Όταν το 1095 (λόγω των περιπλοκών στη Δυτική Ευρώπη και των σχεδιαζόμενων μεταρρυθμίσεων) ο Πάπας Ουρβανός Β' κάλεσε μια Σύνοδο στην Πλακεντία της Ιταλίας, παραβρέθηκε εκεί και μια αντιπροσωπεία του Αλέξιου Κομνηνού, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια. Το γεγονός αυτό το αρνούνται μερικοί επιστήμονες, αλλά οι σύγχρονοι ερευνητές του προβλήματος αυτού έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πράγματι ο Αλέξιος έστειλε στην Πλακεντία μια έκκληση για βοήθεια.
Φυσικά το γεγονός αυτό δεν υπήρξε η «τελική ώθηση» (όπως λέει ο Sybel) που προκάλεσε την Α' Σταυροφορία. Όπως και πριν, αν ο Αλέξιος ζήτησε βοήθεια στην Πλακεντία, δε σκέφτηκε μια Σταυροφορία. Ο αυτοκράτορας απλά επιθυμούσε την αποστολή μισθοφόρων κατά των Τούρκων, που τα τελευταία τρία χρόνια είχαν εξελιχθεί, με την πετυχημένη τους προώθηση στη Μ. Ασία, σε μια μεγάλη απειλή. Το 1095 περίπου έγινε Σουλτάνος ο Qilij Arslan, ο οποίος έκανε τη Νίκαια πρωτεύουσά του.
Λόγω των επιτυχιών αυτών, δεν αποκλείεται στην Πλακεντία ο Αλέξιος να ζήτησε βοήθεια. Σκοπός του όμως δεν ήταν η Σταυροφορία, αλλά η βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Το αίτημά του έγινε ευνοϊκά δεκτό στην Πλακεντία, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για το γεγονός αυτό. Ένας σύγχρονος ιστορικός παρατηρεί ότι «από τη Σύνοδο της Πλακεντίας μέχρι την άφιξη των Σταυροφόρων στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, οι σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης καλύπτονται από βασανιστικό σκοτάδι» (Duncalf).
Το Νοέμβριο του 1095 συγκροτήθηκε στη Γαλλία η Σύνοδος του Clermont, στη διάρκεια της οποίας συγκεντρώθηκαν τόσο πολλοί άνθρωποι, ώστε δεν υπήρχε στην πόλη χώρος για να μείνουν οι επισκέπτες και το πλήθος έμενε στο ύπαιθρο. Μετά το τέλος της Συνόδου, στη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν μερικά αξιόλογα και αυστηρώς εκκλησιαστικής μορφής ζητήματα, ο Ουρβανός Β' έκανε μια πολύ συγκινητική ομιλία, που το πρωτότυπο κείμενό της έχει χαθεί. Μερικοί από αυτούς που παρακολούθησαν τη Σύνοδο έγραψαν αργότερα, από μνήμης, την ομιλία, αλλά τα κείμενά τους διαφέρουν πολύ το ένα από το άλλο. Αναφερόμενος με θέρμη στους διωγμούς των Χριστιανών των Αγίων Τόπων, ο Πάπας παρότρυνε το πλήθος να οπλιστεί για την απελευθέρωση του Αγίου Τάφου και των Χριστιανών της Ανατολής. Φωνάζοντας «Deus lo volt» (ο Θεός το θέλει) το πλήθος μαζευόταν κοντά στον Πάπα, που πρότεινε την καθιέρωση, σαν έμβλημα των Σταυροφόρων, ένα κόκκινο Σταυρό, που θα έφεραν στον δεξί τους ώμο (από όπου και προήλθε το όνομα «Σταυροφόροι»). Οι Σταυροφόροι πήραν την υπόσχεση ότι θα τους συγχωρεθούν οι αμαρτίες, ότι θα απαλλαγούν από τα χρέη τους και ότι θα προστατευθούν οι ιδιοκτησίες τους στη διάρκεια της απουσίας τους. Δεν υπήρξε καμιά πίεση, αλλά όσοι θα λιποτακτούσαν, θα αφορίζονταν και θα θεωρούνταν ως εκτός νόμου. Από τη Γαλλία ο ενθουσιασμός απλώθηκε στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Μια τεράστια κίνηση προς την Ανατολή σχηματιζόταν, της οποίας η πραγματική έκταση και σημασία δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή στη Σύνοδο του Clermont.
Συνεπώς, η κίνηση που ξεκίνησε από το Clermont για να μεταμορφωθεί σε μια Σταυροφορία, υπήρξε το προσωπικό έργο του Ουρβανού Β', ο οποίος για να πραγματοποιήσει το εγχείρημά του, βρήκε ευνοϊκές συνθήκες στη θρησκευτική και οικονομική ζωή του δεύτερου ήμισυ του 11ου αιώνα.
Ενώ ο κίνδυνος που εγειρόταν απειλητικά στην Μικρά Ασία γινόταν πιο έντονος, η Α' Σταυροφορία αποφασίστηκε, ουσιαστικά, στο Clermont. Τα νέα, σχετικά με την απόφαση αυτή, έφτασαν στον Αλέξιο σαν μια απροσδόκητη και ανησυχαστική έκπληξη, επειδή ποτέ του δεν περίμενε ούτε επιθυμούσε βοήθεια με τη μορφή μιας Σταυροφορίας. Όταν ο Αλέξιος ζήτησε μισθοφόρους από τη Δύση, τους ζήτησε για την προστασία της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή του ίδιου του κράτους. Η ιδέα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων είχε γι’ αυτόν δευτερεύουσα σημασία.
Για το Βυζάντιο δεν υπήρχε κατά τον 11ο αιώνα, το πρόβλημα μιας Σταυροφορίας. Ούτε οι μάζες των ανθρώπων, ούτε ο ίδιος ο αυτοκράτορας διέθεταν θρησκευτικό ενθουσιασμό, ενώ συγχρόνως δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να κηρύξει τη Σταυροφορία. Για το Βυζάντιο το πολιτικό πρόβλημα της διάσωσης του κράτους από τους ανατολικούς και βόρειους εχθρούς του, δεν είχε καμιά σχέση με την εκστρατεία στους Αγίους Τόπους. Η ανατολική αυτοκρατορία είχε γνωρίσει τις δικές της «Σταυροφορίες», δηλαδή τις λαμπρές και νικηφόρες εκστρατείες του Ηράκλειου κατά της Περσίας, τον 7ο αιώνα, οπότε αποδόθηκαν στην αυτοκρατορία οι Άγιοι Τόποι και ο Τίμιος Σταυρός και τις νικηφόρες εκστρατείες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασίλειου Β' εναντίον των Αράβων στη Συρία, όταν οι αυτοκράτορες είχαν σχεδιάσει οριστικά να επανακτήσουν την Ιερουσαλήμ. Το σχέδιο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε για το Βυζάντιο, που τον 11ο αιώνα, υπό την απειλητική πίεση των επιτυχιών των Τούρκων στη Μικρά Ασία, εγκατέλειψε κάθε ελπίδα επανάκτησης των Αγίων Τόπων. Για το Βυζάντιο το πρόβλημα της Παλαιστίνης την εποχή αυτή ετίθετο πολύ αφηρημένα και δεν είχε σχέση με τα ζωτικά ενδιαφέροντα της αυτοκρατορίας. Το 1090-1091 το Βυζάντιο αντιμετώπιζε την καταστροφή και ο Αλέξιος, αφού ζήτησε τη βοήθεια των Δυτικών και έλαβε σε απάντηση την αποστολή των Σταυροφόρων, το μόνο που σκεπτόταν ήταν η σωτηρία της αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος απευθυνόμενος στο γιο και διάδοχό του Ιωάννη γράφει τις εξής ενδιαφέρουσες γραμμές για την Α' Σταυροφορία:
«Δεν θυμάσαι τι μου συνέβη; Δεν σκέπτεσαι και δεν υπολογίζεις την κίνηση της Δύσης στη χώρα αυτή που είχε σαν αποτέλεσμα τον ατιμασμό του μεγαλείου της Νέας Ρώμης και την αξιοπρέπεια του θρόνου;».
Με τα λόγια αυτά του Αλέξιου μπορεί κανείς να συγκρίνει το ακόλουθο απόσπασμα από την «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, που είναι επίσης σχετικό με την Α' Σταυροφορία:
«Έγινε», γράφει η Κομνηνή, «ένας τέτοιος ξεσηκωμός ανδρών και γυναικών που δεν είχε ποτέ άλλοτε παρουσιαστεί. Οι απλόκαρδοι άνθρωποι κινούνταν από την πραγματική επιθυμία να προσκυνήσουν τον Τάφο του Κυρίου μας και να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους, αλλά οι πιο πανούργοι, όπως ο Βοημούνδος και όσοι σκέφτονταν σαν κι αυτόν, είχαν άλλες κρυφές επιδιώξεις. Είχαν δηλαδή την ελπίδα ότι θα έβρισκαν κάποιο τρόπο και κάποια πρόφαση να καταλάβουν την ίδια την πρωτεύουσα».
Τα δύο αυτά αποσπάσματα γραμμένα από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και τη μορφωμένη κόρη του δίνουν μια εξαιρετική εικόνα της πραγματικής στάσης του Βυζαντίου απέναντι στους Σταυροφόρους και της Σταυροφορίας. Κατά τη γνώμη του Αλέξιου οι Σταυροφόροι βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με τους βαρβάρους που απειλούσαν την αυτοκρατορία, δηλαδή τους Τούρκους και τους Πατσινάκους. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει απλώς τους «απλόκαρδους» από τους Σταυροφόρους που πραγματικά επιθυμούσαν να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους. Η ιδέα μιας Σταυροφορίας ήταν απολύτως ξένη προς το πνεύμα του Βυζαντίου στα τέλη του 11ου αιώνα. Μια μόνο επιθυμία κυριαρχούσε στην ηγεσία του Βυζαντίου: να απαλλαγεί από τον καταθλιπτικό κίνδυνο της Ανατολής και του Βορρά. Συνεπώς η Α' Σταυροφορία υπήρξε αποκλειστικό έργο της Δύσης, που είχε κάποια πολιτική σχέση με το Βυζάντιο. Η αλήθεια είναι ότι η Ανατολική αυτοκρατορία έδωσε μερικά στρατεύματα στους Σταυροφόρους, αλλά τα στρατεύματα αυτά του Βυζαντίου δεν προχώρησαν πέρα από τη Μικρά Ασία και δεν έλαβαν μέρος στην κατάκτηση της Συρίας και της Παλαιστίνης.
Την άνοιξη του 1096, χάρη στο κήρυγμα του Πέτρου του Ερημίτη,[1] από το Amiens της Γαλλίας, στον οποίον αποδίδεται (από ένα ιστορικό θρύλο, που τώρα δεν είναι δεκτός) η όλη κίνηση των Σταυροφόρων, μαζεύτηκε στη Γαλλία ένα πλήθος 50.000 φτωχών, κυρίως, ανθρώπων, μικρών ιπποτών και άστεγων αλητών, που άοπλοι σχεδόν βάδιζαν μέσω της Γερμανίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας προς την Κωνσταντινούπολη. Ο ανοργάνωτος αυτός όχλος του Πέτρου δεν αντιλαμβανόταν από ποιες χώρες περνούσε και, ασυνήθιστος στην τάξη και την υπακοή, βάδιζε λεηλατώντας και καταστρέφοντας τη χώρα. Ο Αλέξιος Κομνηνός έμαθε με δυσαρέσκεια το πλησίασμα των Σταυροφόρων, και η δυσαρέσκεια αυτή μεταβλήθηκε σε ανησυχία όταν πληροφορήθηκε τις λεηλασίες και τις καταστροφές που επέφεραν στο δρόμο τους οι Σταυροφόροι. Πλησιάζοντας την πρωτεύουσα οι Σταυροφόροι, ως συνήθως, άρχισαν να λεηλατούν τα περίχωρά της. Ο Αλέξιος Κομνηνός έσπευσε να τους μεταφέρει μέσω του Βοσπόρου στη Μικρά Ασία όπου, κοντά στη Νίκαια, σκοτώθηκαν σχεδόν εύκολα από τους Τούρκους, εκτός από 3.000 που διασώθηκαν. Ο Πέτρος ο Ερημίτης γύρισε στην Κωνσταντινούπολη πριν από την καταστροφή.
Το επεισόδιο του Πέτρου του Ερημίτη και του «στρατού» του υπήρξε ένα είδος εισαγωγής στην Α' Σταυροφορία. Η δυσάρεστη εντύπωση που άφησε ο «στρατός» αυτός προδιάθεσε άσχημα το Βυζάντιο κατά των μεταγενέστερων Σταυροφόρων. Όσον αφορά τους Τούρκους, ύστερα από την εύκολη νίκη τους κατά του στρατού του Πέτρου, ήταν σίγουροι ότι θα νικούσαν και τα υπόλοιπα στρατεύματα των Σταυροφόρων. Το καλοκαίρι του 1096 άρχισε στη Δυτική Ευρώπη μια σχετική με τις Σταυροφορίες κίνηση των δουκών, των κόμηδων και των πριγκίπων, δηλαδή άρχισε η οργάνωση ενός πραγματικού στρατού.
Κανείς από τους άρχοντες της Δύσης δεν πήρε μέρος στη Σταυροφορία. Ο Ερρίκος Δ' της Γερμανίας ήταν τελείως απασχολημένος με τους αγώνες του με τον Πάπα, ο Φίλιππος Α' της Γαλλίας ήταν υπό αφορισμό λόγω του διαζυγίου του με τη νόμιμή του γυναίκα και λόγω του γάμου του με μια άλλη γυναίκα και ο Άγγλος βασιλιάς Γουλιέλμος Β' ο Πυρότριχος ήταν απασχολημένος σ’ ένα συνεχή αγώνα με τους υπηκόους του, την εκκλησία και το λαό, ενώ διατηρούσε συγχρόνως την εξουσία με τρόπο επισφαλή.
