από εκείνους τους λίγους ανθρώπους που δεν φοβήθηκαν να μιλήσουν ανοιχτά εναντίον των αξιώσεων του παντοδύναμου Γαϊνά και που υποστήριξαν σταθερά τις αρχές της Ανατολικής Εκκλησίας. Έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα ωραιότερα παραδείγματα ηθικής που έχει ποτέ παρουσιάσει η ανθρωπότητα. «Υπήρξε σκληρός για την αμαρτία και γεμάτος από ευσπλαχνία για τους αμαρτωλούς».
Ο Αρκάδιος πέθανε το 408, αφού προηγουμένως πέθανε η σύζυγός του Ευδοξία, αφήνοντας ως διάδοχο τον γιο του Θεοδόσιο, που ήταν μόνον επτά χρονών.