Από τους ηγέτες του στρατού των Σταυροφόρων πρέπει να αναφέρουμε τους εξής: Πρώτος είναι ο Γοδεφρείδος (Codfrey de Bouillon), από τη Λωρραίνη, στον οποίον οι μεταγενέστεροι θρύλοι αποδίδουν ένα τόσο ευγενικό χαρακτήρα που δυσκολεύει τον πραγματικό του χαρακτηρισμό. Στην πραγματικότητα υπήρξε ένας γενναίος και ικανός στρατιώτης και ένας θρησκευτικά σκεπτόμενος άνθρωπος που επιθυμούσε με την εκστρατεία αυτή να αποκαταστήσει τις απώλειες που είχε υποστεί στις ευρωπαϊκές του κτήσεις. Οι δυο του αδελφοί έλαβαν κι αυτοί μέρος κι ο ένας από αυτούς, ο Βαλδουίνος, θα γινόταν αργότερα βασιλιάς στα Ιεροσόλυμα. Με την καθοδήγηση του Γοδεφρείδου ο στρατός της Λωρραίνης προχώρησε μπροστά. Ο δούκας της Νορμανδίας Ροβέρτος, γιος του Γουλιέλμου του κατακτητή και αδελφός του βασιλιά της Αγγλίας Γουλιέλμου του Πυρρού, έλαβε μέρος στη Σταυροφορία, χωρίς να ωθείται από θρησκευτικά ελατήρια ή ιπποτικές διαθέσεις, απλά λόγω του ότι δεν ικανοποιείτο από τη μικρή εξουσία που διέθετε στο Δουκάτο του, που, λίγο πριν ξεκινήσει για τη Σταυροφορία, είχε ενεχυριάσει αντί ορισμένου χρηματικού ποσού, στον αδελφό του. Ο Ούγος (Hugues de Vermandois), αδελφός του βασιλιά της Γαλλίας, γεμάτος φιλοδοξίες, απέβλεπε στη δόξα και σε νέες κτήσεις και οι Σταυροφόροι τον εκτιμούσαν πολύ. Ο τραχύς και ευέξαπτος κόμης της Φλάνδρας, Ροβέρτος Β', έλαβε επίσης μέρος στην εκστρατεία και ονομάστηκε γι’ αυτό Ιεροσολυμίτης. Αρχηγοί των τριών στρατιών ήταν ο Ούγος ως αρχηγός του στρατού της Μέσης Γαλλίας και ο Ροβέρτος της Νορμανδίας με το Ροβέρτο της Φλάνδρας ως αρχηγοί των δύο στρατιών της Βόρειας Γαλλίας. Αρχηγός του στρατού της Νότιας Γαλλίας ήταν ο κόμης της Τουλούζης Ραϋμόνδος, ο οποίος ήταν πολύ γνωστός από τους αγώνες του εναντίον των Αράβων στην Ισπανία, ως ικανός ηγέτης και πολύ θρησκευόμενος άνθρωπος. Τελικά, ο ηγεμόνας του Τάραντα Βοημούνδος (γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου) και ο ανεψιός του Ταγκρέδος, που κυβερνούσε το νότιο ιταλικό στρατό των Νορμανδών, δεν είχαν κανένα θρησκευτικό ενδιαφέρον και, καθόλου απίθανο, έλπιζαν να βρουν ευκαιρία για να λύσουν τις διαφορές τους με το Βυζάντιο. Πολύ πιθανόν, ο Βοημούνδος είχε ήδη συγκεντρώσει τις φιλοδοξίες του στην απόκτηση της Αντιόχειας. Οι Νορμανδοί λοιπόν μετέφεραν στη Σταυροφορία έναν καθαρά κοσμικό και πολιτικό παράγοντα που ήταν αντίθετος με την πρώτη ιδέα της κίνησης των Σταυροφόρων. Ο στρατός του Βοημούνδου ήταν ίσως ο πιο καταρτισμένος απ’ όλα τα υπόλοιπα τμήματα των Σταυροφόρων, για μια τέτοια εκστρατεία, «επειδή περιλάμβανε άτομα που είχαν έλθει σ’ επαφή τόσο με τους Σαρακηνούς στη Σικελία, όσο και με τους Βυζαντινούς στη Νότια Ιταλία». Όλα τα στρατεύματα των Σταυροφόρων επιδίωκαν τους δικούς τους σκοπούς και δεν υπήρχε ούτε το γενικό σχέδιο ούτε γενικός αρχηγός. Τον κύριο ρόλο, στην Α' Σταυροφορία, έπαιξε η Γαλλία.
Ένα μέρος του στρατού των Σταυροφόρων πήγε στην Κωνσταντινούπολη μέσω ξηράς και ένα μέσω θάλασσας. Όπως ο «στρατός» του Πέτρου του Ερημίτη έτσι και οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν τα μέρη από τα οποία περνούσαν μεταχειριζόμενοι κάθε είδους βία. Ένας μάρτυρας αυτής της διάβασης των Σταυροφόρων, ο αρχιεπίσκοπος της Βουλγαρίας Θεοφύλακτος εξηγώντας τη σιωπή του, σ’ ένα γράμμα κατηγορεί τους Σταυροφόρους και λέει: «Τα χείλη μου συμπιέζονται. Πρώτα απ’ όλα η διάβαση των Φράγκων ή η εισβολή τους, ή δεν ξέρω πώς μπορεί να την ονομάσει κανείς, μας έχει τόσο πολύ επηρεάσει όλους μας ώστε δεν έχουμε καν αίσθηση του εαυτού μας. Αρκετά έχουμε πιεί το πικρό ποτήρι της εισβολής... Επειδή συνηθίσαμε στη σκληρότητα των Φράγκων, υποφέρουμε πιο εύκολα από πριν τις ατυχίες μας εφόσον ο χρόνος είναι καλός δάσκαλος όλων».
Είναι φανερό ότι ο Αλέξιος Κομνηνός είχε σπουδαίους λόγους να μη εμπιστεύεται τέτοιους υπερασπιστές της ιδέας της Σταυροφορίας. Ο αυτοκράτορας περίμενε ανήσυχα το στρατό των Σταυροφόρων που πλησίαζε απ’ όλες τις πλευρές την πρωτεύουσα και ο οποίος αριθμητικά ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από τους μισθοφόρους που είχε ζητήσει από τη Δύση. Μερικοί ιστορικοί κατηγορούν τον Αλέξιο και τους Βυζαντινούς για απιστία προς τους Σταυροφόρους. Κάτι τέτοιο όμως δεν πρέπει να το αποδεχτούμε, κυρίως αφότου η προσοχή στρέφεται στις λεηλασίες, τη λαφυραγώγηση και τους εμπρησμούς των Σταυροφόρων. Επίσης πρέπει να απορρίψουμε τον αυστηρό και αντι-ιστορικό χαρακτηρισμό του Γίβωνα, ο οποίος λέει ότι θα μπορούσε να συγκρίνει τον αυτοκράτορα Αλέξιο με το τσακάλι που ακολουθεί τα βήματα του λιονταριού και που καταβροχθίζει τα υπολείμματα που αυτό αφήνει. Φυσικά ο Αλέξιος δεν ήταν ο ταπεινός εκείνος άνθρωπος που θα μάζευε ό,τι του άφηναν οι Σταυροφόροι. Ο Αλέξιος αποδείχθηκε ο πολιτικός που κατάλαβε τι απειλή, για την ύπαρξη της αυτοκρατορίας του, αποτελούσαν οι Σταυροφόροι και γι’ αυτό πρώτη του σκέψη ήταν να μεταφέρει το γρηγορότερο τους ανήσυχους και επικίνδυνους «επισκέπτες» του στη Μικρά Ασία, όπου θα ολοκλήρωναν το σκοπό για τον οποίον ήρθαν στην Ανατολή, την καταπολέμηση δηλαδή των απίστων. Μια ατμόσφαιρα αμοιβαίας δυσπιστίας δημιουργείτο μεταξύ των Λατίνων και των Βυζαντινών, στο πρόσωπο των οποίων παρουσιάζονταν όχι μόνον οι σχισματικοί, αλλά και οι πολιτικοί ανταγωνισμοί που επρόκειτο αργότερα να λύσουν τις διαφορές τους με τη δύναμη του ξίφους. Ένας μορφωμένος και καλά καταρτισμένος Έλληνας πατριώτης, του 19ου αιώνα, ο Βικέλας γράφει τα εξής:
«Εμπρός στα μάτια των Δυτικών οι Σταυροφόροι παρουσιάζονται με όλες τις ευγενείς αναλογίες μιας μεγάλης κίνησης που στηρίχθηκε σε καθαρά θρησκευτικά ελατήρια, όταν η Ευρώπη... παρουσιάστηκε σαν ο μέχρι θυσίας υπέρμαχος του Χριστιανισμού και του πολιτισμού, με τη δύναμη των νέων της και τη δόξα της πνευματικής της αυγής. Είναι φυσικό ότι κάποια περηφάνια θα εμπνέει ακόμα κάθε οικογένεια της αριστοκρατίας των Λατίνων που κατάγεται από αυτούς που πολέμησαν κάτω από τη σημαία του Σταυρού. Αλλά όταν οι άνθρωποι της Ανατολής είδαν τα πλήθη των αμαθών βαρβάρων να λαφυραγωγούν και να λεηλατούν τις επαρχίες της χριστιανικής και Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καθώς και τους ανθρώπους που ονομάζονταν υπέρμαχοι της πίστης να σκοτώνουν τους ιερείς του Χριστού με τη δικαιολογία ότι ήταν σχισματικοί, ήταν φυσικό πως θα ξεχνούσαν ότι μια τέτοια κίνηση ξεκίνησε εμπνευσμένη από ένα θρησκευτικό σκοπό και ότι είχε έναν ιδιαίτερο χριστιανικό χαρακτήρα... Η εμφάνιση (των Σταυροφόρων) στο προσκήνιο της ιστορίας είναι η πρώτη πράξη της τελικής τραγωδίας της αυτοκρατορίας».
Ο ειδικός ιστορικός του Αλέξιου Κομνηνού, Chalandon, τείνει να δώσει, εν μέρει τουλάχιστον, σε όλους τους Σταυροφόρους τους χαρακτηρισμούς που δίνει ο Γίβων στους ακολούθους του Πέτρου του Ερημίτη: «Οι κλέφτες», γράφει, «που ακολούθησαν τον Πέτρο τον Ερημίτη ήταν άγρια θηρία δίχως σκοπό και ανθρωπισμό».
Έτσι το 1096 άρχισε η εποχή των Σταυροφοριών που αποδείχθηκε πλούσια σε συνέπειες και πολύ σημαντική τόσο για το Βυζάντιο και την Ανατολή όσο και για τη Δυτική Ευρώπη.
Η πρώτη περιγραφή της εντύπωσης που έκανε στους λαούς της Ανατολής, η έναρξη της κίνησης των Σταυροφόρων προέρχεται από έναν Άραβα ιστορικό του 12ου αιώνα, τον Ibn al-Qalanisi: «Το έτος αυτό (δηλαδή 19 Δεκεμβρίου 1096 έως 8 Δεκεμβρίου 1097)», γράφει ο ιστορικός αυτός, «άρχισαν να φτάνουν διαδοχικές ειδήσεις ότι τα στρατεύματα των Φράγκων εμφανίστηκαν από την κατεύθυνση της θάλασσας της Κωνσταντινούπολης με αμέτρητες δυνάμεις. Επειδή οι ειδήσεις αυτές ακολουθούσαν η μια την άλλη και διαδίδονταν συνεχώς από στόμα σε στόμα, ο λαός άρχισε να ανησυχεί και να ταράσσεται».
Αφού οι Σταυροφόροι μαζεύτηκαν σιγά-σιγά στην Κωνσταντινούπολη, ο Αλέξιος Κομνηνός, θεωρώντας το στρατό τους ως μισθοφόρους, εξέφρασε την επιθυμία να αναγνωριστεί αρχηγός της εκστρατείας και ζήτησε έναν όρκο υποτελείας από τους Σταυροφόρους. Μια τυπική συνθήκη έγινε μεταξύ του Αλέξιου και των ηγετών της Σταυροφορίας, οι οποίοι υποσχέθηκαν να δώσουν στον Αλέξιο κάθε πόλη που θα καταλάμβαναν και που ανήκε πριν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Δυστυχώς οι όροι υπό τους οποίους ορκίστηκαν οι ηγέτες της Σταυροφορίας δεν έχουν διασωθεί στην πρωτότυπή τους μορφή. Κατά πάσα πιθανότητα οι απαιτήσεις του Αλέξιου ήταν διάφορες: ζήτησε την άμεση απόκτηση των περιοχών της Μικράς Ασίας που λίγο πριν είχαν χαθεί μετά την ήττα της αυτοκρατορίας στο Ματζικέρτ (1071) και οι οποίες αποτελούσαν τις προϋποθέσεις της δύναμης και της ασφάλειας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του ελληνικού έθνους. Για τη Συρία και την Παλαιστίνη, που το Βυζάντιο τις είχε χάσει πριν από πολύ καιρό, ο αυτοκράτορας δεν είχε απαιτήσεις, και περιορίστηκε να κρατήσει την επικυριαρχία τους.
Αφού έφτασαν στη Μικρά Ασία οι Σταυροφόροι άρχισαν τη στρατιωτική τους δράση.[2] Ύστερα από μια πολιορκία της Νίκαιας η πόλη αυτή παραδόθηκε τον Ιούνιο του 1097 και με βάση τη συμφωνία που είχε γίνει με τον Αλέξιο, η πόλη διαβιβάστηκε σ’ αυτόν. Η επόμενη νίκη των Σταυροφόρων στο Δορύλαιο (Εσκί-Σεχίρ), ανάγκασε τους Τούρκους να εκκενώσουν το δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας και να αποσυρθούν στο εσωτερικό της χώρας, πράγμα που έδωσε στο Βυζάντιο μια εξαιρετική ευκαιρία να αποκαταστήσει τη δύναμή του στις ακτές της Μικράς Ασίας. Παρά τις φυσικές δυσκολίες, τις κλιματικές συνθήκες και την αντίσταση των Μουσουλμάνων, οι Σταυροφόροι προχωρούσαν μακριά, ανατολικά και ΝΑ. Στην άνω Μεσοποταμία ο Βαλδουίνος κατέλαβε την Έδεσσα όπου γρήγορα ίδρυσε το πριγκιπάτο του, το οποίο έγινε και η πρώτη λατινική επικράτεια της Ανατολής, αλλά κι ένα προπύργιο των Χριστιανών κατά των τουρκικών επιθέσεων. Το παράδειγμα όμως του Βαλδουίνου είχε και την αντίθετη, επικίνδυνη όψη, επειδή ήταν δυνατόν οι άλλοι βαρόνοι να ακολουθήσουν τα παράδειγμά του και να ιδρύσουν ατομικά πριγκιπάτα, τα οποία φυσικά θα αδικούσαν πολύ τον πραγματικό σκοπό της Σταυροφορίας. Αργότερα ο κίνδυνος αυτός έγινε πραγματικότητα.
Μετά από μακροχρόνια και εξαντλητική πολιορκία η κύρια πόλη της Συρίας, η Αντιόχεια (πολύ ισχυρό οχυρό), παραδόθηκε στους Σταυροφόρους και ο δρόμος προς την Ιερουσαλήμ ήταν πλέον ανοικτός. Χάρη όμως στην Αντιόχεια ξέσπασε ένας βίαιος αγώνας μεταξύ των ηγετών των Σταυροφόρων που τέλειωσε όταν ο Βοημούνδος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Βαλδουίνου, έγινε πρίγκιπας της Αντιόχειας. Οι Σταυροφόροι δεν κράτησαν τον όρκο τους ούτε στην Έδεσσα, ούτε στην Αντιόχεια.
Επειδή το μεγαλύτερο μέρος του στρατού παρέμεινε με τους αρχηγούς που ίδρυσαν τα πριγκιπάτα τους, μόνο λίγοι (20.000 έως 25.000) πλησίασαν την Ιερουσαλήμ, όπου έφτασαν εξαντλημένοι και εξασθενημένοι την 1η Ιουνίου 1099. Την εποχή εκείνη, η Ιερουσαλήμ είχε περιέλθει, από τους Σελτζούκους, στα χέρια ενός δυναμικού Χαλίφη της δυναστείας των Φατιμίδων. Ύστερα από μια βίαιη πολιορκία, στις 15 Ιουλίου του 1099, οι Σταυροφόροι πήραν την Αγία Πόλη και επιδόθηκαν σε μια τρομερή σφαγή. Το γνωστό τζαμί του Ομάρ και γενικά όλη η πόλη λεηλατήθηκε από τους Σταυροφόρους, που πήραν μαζί τους πολλούς θησαυρούς. Η χώρα, που αποτελείται από μια στενή παραλιακή λωρίδα, στην περιοχή της Συρίας και της Παλαιστίνης, ονομάστηκε Βασίλειο των Ιεροσολύμων. Ο Γοδεφρείδος, που συγκατατέθηκε να δεχθεί τον τίτλο του υπερασπιστή του Τιμίου Σταυρού, εκλέχτηκε βασιλιάς των Ιεροσολύμων και το νέο αυτό κράτος οργανώθηκε κατά το φεουδαρχικό σύστημα. Για την άμυνα των χωρών που κατακτήθηκαν οργανώθηκαν 3 τάγματα: α) το τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, β) το τάγμα των Ιπποτών του Ναού και γ) το τάγμα των Τευτόνων.
Η Α' Σταυροφορία, που τέλειωσε με τον σχηματισμό του Βασιλείου των Ιεροσολύμων και αρκετών ανεξάρτητων λατινικών κτήσεων στην Ανατολή, δημιούργησε μια πολύπλοκη πολιτική κατάσταση. Το Βυζάντιο, ικανοποιημένο από την εξασθένηση των Τούρκων της Μικράς Ασίας και από την αποκατάσταση της δύναμης της αυτοκρατορίας σε αρκετά μέρη αυτής της χώρας, ανησυχούσε για την εμφάνιση των πριγκιπάτων της Αντιόχειας, της Έδεσσας και της Τρίπολης, που απέβησαν νέοι πολιτικοί εχθροί της αυτοκρατορίας. Η δυσπιστία του Βυζαντίου σιγά-σιγά μεγάλωσε τόσο ώστε, το 12ο αιώνα, δε δίστασε να συμμαχήσει με τους παλιούς του εχθρούς, τους Τούρκους, αρχίζοντας εχθροπραξίες με τους παλιούς του συμμάχους, τους Σταυροφόρους. Με τη σειρά τους οι Σταυροφόροι, που είχαν εγκατασταθεί στις νέες τους επικράτειες και φοβόντουσαν την ενίσχυση της αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία, έκλεισαν επίσης συμμαχία με τους Τούρκους εναντίον του Βυζαντίου. Τον 12ο αιώνα ήταν φανερό ήδη ότι η αρχική ιδέα της Σταυροφορίας είχε τελείως εκφυλιστεί.
Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για μια πλήρη διάσταση μεταξύ του Αλέξιου Κομνηνού και των Σταυροφόρων. Φυσικά ο αυτοκράτορας ήταν πολύ δυσαρεστημένος με το σχηματισμό των λατινικών κτήσεων στην Ανατολή. Παρόλα αυτά δεν αρνήθηκε τη βοήθεια του στους Σταυροφόρους, τους οποίους μετέφερε από την Ανατολή στη Δύση, κατά την επιστροφή τους. Έντονη υπήρξε η διάσταση του αυτοκράτορα προς τον Βοημούνδο, ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη στην Αντιόχεια, σε βάρος των γειτόνων του Τούρκων και της περιοχής του Βυζαντίου. Έτσι η Αντιόχεια έγινε το κέντρο στο οποίο συγκέντρωσε ο Αλέξιος την προσοχή του. Ο Ραϋμόνδος δυσαρεστημένος με την κατάστασή του στην Ανατολή και θεωρώντας κι αυτός τον Βοημούνδο ως τον βασικό αντίπαλό του, πλησίασε περισσότερο τον Αλέξιο, ο οποίος την εποχή αυτή θεωρούσε δευτερεύουσας σημασίας την τύχη της Ιερουσαλήμ.
Ο αγώνας μεταξύ Βοημούνδου και αυτοκράτορα έγινε αναπόφευκτος. Μια ευκαιρία παρουσιάστηκε στον Αλέξιο, όταν ο Βοημούνδος συνελήφθη ξαφνικά από τους Τούρκους, από τον Εμίρη Malik Ghazi, που στα τέλη του 11 αιώνα κατέλαβε την Καππαδοκία, ιδρύοντας εκεί ένα ανεξάρτητο κράτος, το οποίο όμως καταστράφηκε από τους Σελτζούκους το δεύτερο ήμισυ του 12ου αιώνα. Ο Αλέξιος ήρθε σε συνεννόηση με τον Εμίρη για την απόδοση του Βοημούνδου αντί ορισμένου χρηματικού ποσού, αλλά οι συνεννοήσεις δεν καρποφόρησαν. Ο Βοημούνδος ελευθερώθηκε από άλλους και επέστρεψε στην Αντιόχεια. Με βάση τη συμφωνία που είχε κάνει με τους Σταυροφόρους, ο Αλέξιος ζήτησε από τον Βοημούνδο να του δώσει την Αντιόχεια, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε αποφασιστικά να εκπληρώσει το αίτημα του αυτοκράτορα.
Την εποχή αυτή, το 1104, οι Μουσουλμάνοι κέρδισαν μια μεγάλη νίκη κατά του Βοημούνδου και των άλλων Λατίνων πριγκίπων στη Harran, νότια της Έδεσσας. Η ήττα αυτή των Σταυροφόρων κατέστρεψε σχεδόν τις χριστιανικές κτήσεις της Συρίας και αναζωογόνησε τις ελπίδες τόσο του Αλέξιου όσο και των Μουσουλμάνων, οι οποίοι ευχαρίστως έβλεπαν την αναπόφευκτη εξασθένηση του Βοημούνδου. Η μάχη στη Harran κατέστρεψε τα σχέδιά του για την ίδρυση στην Ανατολή, ενός ισχυρού νορμανδικού κράτους και αντιλήφθηκε ότι δε διέθετε αρκετή δύναμη για να πολεμήσει και πάλι εναντίον των Μουσουλμάνων και του αυτοκράτορα. Η περαιτέρω παραμονή του στην Ανατολή του φαινόταν άσκοπη. Ο Βοημούνδος αποφάσισε λοιπόν να καταφέρει ένα κτύπημα κατά της αυτοκρατορίας στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, με τη βοήθεια νέων στρατευμάτων που συνέλεξε στην Ευρώπη. Αφού λοιπόν εμπιστεύθηκε στον ανεψιό του Ταγκρέδο την Αντιόχεια, ο Βοημούνδος έφυγε και ήρθε στην Απουλία. Η Άννα Κομνηνή δίνει μια ενδιαφέρουσα, αν και μυθιστορηματική εικόνα (γραμμένη με χιούμορ) για το πώς, προκειμένου να είναι εξασφαλισμένος από τα βυζαντινά πλοία, ο Βοημούνδος προσποιήθηκε το νεκρό και έφτασε στην Ιταλία μέσα σ’ ένα φέρετρο.
Η επιστροφή του Βοημούνδου στην Ιταλία έγινε δεκτή με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό. Ο λαός τον πλησίαζε, όπως λέει ένας συγγραφέας του Μεσαίωνα, «σαν να επρόκειτο να δει τον ίδιο τον Χριστό».
Έχοντας μαζέψει στρατό ο Βοημούνδος άρχισε τις εχθροπραξίες του εναντίον του Βυζαντίου, με την ενθάρρυνση και του Πάπα. Η εναντίον του Αλέξιου εκστρατεία του, όπως εξηγεί ένας Αρμένιος επιστήμονας, «έπαψε να είναι ένα απλό πολιτικό γεγονός. Τώρα είχε την έγκριση της Εκκλησίας, παίρνοντας έτσι τη μορφή μιας Σταυροφορίας».
Τα στρατεύματα του Βοημούνδου προέρχονταν πιθανόν από τη Γαλλία και την Ιταλία, αν και περιλάμβαναν πολύ πιθανόν Άγγλους, Γερμανούς και Ισπανούς. Το σχέδιό του ήταν να συμπληρώσει την εκστρατεία του 1081, που επιχείρησε ο πατέρας του Ροβέρτος Γυισκάρδος και να κατακτήσει το Δυρράχιο για να πάει μετά, μέσω Θεσσαλονίκης, στην Κωνσταντινούπολη. Η εκστρατεία αυτή όμως δεν πέτυχε. Ο Βοημούνδος νικήθηκε στο Δυρράχιο και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, με ταπεινωτικούς όρους, με τον Αλέξιο. Οι κύριοι όροι της συμφωνίας του Βοημούνδου με τον αυτοκράτορα ήταν οι εξής: Ο Βοημούνδος υποσχόταν να θεωρεί τον εαυτό του υποτελή του Αλέξιου και του γιου του Ιωάννη, να πολεμά εναντίον των εχθρών του αυτοκράτορα και να μεταβιβάσει στον αυτοκράτορα όλες τις περιοχές που ανήκαν πριν, στην αυτοκρατορία. Τα εδάφη που ποτέ δεν ανήκαν στην αυτοκρατορία και που περιήλθαν στην εξουσία του Βοημούνδου, θα έμεναν στην εξουσία του τελευταίου, σαν να του είχαν παραχωρηθεί εκ μέρους του αυτοκράτορα. Επίσης ο Βοημούνδος υποσχέθηκε να πολεμήσει τον ανεψιό του Ταγκρέδο αν αρνιόταν να υποταχθεί στον αυτοκράτορα. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας θα διοριζόταν από τον αυτοκράτορα και θα προερχόταν από πρόσωπα που ανήκαν στην Ανατολική Εκκλησία, έτσι ώστε να μην υπάρχει Λατίνος Πατριάρχης στην Αντιόχεια. Οι πόλεις και οι περιοχές που παραχωρούνται στον Βοημούνδο απαριθμούνται μέσα στη συμφωνία. Το σύμφωνο τελειώνει με τον ιερό (επί του Σταυρού) όρκο του Βοημούνδου, ότι θα εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας.
Με την κατάρρευση των σχεδίων του Βοημούνδου, η θυελλώδης σταδιοδρομία του, η οποία υπήρξε ίσως μοιραία για την κίνηση των Σταυροφόρων, τέλειωσε. Πέθανε στην Απουλία το 1111.
Ο θάνατος του Βοημούνδου έφερε σε δύσκολη θέση τον Αλέξιο, γιατί ο Ταγκρέδος αρνιόταν να εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας του θείου του και δεν ήθελε να διαβιβάσει την Αντιόχεια στον αυτοκράτορα, ο οποίος έπρεπε να αρχίσει πάλι από την αρχή. Το σχέδιο μιας εκστρατείας κατά της Αντιόχειας συζητήθηκε, αλλά δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Ήταν φανερό ότι την εποχή αυτή, η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να αναλάβει έναν τέτοιο δύσκολο αγώνα και ο θάνατος τους Ταγκρέδου δεν διευκόλυνε καθόλου την κατάσταση.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου αφιερώθηκαν κυρίως σε ετήσιους πολέμους με τους Τούρκους της Μικράς Ασίας, που συχνά υπήρξαν επιτυχείς για την αυτοκρατορία.
Στον τομέα της εξωτερικής ζωής της αυτοκρατορίας, ο Αλέξιος πέτυχε ένα πολύ δύσκολο έργο. Πολύ συχνά η δράση του Αλέξιου έχει αντιμετωπιστεί και εκτιμηθεί με βάση τις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους και με βάση της όλης του εξωτερικής πολιτικής. Μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων είναι, αναμφίβολα, άδικη. Σε μια επιστολή του, ο αρχιεπίσκοπος της Βουλγαρίας Θεοφύλακτος, σύγχρονος του Αλέξιου, χρησιμοποιεί τα λόγια ενός Ψαλμού (79:13) και συγκρίνει τη Βουλγαρία με ένα κλήμα, του οποίου τα φρούτα «αποσπώνται από όσους περνούν από κοντά του». Η σύγκριση αυτή, λέει ο Γάλος ιστορικός Chalandon, μπορεί να γίνει και με την Ανατολική αυτοκρατορία της εποχής του Αλεξίου. Όλοι οι γείτονές της προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία της αυτοκρατορίας για να αποκτήσουν μερικές από τις περιοχές της. Οι Νορμανδοί, οι Πατσινάκοι, οι Σελτζούκοι και οι Σταυροφόροι, απείλησαν το Βυζάντιο. Ο Αλέξιος που παρέλαβε το Βυζάντιο σε μια κατάσταση αδυναμίας, πέτυχε να αντισταθεί αποτελεσματικά σε αυτούς, αναβάλλοντας έτσι για αρκετό χρόνο την κατάρρευση του Βυζαντίου. Την εποχή του Αλεξίου, τα σύνορα του κράτους, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία, επεκτάθηκαν και οι εχθροί της αυτοκρατορίας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν παντού, με αποτέλεσμα να αποτελεί η βασιλεία του μια αδιαφιλονίκητη πρόοδο στον τομέα της επέκτασης των κτήσεων του Βυζαντίου. Οι κατηγορίες εναντίον του Αλέξιου για τις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους, πρέπει να εγκαταλειφθούν εφόσον θεωρούμε τον Αλέξιο σαν έναν άρχοντα που υπερασπίστηκε τα συμφέροντα του κράτους του και για τον οποίον οι Δυτικοί, γεμάτοι επιθυμίες για λεηλασίες και λαφυραγωγίες, αποτελούσαν ένα σοβαρό κίνδυνο. Έτσι, στην εξωτερική του πολιτική ο Αλέξιος υπερνίκησε με επιτυχία όλες τις δυσκολίες, ανέπτυξε τη διεθνή θέση της αυτοκρατορίας, επέκτεινε τα όριά της και για ένα χρονικό διάστημα σταμάτησε την πρόοδο των πολυάριθμων εχθρών, που από όλες τις πλευρές, πίεζαν την αυτοκρατορία.
Υποσημειώσεις:
[1] Ο Πέτρος ήταν Γάλλος μοναχός και οι Βυζαντινοί τον έλεγαν «Κουκούπετρο», γιατί ήταν μικρός κι αδύνατος και ντυνόταν με μακρύ ράσο που έφερνε κουκούλα.
[2] Ο αριθμός τους έφτανε τις 500.000. Από αυτούς μόνον οι 100.000 ήταν μάχιμοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν γυναικόπαιδα.
Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011
Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011
Η Α' Σταυροφορία και το Βυζάντιο (α' μέρος)
Η περίοδος των Σταυροφοριών αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ιστορίας του κόσμου, κυρίως από την άποψη της οικονομικής ιστορίας και γενικά του πολιτισμού. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το θρησκευτικό πρόβλημα είχε απωθήσει τις άλλες πλευρές αυτής της πολύμορφης κίνησης. Η πρώτη χώρα που αντιλήφθηκε την πλήρη σημασία των Σταυροφοριών υπήρξε η Γαλλία, όταν το 1806 η Γαλλική Ακαδημία και κατόπιν το Εθνικό Ινστιτούτο πρόσφερε ένα βραβείο για το καλύτερο έργο που είχε ως σκοπό του «τη μελέτη της επίδρασης των Σταυροφοριών στην πολιτική ελευθερία των ευρωπαϊκών εθνών, τον πολιτισμό τους, και την πρόοδο της επιστήμης, του εμπορίου και της βιομηχανίας». Φυσικά, στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πολύ πρόωρη η λεπτομερής συζήτηση ενός τέτοιου προβλήματος που δεν είχε ακόμα λυθεί. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι η περίοδος των Σταυροφοριών δεν εξετάζεται πια από τη στενή θρησκευτική πλευρά. Το 1808 βραβεύτηκαν από τη Γαλλική Ακαδημία το βιβλίο του Γερμανού Heeren, που εκδόθηκε συγχρόνως γερμανικά και γαλλικά με τον τίτλο «Δοκίμιο σχετικό με την επίδραση των Σταυροφοριών στην Ευρώπη» και το βιβλίο του Γάλλου Choiseul Daillecourt, με τον τίτλο «Περί της επιρροής των Σταυροφοριών στην κατάσταση των λαών της Ευρώπης». Αν και οι δυο αυτές μελέτες είναι τώρα ασυγχρόνιστες, εξακολουθούν να είναι ενδιαφέρουσες, ιδίως η πρώτη.
Φυσικά οι Σταυροφορίες αποτελούν τη πιο σημαντική εποχή της ιστορίας του αγώνα μεταξύ των διεθνών θρησκειών, του Χριστιανισμού και του Ισλαμισμού, ενός αγώνα που είχε αρχίσει από τον 7ο αιώνα. Αλλά στην προσπάθεια αυτή δεν υπάρχουν μόνο τα θρησκευτικά κίνητρα. Ήδη απ’ την Α' Σταυροφορία, που έδειχνε καθαρά τις ιδέες της κίνησης των Σταυροφόρων και απέβλεπε στην απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τα χέρια των απίστων, ήταν φανερά τα «κοσμικά» ελατήρια και τα υλικά συμφέροντα. «Υπήρχαν δύο τμήματα ανάμεσα στους Σταυροφόρους, το ένα από όσους σκέφτονταν θρησκευτικά και το άλλο από όσους σκέφτονταν πολιτικά». Παραθέτοντας τα λόγια αυτά του Γερμανού επιστήμονα Kugler, ο Γάλλος ιστορικός Chalandon, προσθέτει ότι «η άποψη αυτή του είναι απόλυτα σωστή». Όσο όμως πιο πολύ εξετάζουν οι επιστήμονες τις εσωτερικές συνθήκες της ζωής της Δυτικής Ευρώπης του 11ου αιώνα, και κυρίως την οικονομική εξέλιξη των πόλεων της Ιταλίας της εποχής εκείνης, τόσο πιο πολύ πείθονται ότι τα οικονομικά φαινόμενα έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία και στη διεξαγωγή της Α' Σταυροφορίας. Σε κάθε νέα Σταυροφορία γινόταν πιο αισθητός ο «κοσμικός» παράγοντας και τελικά, κατά την Δ' Σταυροφορία, ο παράγοντας αυτός υπερίσχυσε της αρχικής ιδέας, όταν το 1204 καταλήφθηκε η Κωνσταντινούπολη για να ιδρυθεί από τους Σταυροφόρους η Λατινική αυτοκρατορία.
Το Βυζάντιο έπαιζε την εποχή αυτή τέτοιο σπουδαίο ρόλο ώστε η μελέτη της Ανατολικής αυτοκρατορίας να καθίσταται απαραίτητη για πλήρη κατανόηση της προέλευσης κι ανάπτυξης των Σταυροφοριών. Επιπλέον οι περισσότεροι από όσους μελέτησαν τις Σταυροφορίες έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα με μια προκατάληψη υπέρ των Δυτικών και με μια διάθεση να κάνουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ένα είδος «αποδιοπομπαίου τράγου, υπεύθυνο για όλα τα σφάλματα των Σταυροφόρων» (Chalandon).
Από την πρώτη τους εμφάνιση στο προσκήνιο της ιστορίας, τον 7ο αιώνα, οι Άραβες με εξαιρετική ταχύτητα κατέλαβαν στην περιοχή της αυτοκρατορίας τη Συρία, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία, τις ανατολικές περιοχές της Μικράς Ασίας, την Αίγυπτο, τις βόρειες ακτές της Αφρικής και κατόπιν την Ισπανία, της οποίας το μεγαλύτερο τμήμα ανήκε στους Βησιγότθους. Το τελευταίο ήμισυ του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, οι Άραβες πολιόρκησαν δυο φορές την Κωνσταντινούπολη, η οποία σώθηκε δύσκολα, χάρη στη δραστηριότητα και την ικανότητα των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Δ' και Λέοντα Γ' Ίσαυρου. Το 732 οι Άραβες που είχαν εισχωρήσει στη Γαλατία πέρα από τα Πυρηναία, αναχαιτίστηκαν από τον Κάρολο Μαρτέλ κοντά στο Poitiers. Τον 9ο αιώνα κατέλαβαν την Κρήτη και, στις αρχές του 10ου αιώνα, τη Σικελία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των βυζαντινών κτήσεων της Ν. Ιταλίας περιήλθε στην εξουσία τους.
Οι κατακτήσεις αυτές των Αράβων υπήρξαν πολύ σημαντικές για την πολιτική και οικονομική κατάσταση της Ευρώπης. Η επίθεση των Αράβων, όπως λέει ο Pirenne, «άλλαξε την όψη του κόσμου. Η αιφνιδιαστική της εμφάνιση κατέστρεψε την αρχαία Ευρώπη, βάζοντας τέλος στη μεσογειακή δημοκρατία, στην οποία είχε συγκεντρωθεί η ευρωπαϊκή δύναμη. Η Μεσόγειος υπήρξε μια ρωμαϊκή λίμνη, ενώ τώρα έγινε κυρίως μια μουσουλμανική λίμνη». Η άποψη αυτή του Βέλγου ιστορικού πρέπει να γίνει δεκτή με κάποια επιφύλαξη. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και των ανατολικών χωρών, αν και περιορίστηκαν από τους Μουσουλμάνους, δεν διακόπηκαν. Οι έμποροι και οι προσκυνητές συνέχισαν να ταξιδεύουν, ενώ τα εξωτικά προϊόντα της Ανατολής διατίθεντο στην Ευρώπη, όπως για παράδειγμα στη Γαλατία.
Στην αρχή, η στάση του Ισλαμισμού απέναντι στους Χριστιανούς υπήρξε ανεκτική και, παρά τις μικροενοχλήσεις που υπέστησαν τον 10ο αιώνα οι εκκλησίες και οι Χριστιανοί, δεν υπήρξαν θρησκευτικά ελατήρια στη συμπεριφορά αυτή των Μουσουλμάνων. Στις περιοχές που κατέκτησαν, οι Άραβες διατήρησαν, ως επί το πλείστον, τις εκκλησίες και τη χριστιανική λατρεία, επιτρέποντας συγχρόνως την άσκηση της χριστιανικής φιλανθρωπίας. Την εποχή του Καρλομάγνου, στις αρχές του 9ου αιώνα, υπήρξαν πανδοχεία και νοσοκομεία για τους προσκυνητές, ενώ κτίζονταν και νέες εκκλησίες και μοναστήρια. Βιβλιοθήκες οργανώνονταν στα μοναστήρια και οι προσκυνητές επισκέπτονταν τους Αγίους Τόπους ανενόχλητοι.
Οι σχέσεις αυτές της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου με την Παλαιστίνη, σε συνδυασμό με την ανταλλαγή μερικών πρεσβειών μεταξύ του Μονάρχη της Δύσης και του Χαλίφη Χαρούν-αρ-Ρασίντ, οδήγησαν στο συμπέρασμα, που υποστηρίζουν μερικοί επιστήμονες, ότι είχε δημιουργηθεί στην Παλαιστίνη ένα είδος Φράγκικου Προτεκτοράτου, υπό τον Καρλομάγνο, που σκοπό είχε την υποστήριξη των χριστιανικών συμφερόντων, στους Αγίους Τόπους, δίχως να παραβλάπτεται η πολιτική δύναμη του Χαλίφη. Αφετέρου, μια άλλη ομάδα ιστορικών, που αρνείται τη σπουδαιότητα των σχέσεων αυτών, ισχυρίζεται ότι το Προτεκτοράτο δεν ιδρύθηκε ποτέ και ότι αποτελεί μύθο ανάλογο με το θρύλο της Σταυροφορίας του Καρλομάγνου στους Αγίους Τόπους. Ο τίτλος ενός τελευταίου και σχετικού με το θέμα άρθρου, είναι «ο μύθος του Προτεκτοράτου του Καρλομάγνου στους Αγίους Τόπους». Ο όρος «Φράγκικο Προτεκτοράτο», όπως και πολλοί άλλοι όροι, είναι συμβατικός και μάλλον ασαφής. Μια σχετική με τον όρο συζήτηση όμως είναι πολύ σημαντική, γιατί δείχνει ότι από τις αρχές του 9ου αιώνα η Φράγκικη αυτοκρατορία είχε ήδη σημαντικά συμφέροντα στην Παλαιστίνη, πράγμα που είχε πολύ σημασία για την περαιτέρω εξέλιξη των διεθνών σχέσεων που προηγήθηκαν από τις Σταυροφορίες.
Στο τελευταίο ήμισυ του 10ου αιώνα, οι λαμπρές νίκες του βυζαντινού στρατού, υπό την καθοδήγηση του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή, εναντίον των Αράβων της Ανατολής, μετέβαλαν το Χαλέπι και την Αντιόχεια, στη Συρία, σε υποτελή κράτη της αυτοκρατορίας και, μετά από αυτό, ο στρατός του Βυζαντίου εισήλθε, πιθανόν, στην Παλαιστίνη. Οι στρατιωτικές αυτές επιτυχίες του Βυζαντίου είχαν ένα αντίκτυπο στην Ιερουσαλήμ που δίνει στο Γάλλο ιστορικό Bréhier τη δυνατότητα να μιλάει για ένα Βυζαντινό Προτεκτοράτο στους Αγίους Τόπους, που τερμάτισε το Φράγκικο Προτεκτοράτο.
Όταν το 969 η Παλαιστίνη περιήλθε στην εξουσία της Αιγυπτιακής δυναστείας των Φατιμίδων, η νέα κατάσταση δεν φάνηκε, τουλάχιστον αρχικά, να μεταβάλλει τη ζωή των Χριστιανών της Ανατολής, ουσιαστικά, και οι προσκυνητές συνέχισαν να έρχονται ανενόχλητοι στην Παλαιστίνη. Τον 11ο αιώνα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Ο ανισόρροπος Χαλίφης Χάκιμ, που αποκαλείται «Νέρων της Αιγύπτου», άρχισε ένα σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών και των Ιουδαίων και το 1009 προκάλεσε στην Ιερουσαλήμ την καταστροφή του Ναού της Ανάστασης και του Γολγοθά. Η ορμή που είχε για την καταστροφή των εκκλησιών ανακόπηκε από το φόβο του μήπως και συμβούν παρόμοια γεγονότα σε βάρος των τζαμιών στις χριστιανικές περιοχές.
Όταν ο Bréhier έγραφε για το Βυζαντινό Προτεκτοράτο στους Αγίους Τόπους, είχε υπόψη του τον Άραβα ιστορικό του 11ου αιώνα Yahya, ο οποίος λέει ότι το 1012 ένας ηγέτης των Βεδουίνων, που είχε επαναστατήσει κατά του Χάκιμ, κατέλαβε τη Συρία, ανάγκασε τους Χριστιανούς να ανασυγκροτήσουν το Ναό της Ανάστασης και έκανε έναν Επίσκοπο της εκλογής του Πατριάρχη των Ιεροσολύμων. Στη συνέχεια ο Βεδουίνος βοήθησε (τον Πατριάρχη) να χτίσει το Ναό της Ανάστασης και να τον αποκαταστήσει, όσο μπορούσε. Ερμηνεύοντας το κείμενο αυτό ο Ρώσος επιστήμονας Rosen, παρατηρεί ότι ο Βεδουίνος ενήργησε «πιθανόν με το σκοπό να κερδίσει την εύνοια του Βυζαντινού αυτοκράτορα». Ο Bréhier αποδίδει αυτή την υπόθεση του Rosen στο κείμενο του Yahya. Επειδή όμως η σχετική με τα ελατήρια του Βεδουίνου άποψη, δεν είναι του Yahya, μπορεί κανείς να πει ότι η θεωρία του Bréhier, για το Βυζαντινό Προτεκτοράτο της Παλαιστίνης, δεν είναι και τόσο θετική όσο παρουσιάζεται στο βιβλίο του.
Οπωσδήποτε όμως το γεγονός αυτό υπήρξε η αρχή μόνο της ανασυγκρότησης των Αγίων Τόπων. Μετά το θάνατο του Χάκιμ, το 1021, ακολούθησε μια εποχή ανοχής για τους Χριστιανούς. Η ειρήνη μεταξύ του Βυζαντίου και των Φατιμίδων, έδωσε τη δυνατότητα στους αυτοκράτορες του Βυζαντίου να αναλάβουν την πραγματική ανασυγκρότηση του Ναού της Ανάστασης, η οποία συμπληρώθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα, τη εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Μονομάχου. Η περιοχή των Χριστιανών περιβλήθηκε από ένα ισχυρό τείχος και οι προσκυνητές μπορούσαν και πάλι να πάνε στους Αγίους Τόπους. Ανάμεσα στους άλλους προσκυνητές που αναφέρουν οι πηγές, είναι και ο δούκας της Νορμανδίας Ροβέρτος Διάβολος, που πέθανε στη Νίκαια το 1035, επιστρέφοντας από την Ιερουσαλήμ. Την ίδια εποχή ίσως, το 1030, ο περίφημος Βαράγγος της εποχής αυτής Harald Haardraade, με την υποστήριξη ενός σώματος Σκανδιναβών, που ήρθε μαζί του από τον Βορρά, έφτασε στην Ιερουσαλήμ και πολέμησε στη Συρία και τη Μικρά Ασία εναντίον των Μουσουλμάνων.
Οι ενέργειες εναντίον των Χριστιανών γρήγορα άρχισαν και πάλι, και το 1056 ο Ναός της Ανάστασης κλείστηκε, ενώ πάνω από 300 Χριστιανοί εξορίστηκαν από την Ιερουσαλήμ.
Ο κατεστραμμένος Ναός της Ανάστασης ανασυγκροτήθηκε με μεγαλοπρέπεια. Ένας Ρώσος προσκυνητής, ο ηγούμενος Δανιήλ, που επισκέφτηκε την Παλαιστίνη τα πρώτα χρόνια του 12ου αιώνα, αμέσως μετά την ίδρυση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, το 1099, μέτρησε τις στήλες του Ναού, περιέγραψε το μαρμάρινο διάκοσμο του πατώματός του, καθώς και τις 6 πύλες του και έδωσε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα μωσαϊκά του. Περιέγραψε επίσης πολλές εκκλησίες, λείψανα και τοποθεσίες της Παλαιστίνης που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη.
Ο Δανιήλ και ένας Αγγλοσάξων προσκυνητής, ο Saewulf, μιλούν για το πώς «οι ειδωλολάτρες Σαρακηνοί» (δηλαδή οι Άραβες) κρυμμένοι στα βουνά και τις σπηλιές κτυπούσαν μερικές φορές τους προσκυνητές για να τους ληστέψουν. Οι Σαρακηνοί πάντοτε παγίδευαν τους Χριστιανούς και κρυμμένοι στα βουνά και τις σπηλιές αγρυπνούσαν νύχτα και ημέρα, προσέχοντας να δουν σε ποιους θα μπορούσαν να επιτεθούν.
Η ανοχή των Χριστιανών εκ μέρους των Αράβων εκδηλώθηκε επίσης στη Δύση. Όταν για παράδειγμα στα τέλη του 11ου αιώνα οι Ισπανοί κατέλαβαν το Τολέδο από τους Άραβες εκπλάγηκαν βρίσκοντας χριστιανικές εκκλησίες της πόλης άθικτες και μαθαίνοντας ότι οι λειτουργίες δεν είχαν διακοπεί καθόλου. Με τον ίδιο τρόπο, όταν στα τέλη του 11ου αιώνα οι Νορμανδοί κατέλαβαν τη Σικελία, βρήκαν εκεί, παρά το γεγονός ότι οι Άραβες διοικούσαν περισσότερο από 200 χρόνια, πολλούς Χριστιανούς που ελεύθερα ομολογούσαν την πίστη τους.
Έτσι το πρώτο γεγονός του 11ου αιώνα, το οποίο είχε θλιβερό αντίκτυπο στη χριστιανική Δύση, υπήρξε η καταστροφή του Ναού της Ανάστασης, το 1009. Ένα άλλο γεγονός, σχετικό με τους Αγίους Τόπους έλαβε χώρα το δεύτερο ήμισυ του 11ου αιώνα.
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, αφού νίκησαν το στρατό του Βυζαντίου το 1071, στο Ματζικέρτ, ίδρυσαν το Σουλτανάτο του Ικονίου στη Μικρά Ασία, προχωρώντας με επιτυχία προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτές οι στρατιωτικές επιτυχίες είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην Ιερουσαλήμ, που καταλήφθηκε το 1070 από τον Τούρκο στρατηγό Atzig. Λίγο αργότερα η πόλη επαναστάτησε, αλλά ο Atzig την κατέλαβε και πάλι και την λεηλάτησε. Στη συνέχεια οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αντιόχεια στη Συρία, εγκαταστάθηκαν στη Νίκαια, την Κύζικο και τη Σμύρνη, στη Μικρά Ασία και κατέκτησαν τη Χίο, τη Λέσβο, τη Σάμο και τη Ρόδο. Η κατάσταση των Ευρωπαίων προσκυνητών χειροτέρευσε και, παρόλο που οι διωγμοί σε βάρος των Χριστιανών υπερβάλλονται, είναι πολύ δύσκολο να συμφωνήσουμε με τη γνώμη του Ramsay για ηπιότητα των Τούρκων έναντι των Χριστιανών. «Οι Σελτζούκοι Σουλτάνοι», γράφει, «κυβερνούσαν τους Χριστιανούς υπηκόους τους με τρόπο επιεική και ανεκτικό και ακόμα και οι πιο προκατειλημμένοι Βυζαντινοί ιστορικοί κάνουν μερικούς υπαινιγμούς για Χριστιανούς που σε πολλές περιπτώσεις προτιμούσαν τη διοίκηση των Σουλτάνων από αυτήν των αυτοκρατόρων... Οι Χριστιανοί κάτω από τον ζυγό των Σελτζούκων ήταν πιο ευτυχισμένοι από αυτούς της κεντρικής αυτοκρατορίας. Πιο δυστυχισμένες από όλες ήταν οι συνοριακές περιοχές του Βυζαντίου, που υφίσταντο συνεχείς επιδρομές. Όσον αφορά τους θρησκευτικούς διωγμούς δεν βρίσκουμε ούτε ίχνος τους την εποχή των Σελτζούκων».
Η καταστροφή του Ναού της Ανάστασης το 2009 και η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους Τούρκους την 8η δεκαετία του 11ου αιώνα, υπήρξαν δυο σπουδαία γεγονότα που επηρέασαν πολύ τις θρησκευόμενες μάζες της Δυτικής Ευρώπης, προκαλώντας μια έντονη συγκίνηση και ένα ισχυρό θρησκευτικό ενθουσιασμό. Επιπλέον, πολλοί Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν ότι, αν το Βυζάντιο περιερχόταν στην εξουσία των Τούρκων όλη η χριστιανική Δύση θα εκτίθετο σε έναν τρομερό κίνδυνο. «Μετά από τόσους αιώνες φόβου και ερήμωσης», λέει ένας Γάλλος ιστορικός, «ο κόσμος της Μεσογείου θα υποκύψει και πάλι στις επιθέσεις των βαρβάρων; Αυτό είναι το αγωνιώδες ερώτημα που τίθεται κατά το 1075. Η Δυτική Ευρώπη, ανασυγκροτούμενη βαθμιαία κατά τον 11ο αιώνα, θα απαντήσει στις ομαδικές επιθέσεις των Τούρκων με μια Σταυροφορία» (Halphen).
Ο κίνδυνος όμως των ολοένα ενισχυόμενων Τούρκων γινόταν αισθητός κυρίως από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, οι οποίοι, μετά την ήττα του Ματζικέρτ, φαινόταν ανίκανοι να αντισταθούν επιτυχώς, με τις δικές τους δυνάμεις, στους Τούρκους. Έστρεψαν τα μάτια τους στη Δύση, κυρίως στον Πάπα, ο οποίος σαν πνευματικός ηγέτης της Δύσης μπορούσε με την επιρροή του, να πείσει τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης να δώσουν στο Βυζάντιο της απαραίτητη βοήθεια. Μερικές φορές, όπως δείχνει το μήνυμα του Αλέξιου Κομνηνού προς τον Ροβέρτο της Φλάνδρας, οι αυτοκράτορες έκαναν επίσης ατομική έκκληση στους ηγέτες της Δύσης. Ο Αλέξιος όμως είχε υπόψη του απλά μερικά βοηθητικά στρατεύματα και όχι ένα δυναμικό και καλά οργανωμένο στρατό.
Οι Πάπες απάντησαν πολύ ευνοϊκά στις εκκλήσεις των αυτοκρατόρων της Ανατολής. Εκτός από την καθαρά ιδεαλιστική πλευρά του ζητήματος (βοήθεια για το Βυζάντιο και συνεπώς για όλο τον χριστιανικό κόσμο, καθώς και απελευθέρωση των Αγίων Τόπων) οι Πάπες απέβλεπαν φυσικά και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Καθολικής Εκκλησίας, ελπίζοντας, σε περίπτωση αποτυχίας, να αυξηθεί η επιρροή των Παπών (που δεν ξεχνούσαν το σχίσμα του 1054) ακόμα πιο πολύ. Η αρχική ιδέα του αυτοκράτορα του Βυζαντίου να αποκτήσει μερικούς μισθοφόρους από τη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία, κυρίως κάτω από την επίδραση των εκκλησιών του Πάπα, στην ιδέα μιας Σταυροφορίας, δηλαδή στην ιδέα μιας ομαδικής κίνησης των λαών της Δυτικής Ευρώπης που θα γινόταν κάτω από την κατεύθυνση των αρχόντων τους και των πιο εκλεκτών στρατιωτικών ηγετών τους.
Μέχρι το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα οι επιστήμονες πίστευαν ότι η πρώτη ιδέα των Σταυροφοριών, καθώς και η πρώτη σχετική έκκληση προήλθε, στα τέλη του 10ου αιώνα, από τον περίφημο Gerbert, κατόπιν Πάπα Σιλβέστρο Β'. Ανάμεσα στις επιστολές του υπάρχει μια «από την κατεστραμμένη Εκκλησία των Ιεροσολύμων προς την παγκόσμια Εκκλησία». Με το γράμμα αυτό η Εκκλησία των Ιεροσολύμων ζητάει από την παγκόσμια Εκκλησία να σπεύσει προς βοήθειά της. Τώρα οι καλύτεροι από τους ειδικούς στο πρόβλημα «Gerbert» θεωρούν το γράμμα αυτό αυθεντικό έργο του Gerbert, που το έγραψε πριν γίνει Πάπας, χωρίς όμως να διαβλέπουν σ’ αυτό τίποτα το σχετικό με τη Σταυροφορία, επειδή είναι ένα απλό μήνυμα προς τους πιστούς, που ζητάει από αυτούς να ενισχύσουν τα χριστιανικά ιδρύματα της Ιερουσαλήμ. Στα τέλη του 10ου αιώνα η θέση των Χριστιανών στην Παλαιστίνη δεν ήταν ακόμα τέτοια που να απαιτεί τη δημιουργία μιας κίνησης σαν αυτήν των Σταυροφόρων.
Πριν από την εποχή των Κομνηνών, κάτω από την πίεση των Σελτζούκων και τον κίνδυνο των Πατσινάκων, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ' έστειλε μήνυμα στον Πάπα Γρηγόριο Ζ' ζητώντας του βοήθεια και υποσχόμενος την ένωση των Εκκλησιών.
Ο Πάπας είχε επίσης γράψει πολλά γράμματα με τα οποία προέτρεπε τους αποδέκτες τους να υποστηρίξουν την αυτοκρατορία που χανόταν. Στο γράμμα του προς τον δούκα της Βουργουνδίας ο Πάπας γράφει: «Ελπίζουμε... ότι μετά την υποταγή των Νορμανδών, θα περάσουμε στην Κωνσταντινούπολη για να βοηθήσουμε τους Χριστιανούς οι οποίοι, πιεζόμενοι από τις συχνές επιδρομές των Σαρακηνών, ζητούν ανυπόμονα τη βοήθειά μας». Σε μια άλλη επιστολή του ο Γρηγόριος Ζ' μιλάει για το οικτρό κατάντημα της μεγάλης αυτοκρατορίας. Ενώ σ’ ένα γράμμα του προς τον Γερμανό βασιλιά Ερρίκο Δ' γράφει ότι «το περισσότερο μέρος της υπερπόντιας Χριστιανοσύνης καταστρέφεται από τους ειδωλολάτρες, οι Χριστιανοί δολοφονούνται κάθε μέρα σαν ζώα και η χριστιανική φυλή εξολοθρεύεται». Οι Χριστιανοί ζητούν ταπεινά βοήθεια για να μη χαθεί τελείως η χριστιανική θρησκεία. Ύστερα από τις εκκλήσεις του Πάπα οι Ιταλοί και άλλοι Ευρωπαίοι ετοίμασαν ένα στρατό από 50.000 περίπου άνδρες και σχεδίαζαν, αν μπορούσαν, να κάνουν τον Πάπα αρχηγό της εκστρατείας, θέλοντας να βαδίσουν κατά των εχθρών του Θεού για να φτάσουν στον Άγιο Τάφο.
«Κάνω αυτό το οποίο κάνω», συνεχίζει ο Πάπας, «επειδή η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, που διαφωνεί μαζί μας στο ζήτημα του Αγίου Πνεύματος επιθυμεί να συνδιαλλαγεί με τον αποστολικό θρόνο».
Στο γράμμα αυτό δεν τίθεται απλά το ζήτημα μιας Σταυροφορίας για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Ο Γρηγόριος Ζ' σχεδίαζε μια εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη για να σώσει το Βυζάντιο, δηλαδή το προπύργιο της Χριστιανοσύνης στην Ανατολή. Η βοήθεια του Πάπα ακολουθείτο από την ένωση των Εκκλησιών και την επιστροφή της «σχισματικής» Ανατολικής Εκκλησίας στην «αληθινή» Καθολική Εκκλησία. Έχει κανείς την εντύπωση ότι στα γράμματα αυτά τίθεται το ζήτημα της προστασίας της Κωνσταντινούπολης μάλλον και όχι η κατάκτηση τω Αγίων Τόπων. Επιπλέον όλα αυτά τα γράμματα γράφτηκαν πριν πέσει η Ιερουσαλήμ στα χέρια των Τούρκων και πριν χειροτερεύσει η κατάσταση των Χριστιανών της Παλαιστίνης. Έτσι, στα σχέδια του Γρηγορίου, ο ιερός πόλεμος εναντίον του Ισλάμ φαίνεται να είχε δευτερεύουσα θέση. Φαίνεται δηλαδή ότι ο Πάπας, οπλίζοντας τους Χριστιανούς της Δύσης για τον αγώνα εναντίον της μουσουλμανικής Ανατολής, είχε υπόψη του τη «σχηματική» Ανατολή, που στον Γρηγόριο φαινόταν πιο φοβερή από το Ισλάμ. Σε μια επιστολή του (σχετική με τις περιοχές που ήταν κάτω από την κατοχή των Βέρβερων της Ισπανίας) ο Πάπας δηλώνει αδίστακτα ότι θα προτιμούσε να αφήσει αυτές τις περιοχές στα χέρια των απίστων, δηλαδή των Μουσουλμάνων, παρά να τις δει να πέφτουν στα χέρια των απείθαρχων τέκνων της Εκκλησίας. Αν τα μηνύματα του Γρηγορίου Ζ' αποτελούν το πρώτο σχέδιο των Σταυροφοριών, δείχνουν τις σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ αυτού του σχεδίου και του σχίσματος των Εκκλησιών, του 1054.
Όπως ο Μιχαήλ Ζ', έτσι και ο Αλέξιος Κομνηνός, κυρίως υπό την πίεση της φρίκης του 1091, έκανε έκκληση στη Δύση ζητώντας την αποστολή μισθοφόρων. Η επέμβαση όμως των Κομάνων και ο βίαιος θάνατος του Τούρκου πειρατή Τσαχά απομάκρυναν τον κίνδυνο και, από την πλευρά του Αλέξιου, η βοήθεια της Δύσης φαινόταν το 1092 άχρηστη για την αυτοκρατορία.
Στο μεταξύ όμως η κίνηση την οποία δημιούργησε ο Γρηγόριος Ζ' στη Δύση διαδόθηκε πολύ, κυρίως χάρη στον δραστήριο Πάπα Ουρβανό Β'. Οι μισθοφόροι, τους οποίους ζήτησε ο Αλέξιος Κομνηνός, ξεχάστηκαν και ετίθετο πια το ζήτημα μιας ομαδικής κίνησης.
Η πρώτη κριτική έρευνα ενός Γερμανού ιστορικού, του Sybel, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1841, υποστηρίζει (βλέποντάς τις από δυτική σκοπιά) τις εξής βασικές αιτίες των Σταυροφοριών:
1) Πρώτη αιτία είναι το γενικό θρησκευτικό πνεύμα, που αναπτύχθηκε τον 11ο αιώνα χάρη στη γνωστή κίνηση των Κλουνιανών. Σε μια κοινωνία που πιέζεται από τη συναίσθηση των αμαρτιών της υπάρχει μια τάση προς τον ασκητισμό, την απομόνωση, τα πνευματικά έργα και τα προσκυνήματα, ενώ η θεολογία και η φιλοσοφία της σχετικής με αυτήν εποχής επηρεάζεται πολύ από την τάση αυτή. Το πνεύμα αυτό υπήρξε η πρώτη γενική αιτία που κατεύθυνε τα πλήθη στο έργο της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων.
2) Δεύτερη αιτία είναι η ανάπτυξη του παπισμού τον 11ο αιώνα και κυρίως υπό τον Γρηγόριο Ζ'. Οι Σταυροφορίες ήταν πολύ επιθυμητές στους Πάπες, επειδή άνοιγαν ευρείς ορίζοντες για την περαιτέρω ανάπτυξη της παπικής εξουσίας και δύναμης. Αν οι Πάπες πετύχαιναν στις προσπάθειές τους θα άπλωναν την εξουσία τους σε πολλές νέες χώρες και θα επανέφεραν το «σχηματικό» Βυζάντιο στην Καθολική Εκκλησία. Έτσι η ιδεαλιστική τους επιθυμία να βοηθήσουν τους Χριστιανούς της Ανατολής και να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους αναμιγνυόταν με τον πόθο τους να αυξήσουν τη δύναμή τους και την εξουσία τους.
3) Κοσμικά και υλιστικά ελατήρια επηρέασαν επίσης αρκετά διάφορες κοινωνικές τάξεις. Συμμετέχοντας στη γενική θρησκευτική συγκίνηση, η αριστοκρατία, οι βαρόνοι και οι ιππότες, έβλεπαν στην προσπάθεια αυτή μια εξαιρετική ευκαιρία για να ικανοποιήσουν το πνεύμα της περιπέτειας και της αγάπης για πόλεμο που τους χαρακτήριζε. Μια εκστρατεία κατά της Ανατολής θα ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες τους και τις υλικές τους προσδοκίες. Όσον αφορά τις κατώτερες τάξεις, οι αγρότες, τσακισμένοι από το βάρος του φεουδαρχικού δεσποτισμού είδαν τις Σταυροφορίες το λιγότερο σαν μια πρόσκαιρη απαλλαγή από τη φεουδαρχική καταπίεση, μια αναβολή της πληρωμής των οφειλών τους, κάποια ασφάλεια των οικογενειών τους και σαν μια απαλλαγή από τις αμαρτίες τους.
Αργότερα, οι επιστήμονες τόνισαν άλλα φαινόμενα, σχετικά με την προέλευση της Α' Σταυροφορίας.
Κατά τον 11ο αιώνα οι δυτικοί προσκυνητές των Αγίων Τόπων ήταν πολυάριθμοι. Μερικές φορές τα προσκυνήματα γίνονταν κατά μεγάλες ομάδες και, εκτός από τα ατομικά προσκυνήματα, υπήρχαν και πραγματικές εκστρατείες στους Αγίους Τόπους. Το 1026-1027 επτακόσιοι προσκυνητές, μαζί με πολλούς Νορμανδούς ιππότες, επικεφαλής των οποίων ήταν ένας Γάλλος ηγούμενος, επισκέφτηκαν την Παλαιστίνη. Το ίδιο έτος ο Γουλιέλμος, κόμης του Angoulême, ακολουθούμενος από αρκετούς ηγούμενους της Δυτικής Γαλλίας και από μεγάλο αριθμό ευγενών, έκανε ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Το 1033 πήγαν τόσοι προσκυνητές στον Άγιο Τάφο όσοι δεν είχαν πάει ποτέ πριν. Το πιο περίφημο όμως προσκύνημα έγινε το 1064-1065, με περισσότερα από 7.000 άτομα (συνήθως λέγεται ότι ήταν πάνω από 12.000). υπό την καθοδήγηση του Επισκόπου του Bamberg της Γερμανίας Günther. Οι προσκυνητές πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη στη Μικρά Ασία και, ύστερα από πολλές περιπέτειες και απώλειες, έφτασαν στην Ιερουσαλήμ. Οι σχετικές με το μεγάλο αυτό προσκύνημα πηγές αναφέρουν ότι «από τις 7.000 δεν επέστρεψαν ούτε 2.000» και ότι πέθανε και ο ίδιος ο αρχηγός του προσκυνήματος Günther.
Γύρω από αυτά τα προσκυνήματα πριν από τις Σταυροφορίες, έχει δημιουργηθεί το ζήτημα του κατά πόσο ο 11ος αιώνας μπορεί να θεωρηθεί (όπως συχνά θεωρείται) σαν μια μεταβατική περίοδος από τα ειρηνικά προσκυνήματα στις στρατιωτικές εκστρατείες της εποχής των Σταυροφοριών. Πολλοί επιστήμονες προσπάθησαν να αποδείξουν ότι, λόγω των νέων συνθηκών που δημιουργήθηκαν στην Παλαιστίνη μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους, οι ομάδες των προσκυνητών άρχισαν να ταξιδεύουν οπλισμένες για να μπορούν να υπερασπίζονται τον εαυτό τους κατά των πιθανών επιθέσεων. Τώρα χάρη στον Joranson, έχει γίνει δεκτό το γεγονός ότι το μεγαλύτερο προσκύνημα του 11ου αιώνα έγινε αποκλειστικά από άοπλα άτομα και συνεπώς προκύπτει το ερώτημα αν έλαβε ποτέ χώρα προσκύνημα, πριν την περίοδο των Σταυροφοριών, με τη μορφή εκστρατείας οπλισμένων ανθρώπων. Φυσικά μερικοί από τους ιππότες προσκυνητές ήταν οπλισμένοι, αλλά οπωσδήποτε δεν υπήρξαν ποτέ Σταυροφόροι. Έπαιζαν όμως σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της προέλευσης των Σταυροφοριών, πληροφορώντας τους Ευρωπαίους της Δύσης για την κατάσταση των Αγίων Τόπων και διεγείροντας το ενδιαφέρον τους. Όλα αυτά τα προσκυνήματα έγιναν πριν οι Τούρκοι κατακτήσουν την Παλαιστίνη. Ένα από τα αποτελέσματα της πιο σύγχρονης έρευνας των προσκυνημάτων του 11ου αιώνα, που έγιναν πριν τις κατακτήσεις των Τούρκων, είναι η ανακάλυψη ότι οι Άραβες μερικές φορές κακοποιούσαν στην Παλαιστίνη τους προσκυνητές, πολλά χρόνια πριν καταλάβουν τη χώρα αυτή οι Σελτζούκοι. Έτσι η άποψη ότι «όσο οι Άραβες κρατούσαν την Ιερουσαλήμ, οι Ευρωπαίοι Χριστιανοί μπορούσαν να περνούν ανενόχλητοι», πρέπει να θεωρηθεί τώρα σαν πολύ θετική.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικές με προσκυνήματα του 11ου αιώνα από το Βυζάντιο προς στους Αγίους Τόπους. Ένας Βυζαντινός μοναχός, ο Επιφάνειος, που έγραψε τον πρώτο ελληνικό «Οδηγό» των Αγίων Τόπων, περιγράφει πώς ήταν η Παλαιστίνη πριν από τις Σταυροφορίες. Η περίοδος όμως στην οποία έζησε, δεν μπορεί να καθοριστεί οριστικά και οι ειδικοί την τοποθετούν μεταξύ του τέλους του 8ου και του 11ου αιώνα.
Πριν από την Α' Σταυροφορία, η Ευρώπη είχε αντιμετωπίσει τρεις γνήσιες Σταυροφορίες: τους πολέμους στην Ισπανία, κατά των Βέρβερων, την κατάληψη από τους Νορμανδούς της Απουλίας και της Σικελίας και την κατάληψη της Αγγλίας από τους Νορμανδούς, το 1066.
Επιπλέον, τον 11ο αιώνα, παρουσιάστηκε στην Ιταλία μια πολιτική και οικονομική κίνηση με κέντρο τη Βενετία. Η ειρήνευση της Αδριατικής έθεσε τις βάσεις της ναυτικής δύναμης της Βενετίας, ενώ το περίφημο Χρυσόβουλο του 1082 άνοιξε στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου τις βυζαντινές αγορές. «Την ημέρα αυτή άρχισε το διεθνές εμπόριο της Βενετίας» (Diehl). Την εποχή αυτή η Βενετία, όπως και μερικές άλλες νότιες ιταλικές πόλεις, δεν δίσταζαν να εμπορεύονται με κέντρα μουσουλμανικά. Συγχρόνως η Γένουα και η Πίζα, η οποία τον 10ο αιώνα και στις αρχές του 11ου είχε λεηλατηθεί πολλές φορές από τους Μουσουλμάνους πειρατές της Αφρικής, ανέλαβαν, το 1015-1016, μια εκστρατεία εναντίον της Σαρδηνίας, που ανήκε στους Μουσουλμάνους και πέτυχαν να κατακτήσουν τη Σαρδηνία και την Κορσική. Τα πλοία αυτών των δύο πόλεων, το 1087, με την ενθάρρυνση του Πάπα, κτύπησαν με επιτυχία τη βόρεια αφρικανική ακτή. Όλες οι εκστρατείες αυτές κατά των απίστων δεν οφείλονται μόνο στο θρησκευτικό ενθουσιασμό ή στο πνεύμα της περιπέτειας, αλλά και σε οικονομικούς λόγους.
Ένα άλλο γεγονός που συνδέεται με την προέλευση των Σταυροφοριών, είναι η αύξηση του πληθυσμού μερικών χωρών, η οποία άρχισε το 1100 περίπου. Είναι γνωστό ότι ο πληθυσμός αύξανε στη Φλάνδρα και τη Γαλλία.
Ο 11ος αιώνας στη Γαλλία υπήρξε μια εποχή συχνών λιμών, ξηρασιών, επιδημιών και σκληρών χειμώνων. Οι δύσκολες αυτές συνθήκες ανάγκασαν τον πληθυσμό να σκεφτεί τις μακρινές χώρες που ήταν γεμάτες πλούτη.
Έχοντας όμως αυτούς τους παράγοντες υπόψη, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι, στα τέλη του 11ου αιώνα, η Ευρώπη ήταν πνευματικά και οικονομικά έτοιμη για να αναλάβει μια εκτεταμένη Σταυροφορία.
Η γενική κατάσταση πριν από την Α' Σταυροφορία ήταν τελείως διαφορετική από αυτήν πριν από τη Β' Σταυροφορία. Αυτά τα 51 χρόνια (1096-1147) υπήρξαν μια από τις πιο σπουδαίες εποχές της ιστορίας. Στη διάρκεια των ετών αυτών, η οικονομική, θρησκευτική και γενικά η μορφή του πολιτισμού της Ευρώπης άλλαξε ριζικά κι ένας νέος κόσμος παρουσιάστηκε στη Δυτική Ευρώπη. Οι μεταγενέστερες Σταυροφορίες δεν πρόσθεσαν πολλά πράγματα στα όσα έγιναν στην περίοδο αυτή, επειδή συνέχισαν αυτό που έγινε στη διάρκεια αυτών των 51 ετών. Και είναι παράξενο το γεγονός ότι ένας Ιταλός ιστορικός χαρακτηρίζει τις πρώτες Σταυροφορίες «στείρες παραφροσύνες» (Cerone).
Η Α' Σταυροφορία αποτελεί την πρώτη οργανωμένη επίθεση του χριστιανικού κόσμου κατά των απίστων. Αυτή η επίθεση δεν περιορίστηκε στην Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία και το Βυζάντιο, αλλά άρχισε από τη ΝΔ γωνιά της Ευρώπης, στην Ισπανία, για να τελειώσει στις ατέλειωτες στέπες της Ρωσίας.
Όσον αφορά την Ισπανία, ο Πάπας Ουρβανός Β', στο γράμμα που έστειλε στους κόμηδες της Ισπανίας, τους επίσκοπους, τους υποκόμηδες και ευγενείς και ισχυρούς ανθρώπους, τους έλεγε να μείνουν στη χώρα τους, αντί να πάνε στην Ιερουσαλήμ και να χρησιμοποιήσουν τη δραστηριότητά τους για την ανασυγκρότηση των χριστιανικών εκκλησιών που καταστράφηκαν από τους Βέρβερους.
Στα ΒΑ η Ρωσία υπερασπιζόταν τον εαυτό της απελπιστικά κατά των βαρβαρικών ορδών των Κομάνων, οι οποίοι παρουσιάστηκαν στις νότιες στέπες, στα μέσα του 11ου αιώνα και κατέστρεψαν το εμπόριο, καταλαμβάνοντας όλους τους δρόμους που οδηγούσαν από τη Ρωσία στην Ανατολή και το Νότο. Ο Ρώσος ιστορικός Kluchevsky γράφει ότι «ο αγώνας αυτός μεταξύ των Ρώσων και των Κομάνων (που κράτησε σχεδόν δύο αιώνες) έχει τη θέση του στην ιστορία της Ευρώπης, επειδή, καθώς η Δύση ήταν απασχολημένη με τις Σταυροφορίες εναντίον των δυνάμεων της Ασίας και της Ανατολής, ενώ μια παρόμοια κίνηση εκτυλισσόταν στην Ιβηρική χερσόνησο κατά των Βέρβερων, η Ρωσία συγκρατούσε την αριστερή πλευρά της Ευρώπης. Όμως, η ιστορική αυτή προσφορά της στοίχισε πολύ, εφόσον όχι μόνο έχασε τις παλιές της εγκαταστάσεις που είχε στον πόταμο Δνείπερο, αλλά και μεταβλήθηκε όλος ο ρυθμός της ζωής της». Με τον τρόπο αυτό η Ρωσία συμμετείχε στη γενική κίνηση των Σταυροφοριών της Δυτικής Ευρώπης, υπερασπιζόμενη τον εαυτό της, αλλά και υπερασπίζοντας συγχρόνως την Ευρώπη εναντίον των άπιστων βαρβάρων. «Αν οι Ρώσοι είχαν σκεφτεί να πάρουν τον σταυρό», λέει ο Leib, «θα τους είχε λεχθεί ότι βασικό τους καθήκον ήταν να υπηρετήσουν τον Χριστιανισμό, υπερασπίζοντας τη χώρα τους, όπως έγραφε ο Πάπας στους Ισπανούς».
Τα σκανδιναβικά βασίλεια συμμετείχαν και αυτά στην Α' Σταυροφορία, αλλά με μικρές δυνάμεις. Το 1097 ένας Δανός ευγενής, ο Svein, οδήγησε ένα μικρό τμήμα Σταυροφόρων στην Παλαιστίνη. Στο Βορρά δεν υπήρχε μεγάλος θρησκευτικός ενθουσιασμός και, από όσα ξέρουμε, οι περισσότεροι από τους σκανδιναβούς Σταυροφόρους κινούνταν λιγότερο από χριστιανικό ζήλο και περισσότερο από αγάπη στον πόλεμο και την περιπέτεια και από την προσδοκία του κέρδους.
Στον Καύκασο υπήρχαν δύο χριστιανικές χώρες: η Αρμενία και η Γεωργία. Μετά όμως την ήττα των Βυζαντινών στο Ματζικέρτ, το 1071, η Αρμενία περιήλθε στην εξουσία των Τούρκων και συνεπώς δεν μπορούσε πια να τεθεί ζήτημα συμμετοχής των Αρμενίων του Καυκάσου στην Α' Σταυροφορία. Όσον αφορά τη Γεωργία, οι Σελτζούκοι είχαν κατακτήσει τη χώρα αυτή τον 11ο αιώνα και μόνο μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Σταυροφόρους, το 1099, ο βασιλιάς της Γεωργίας Δαβίδ κατόρθωσε να διώξει τους Τούρκους. Το γεγονός αυτό συνέβη το 1100 περίπου ή, όπως αναφέρει ένα χρονικό της Γεωργίας, όταν «ο στρατός των Φράγκων εκστράτευσε και με τη βοήθεια του Θεού κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και την Αντιόχεια. Η Γεωργία τότε αποκατέστησε την ελευθερία της και ο Δαβίδ έγινε παντοδύναμος».
Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011
Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011
Αρκάδιος (395-408)
Ο Αρκάδιος ήταν μόλις 17 χρονών όταν ανέβηκε στο θρόνο. Μη έχοντας ούτε την απαραίτητη πείρα ούτε τη δύναμη θέλησης, γρήγορα βρέθηκε υποχείριος των ευνοουμένων του, που διηύθυναν τις υποθέσεις της αυτοκρατορίας με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί τα προσωπικά και κομματικά τους συμφέροντα. Αρχικά επηρέαζε τον αυτοκράτορα ο Ρουφίνος, τον οποίο είχε διορίσει ο Θεοδόσιος, όταν ζούσε, επίτροπο του Αρκαδίου. Ο Ρουφίνος όμως γρήγορα δολοφονήθηκε και, δυο χρόνια αργότερα, ο ευνούχος Ευτρόπιος άρχισε να επηρεάζει τρομερά τον νεαρό αυτοκράτορα. Η γρήγορη ανάδειξη του νέου ευνοούμενου οφείλεται κυρίως στο ότι πέτυχε να παντρέψει τον Αρκάδιο με την Ευδοκία, την κόρη ενός Φράγκου αξιωματικού που υπηρετούσε στο ρωμαϊκό στρατό. Ο Ονόριος, ο μικρότερος αδελφός του Αρκαδίου, είχε τεθεί κάτω από την καθοδήγηση του αρκετά ικανού Στιλίχωνα, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα Γερμανού βαρβάρου που έγινε Ρωμαίος, και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στην αυτοκρατορία στη διάρκεια των αγώνων της εναντίον του λαού του.
Η τακτοποίηση του «Γοτθικού» προβλήματος
Το βασικό πρόβλημα που απασχόλησε το κράτος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, ήταν το Γερμανικό.
Οι Βησιγότθοι, που είχαν εγκατασταθεί στη βόρεια πλευρά της Βαλκανικής χερσονήσου, απέκτησαν ένα νέο ικανό αρχηγό, τον Αλάριχο (395-410). Μόλις ο Αρκάδιος ανέλαβε την εξουσία, ο Αλάριχος εκστράτευσε εναντίον της Θράκης και της Μακεδονίας, απειλώντας ακόμα και την πρωτεύουσα. Η διπλωματική επέμβαση του Ρουφίνου άλλαξε το σχέδιο που είχε ο Αλάριχος εναντίον της Κωνσταντινούπολης και η προσοχή των Γότθων στράφηκε προς την Ελλάδα. Ο Αλάριχος διέσχισε τη Θεσσαλία και έφτασε διαμέσου των Θερμοπυλών στην Κεντρική Ελλάδα.
Οι κάτοικοι της Ελλάδας, την περίοδο αυτή ήταν σχεδόν όλοι Έλληνες του τύπου εκείνου που είχε γνωρίσει ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος. Όπως αναφέρει ο Γρηγορόβιος, η γλώσσα, η θρησκεία, οι συνήθειες και οι νόμοι των προγόνων των Ελλήνων είχαν μείνει σχεδόν αμετάβλητες στις πόλεις και τα χωριά. Και παρά το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός είχε αναγνωριστεί ως η επίσημη θρησκεία του κράτους, ενώ απαγορευόταν η λατρεία των θεών, που ήταν καταδικασμένη να εξαφανιστεί, η αρχαία Ελλάδα είχε ακόμα έκδηλα τα σημεία της ειδωλολατρίας λόγω κυρίως της διατήρησης των μνημείων της αρχαιότητας.
Στο διάβα τους οι Γότθοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Αττική και τη Βοιωτία. Ο Πειραιάς έπεσε στα χέρια των βαρβάρων, οι οποίοι όμως, ευτυχώς δεν κατέστρεψαν την Αθήνα. Ο ειδωλολάτρης ιστορικός του 5ου αιώνα Ζώσιμος διηγείται το μύθο ότι ο Αλάριχος, ενώ πολιορκούσε τα τείχη των Αθηνών με το στρατό του, είδε τη θεά Αθηνά οπλισμένη και τον ήρωα της Τροίας Αχιλλέα να στέκονται μπροστά στο τείχος. Η έκπληξη που προκάλεσε στον Αλάριχο αυτή η εμφάνιση υπήρξε μεγάλη και είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί η ιδέα της επίθεσης κατά των Αθηνών. Η Πελοπόννησος υπέφερε πολύ από την εισβολή των Γότθων, οι οποίοι λεηλάτησαν την Κόρινθο, το Άργος, τη Σπάρτη και πολλές άλλες πόλεις. Ο Στηλίχων αποφάσισε να υπερασπιστεί την Ελλάδα και αποβιβάστηκε με το στρατό του στον Κορινθιακό κόλπο, στον Ισθμό, αποκόπτοντας έτσι την υποχώρηση του Αλάριχου, ο οποίος τότε στράφηκε προς τα βόρεια για να φτάσει με μεγάλη δυσκολία στην Ήπειρο. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος δεν ντράπηκε να τιμήσει τον άνθρωπο που λεηλάτησε τις ελληνικές επαρχίες της αυτοκρατορίας με τον στρατιωτικό τίτλο του Magister militum per Illyricum. Ύστερα από αυτό, ο Αλάριχος έπαψε να απειλεί την ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας και στράφηκε κυρίως προς την Ιταλία.
Εκτός όμως από την απειλή των Γότθων στη Βαλκανική χερσόνησο και την Ελλάδα, έχουμε την επίδρασή τους στην πρωτεύουσα, από την εποχή του Μεγάλου Θεοδόσιου, όπου οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τις πιο αξιόλογες θέσεις του στρατού και της διοίκησης.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αρκάδιος, οι Γερμανοί αποτελούσαν το πιο δυναμικό κόμμα της πρωτεύουσας με αρχηγό έναν από τους εκλεκτούς στρατηγούς του αυτοκρατορικού στρατού, τον Γότθο Γαϊνά, ο οποίος συγκέντρωσε γύρω του στρατιώτες γοτθικής προέλευσης και αντιπροσώπους της τοπικής φιλογερμανικής κίνησης. Το αδύνατο όμως σημείο των Γερμανών υπήρξε το γεγονός ότι ήταν οπαδοί του Αρείου. Δεύτερο σε δύναμη, κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Αρκαδίου, ήταν το κόμμα του δυναμικού ευνούχου Ευτρόπιου, ο οποίος είχε την υποστήριξη πολλών φιλόδοξων κολάκων, που ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν μόνο γιατί είχε τη δυνατότητα να τους βοηθάει στην ικανοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων. Ο Γαϊνάς και ο Ευτρόπιος δεν μπορούσαν φυσικά να ζουν μαζί ειρηνικά, εφόσον ο ένας συναγωνιζόταν τον άλλον για την κατάκτηση της εξουσίας. Εκτός όμως από αυτά τα δύο κόμματα, υπήρξε κατά τους ιστορικούς και τρίτο πολιτικό κόμμα με εχθρικές διαθέσεις τόσο για τους Γερμανούς, όσο και για τον Ευτρόπιο και με μέλη συγκλητικούς, υπουργούς και την πλειονότητα του κλήρου. Το κόμμα αυτό αντιπροσώπευε την εθνικιστική και θρησκευτική ιδεολογία, η οποία ήταν αντίθετη προς τη συνεχώς αυξανόμενη επιρροή των ξένων και των βαρβάρων. Φυσικά η κίνηση αυτή, που αρχηγός της ήταν ο Αυρηλιανός, αρνήθηκε να δώσει την υποστήριξή της στον τραχύ αριβίστα Ευτρόπιο.
Πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν πλήρη επίγνωση της απειλής των Γερμανών. Η ίδια η κυβέρνηση είχε συνείδηση του κινδύνου. Ένα αξιόλογο κείμενο, το οποίο έχει διασωθεί, μας παρουσιάζει με έντονο τρόπο πώς ορισμένες κοινωνικές τάξεις αντέδρασαν στο γερμανικό πρόβλημα. Το κείμενο αυτό αποτελεί μια πραγματεία του Συνέσιου με τίτλο «Η δύναμη του αυτοκράτορα» ή «περί βασιλείας», που δόθηκε ή διαβιβάστηκε στον Αρκάδιο. Ο Συνέσιος, που καταγόταν από την Κυρήνη της Β. Αφρικής, ήταν ένας πολύ μορφωμένος νεοπλατωνικός που δέχτηκε τον Χριστιανισμό. Το 399 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη να παρακαλέσει τον αυτοκράτορα για την ελάττωση των φόρων της πόλης του και αργότερα, όταν γύρισε στην πατρίδα του, έγινε επίσκοπος της Βορειο-αφρικανικής Πτολεμαΐδας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη ο Συνέσιος διαπίστωσε πολύ καλά τη γερμανική απειλή και συνέταξε τη διατριβή του, η οποία, όπως τονίζει ένας ιστορικός, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντιγερμανικό μανιφέστο του Εθνικού κόμματος του Αυρηλιανού.
Ο Συνέσιος προειδοποιεί τον αυτοκράτορα ότι «οι βάρβαροι θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να αποκτήσουν την εξουσία και να γίνουν κύριοι των κατοίκων και ότι τότε οι άοπλοι πολίτες θα πρέπει να πολεμήσουν με καλά εξασκημένους ανθρώπους στην τέχνη του πολέμου. Πρέπει λοιπόν πριν γίνει αυτό να διωχθούν οι ξένοι από τις διοικητικές θέσεις και να στερηθούν το δικαίωμα συμμετοχής στη Σύγκλητο, γιατί κάθε τι που οι Ρωμαίοι θεωρούσαν στην αρχαιότητα σαν κάτι το πολύ ανώτερο, έχει χάσει την αξία του χάρη στην επιρροή των ξένων».
«Σχεδόν σε κάθε πλούσιο σπίτι», τονίζει ο Συνέσιος, «βρίσκουμε ένα Γότθο σκλάβο, ενώ οι Γότθοι υπηρετούσαν επίσης ως μάγειροι ή σερβιτόροι... Αλλά δεν είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι ρυθμίζουν την πολιτική ζωή οι ίδιοι ξανθοί βάρβαροι, που στην ιδιωτική τους ζωή φορούν κάπες και είναι υπηρέτες; Ο αυτοκράτορας πρέπει να ξεκαθαρίσει το στρατό ακριβώς όπως ξεκαθαρίζουμε το στάρι από το άχυρο και άλλα άχρηστα πράγματα, τα οποία μπορούν να καταστρέψουν τον καλό σπόρο».
«Ο πατέρας Σας», λέει στον αυτοκράτορα, «λόγω της ευσπλαχνίας του δέχτηκε με ευγένεια τους βάρβαρους και τους έκανε, συγκαταβατικά, συμμάχους, δίνοντάς τους πολιτικά δικαιώματα και τιμές και χαρίζοντάς τους, γενναιόδωρα, χωράφια. Αλλά οι βάρβαροι δεν είδαν τις πράξεις αυτές σαν πράξεις ευγένειας, αλλά τις θεώρησαν ως δείγματα της αδυναμίας μας και έγιναν πιο υπεροπτικοί και πιο κούφιοι. Αυξάνοντας τον αριθμό των ντόπιων νεοσύλλεκτων και ενισχύοντας έτσι το στρατό μας και το θάρρος μας, τακτοποιήστε τα πράγματα όπως πρέπει. Χρειάζεται επιμονή όταν έχει να κάνει κανείς με αυτούς τους ανθρώπους. Μια λύση υπάρχει: ή να αφήστε τους βαρβάρους να καλλιεργούν τη γη, ακολουθώντας το παράδειγμα των αρχαίων Μεσσηνίων, οι οποίοι άφησαν τα όπλα και καλλιεργούσαν τη γη, σαν σκλάβοι για λογαριασμό των Λακεδαιμονίων ή να τους στείλετε εκεί από όπου ήρθαν».
Εκείνο που υποστήριζε ο Συνέσιος, αντιμετωπίζοντας τη γερμανική απειλή, ήταν η απέλαση των Γότθων από το στρατό, ο σχηματισμός ενός εγχώριου στρατού και η εγκατάσταση των Γότθων ως απλών καλλιεργητών της γης. Για την περίπτωση που οι βάρβαροι δε δέχονταν το σχέδιο αυτό, ο Συνέσιος προτείνει να διωχθούν οι Γότθοι από την αυτοκρατορία και να σταλούν εκεί από όπου ήρθαν.
Ο πιο δυναμικός στρατηγός του αυτοκρατορικού στρατού, ο Γότθος Γαϊνάς, δεν μπορούσε να ανεχθεί την αποκλειστικότητα της επιρροής του Ευτρόπιου και με την πρώτη ευκαιρία εκδήλωσε τις διαθέσεις του. Την εποχή αυτή οι Γότθοι της Φρυγίας, που είχαν εγκατασταθεί εκεί από το Μεγάλο Θεοδόσιο, επαναστάτησαν και λεηλατούσαν τη χώρα κάτω από την καθοδήγηση του αρχηγού τους Τριβιγίλδου. Ο Γαϊνάς, που είχε σταλεί να καταστείλει την επανάσταση, συμμάχησε με τον Τριβιγίλδο, νίκησε τον αυτοκρατορικό στρατό και έγινε κύριος της κατάστασης. Στη συνέχεια οι δύο Γότθοι αρχηγοί ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να καθαιρεθεί ο Ευτρόπιος - τον οποίο αντιπαθούσε τόσο η σύζυγος του Αρκάδιου Ευδοξία όσο και το κόμμα του Αυρηλιανού - και να παραδοθεί στα χέρια τους. Ο Αρκάδιος, κάτω από την πίεση των γεγονότων, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να εξορίσει το 399 μ.Χ., τον Ευτρόπιο, χωρίς όμως να ικανοποιήσει τους Γότθους, οι οποίοι επέμεναν να δικαστεί και να εκτελεστεί. Στη συνέχεια ο Γαϊνάς ζήτησε από τον αυτοκράτορα να επιτρέψει στους Αρειανούς Γότθους να χρησιμοποιούν ένα ναό της πρωτεύουσας για τις λειτουργίες τους. Η πρότασή του αυτή όμως προκάλεσε τη διαμαρτυρία του επίσκοπου της Κωνσταντινούπολης, του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, με αποτέλεσμα να μην επιμείνει ο Γαϊνάς - που ήξερε ότι όχι μόνον ο λαός της πρωτεύουσας αλλά και η πλειοψηφία όλης της αυτοκρατορίας ήταν με το μέρος του επίσκοπου στο αίτημά του.
Αφού κέρδισαν ένα γερό «πόστο» στην Κωνσταντινούπολη, οι Γότθοι έγιναν κύριοι της τύχης της αυτοκρατορίας. Ο Αρκάδιος και οι ντόπιοι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν πλήρη επίγνωση του κινδύνου, αλλά ο Γαϊνάς, παρά τις επιτυχίες του, αποδείχθηκε ανίκανος να κρατήσει την κυριαρχική του θέση στην πρωτεύουσα. Ενώ έλλειπε μακριά από αυτήν ξέσπασε μια ξαφνική επανάσταση, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν πολλοί Γότθοι, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η επιστροφή του Γαϊνά στην πρωτεύουσα. Ο Αρκάδιος, παίρνοντας θάρρος από τη νέα εξέλιξη των πραγμάτων, έστειλε εναντίον του Γαϊνά τον πιστό του Γότθο Φραβίττα, ο οποίος νίκησε τον επαναστάτη τη στιγμή που προσπαθούσε να πάει στη Μικρά Ασία. Ο Γαϊνάς προσπάθησε να ξεφύγει στη Θράκη, αλλά εκεί έπεσε στα χέρια του βασιλιά των Ούννων, ο οποίος του έκοψε το κεφάλι και το έστειλε για δώρο στον Αρκάδιο. Έτσι αποκρούστηκε η απειλή χάρη στις προσπάθειες ενός Γερμανού, ο οποίος τιμήθηκε, όπως έπρεπε, για τη μεγάλη του υπηρεσία προς την αυτοκρατορία. Το γοτθικό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά στις αρχές του 5ου αιώνα, με χρήσιμο για το κράτος αποτέλεσμα. Κάθε μεταγενέστερη προσπάθεια των Γότθων να αποκτήσουν την παλιά τους επιρροή δεν έχει μεγάλη σημασία.
Ιωάννης Χρυσόστομος
Ανάμεσα από τις περιπλοκές που δημιούργησαν οι Γερμανοί, ξεπρόβαλε η μεγάλη φυσιογνωμία του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια και σπούδασε κοντά στο φημισμένο ρήτορα Λιβάνιο, σκοπεύοντας να ακολουθήσει μια «κοσμική» καριέρα. Αργότερα όμως εγκατέλειψε την ιδέα αυτή και αφού βαφτίστηκε, αφιέρωσε τελείως τον εαυτό του στο κήρυγμα, κηρύσσοντας στην Αντιόχεια, όπου έμεινε αρκετά χρόνια ως ιερέας. Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Νεκταρίου, ο Ευτρόπιος διάλεξε ως νέο Πατριάρχη τον ιεροκήρυκα της Αντιόχειας, του οποίου η φήμη είχε ήδη διαδοθεί παντού. Μεταφέρθηκε κρυφά στην πρωτεύουσα γιατί υπήρχε φόβος ο λαός της Αντιόχειας - ο οποίος ήταν πολύ αφιερωμένος στον ιεροκήρυκά του - να αντισταθεί στην αναχώρησή του. Παρά τις σκευωρίες του επισκόπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου, ο Χρυσόστομος χειροτονήθηκε επίσκοπος κι εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 398. Έτσι ο επισκοπικός θρόνος ήρθε στα χέρια ενός ανθρώπου με ασυνήθιστη δύναμη λόγου, ενός ιδεολόγου, του οποίου οι πράξεις πάντοτε συμφωνούσαν με τις θεωρίες και ενός συνηγόρου των πιο αυστηρών ηθικών αρχών. Η ανηλεής του όμως αντίθεση προς την πολυτέλεια και η σταθερή του προσκόλληση στο Σύμβολο της Νίκαιας είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλούς εχθρούς. Ένας από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του υπήρξε η αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία αγαπούσε την πολυτέλεια και τις απολαύσεις, πράγμα που ανάγκαζε το Χρυσόστομο να την καταγγέλλει δημόσια. Στα κηρύγματά του έφτανε μέχρι το σημείο να την παρομοιάζει με την Ιεζάβελ και την Ηρωδιάδα. Η σκληρή του τακτική κατόπιν εναντίον των Αρειανών Γότθων, της οποίας παράδειγμα είναι η άρνησή του να τους παραχωρηθεί μια από τις εκκλησίες της πρωτεύουσας, δημιουργούσε κι αυτή εχθρούς. Ο Χρυσόστομος σεβόταν πολύ τους Ορθόδοξους Γότθους, στους οποίους έδωσε μια από τις εκκλησίες της πόλης. Επισκεπτόταν την εκκλησία τους και, με τη βοήθεια μεταφραστή, είχε συχνά συγκεντρώσεις μαζί τους.
Οι σταθερές θρησκευτικές ιδέες του Χρυσοστόμου, η έλλειψη διάθεσης συμβιβασμού και η έντονη κριτική για την πολυτέλεια σιγά-σιγά αύξησαν τους εχθρούς του. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας γρήγορα επηρεάστηκε από αυτούς που δεν συμπαθούσαν τον Πατριάρχη και επίσημα εκδήλωνε την αντιπάθειά του. Η επίσημη αυτή αντίθεση του αυτοκράτορα ανάγκασε τον Χρυσόστομο να αποσυρθεί στη Μικρά Ασία, αλλά οι ταραχές του λαού, που ακολούθησαν την αναχώρηση του Πατριάρχη, ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να τον ανακαλέσει από την εξορία. Η ειρήνη μεταξύ κράτους και Πατριάρχη δεν κράτησε πολύ. Τα εγκαίνια του αγάλματος της Ευδοξίας έδωσαν νέα ευκαιρία στον Ιωάννη να επιτεθεί έντονα με μια ομιλία εναντίον της αυτοκράτειρας και να καταγγείλει τα ελαττώματά της. Το αποτέλεσμα ήταν να εκθρονιστεί και πάλι ο Χρυσόστομος και να διωχθούν αυστηρά οι οπαδοί του. Τελικά, το 404, ο Ιωάννης εξορίστηκε στην Κουκουσό της Καππαδοκίας, η οποία περιγράφεται ως «το πιο έρημο μέρος του κόσμου» και όπου έφτασε ύστερα από ένα μακρύ και εντατικό ταξίδι. Τρία χρόνια αργότερα στάλθηκε σε κάποιο άλλο τόπο εξορίας, στις μακρινές ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αλλά πέθανε το 407 στη διάρκεια του ταξιδιού του. Έτσι τέλειωσε η ζωή ενός από τους πιο αξιόλογους ηγέτες που αναδείχθηκαν στις αρχές του Μεσαίωνα στην Ανατολική Εκκλησία. Ο Πάπας και ο αυτοκράτορας της Δύσης Ονόριος είχαν και οι δυο προσπαθήσει να σταματήσουν τον διωγμό του Χρυσόστομου και των οπαδών του, αλλά απέτυχαν στις προσπάθειές τους.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος άφησε ένα μεγάλο φιλολογικό θησαυρό που περιέχει μια ζωντανή εικόνα της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής της εποχής του. Ο ίδιος υπήρξε ένας από εκείνους τους λίγους ανθρώπους που δεν φοβήθηκαν να μιλήσουν ανοιχτά εναντίον των αξιώσεων του παντοδύναμου Γαϊνά και που υποστήριξαν σταθερά τις αρχές της Ανατολικής Εκκλησίας. Έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα ωραιότερα παραδείγματα ηθικής που έχει ποτέ παρουσιάσει η ανθρωπότητα. «Υπήρξε σκληρός για την αμαρτία και γεμάτος από ευσπλαχνία για τους αμαρτωλούς».
Ο Αρκάδιος πέθανε το 408, αφού προηγουμένως πέθανε η σύζυγός του Ευδοξία, αφήνοντας ως διάδοχο τον γιο του Θεοδόσιο, που ήταν μόνον επτά χρονών.
Η τακτοποίηση του «Γοτθικού» προβλήματος
Το βασικό πρόβλημα που απασχόλησε το κράτος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, ήταν το Γερμανικό.
Οι Βησιγότθοι, που είχαν εγκατασταθεί στη βόρεια πλευρά της Βαλκανικής χερσονήσου, απέκτησαν ένα νέο ικανό αρχηγό, τον Αλάριχο (395-410). Μόλις ο Αρκάδιος ανέλαβε την εξουσία, ο Αλάριχος εκστράτευσε εναντίον της Θράκης και της Μακεδονίας, απειλώντας ακόμα και την πρωτεύουσα. Η διπλωματική επέμβαση του Ρουφίνου άλλαξε το σχέδιο που είχε ο Αλάριχος εναντίον της Κωνσταντινούπολης και η προσοχή των Γότθων στράφηκε προς την Ελλάδα. Ο Αλάριχος διέσχισε τη Θεσσαλία και έφτασε διαμέσου των Θερμοπυλών στην Κεντρική Ελλάδα.
Οι κάτοικοι της Ελλάδας, την περίοδο αυτή ήταν σχεδόν όλοι Έλληνες του τύπου εκείνου που είχε γνωρίσει ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος. Όπως αναφέρει ο Γρηγορόβιος, η γλώσσα, η θρησκεία, οι συνήθειες και οι νόμοι των προγόνων των Ελλήνων είχαν μείνει σχεδόν αμετάβλητες στις πόλεις και τα χωριά. Και παρά το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός είχε αναγνωριστεί ως η επίσημη θρησκεία του κράτους, ενώ απαγορευόταν η λατρεία των θεών, που ήταν καταδικασμένη να εξαφανιστεί, η αρχαία Ελλάδα είχε ακόμα έκδηλα τα σημεία της ειδωλολατρίας λόγω κυρίως της διατήρησης των μνημείων της αρχαιότητας.
Στο διάβα τους οι Γότθοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Αττική και τη Βοιωτία. Ο Πειραιάς έπεσε στα χέρια των βαρβάρων, οι οποίοι όμως, ευτυχώς δεν κατέστρεψαν την Αθήνα. Ο ειδωλολάτρης ιστορικός του 5ου αιώνα Ζώσιμος διηγείται το μύθο ότι ο Αλάριχος, ενώ πολιορκούσε τα τείχη των Αθηνών με το στρατό του, είδε τη θεά Αθηνά οπλισμένη και τον ήρωα της Τροίας Αχιλλέα να στέκονται μπροστά στο τείχος. Η έκπληξη που προκάλεσε στον Αλάριχο αυτή η εμφάνιση υπήρξε μεγάλη και είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί η ιδέα της επίθεσης κατά των Αθηνών. Η Πελοπόννησος υπέφερε πολύ από την εισβολή των Γότθων, οι οποίοι λεηλάτησαν την Κόρινθο, το Άργος, τη Σπάρτη και πολλές άλλες πόλεις. Ο Στηλίχων αποφάσισε να υπερασπιστεί την Ελλάδα και αποβιβάστηκε με το στρατό του στον Κορινθιακό κόλπο, στον Ισθμό, αποκόπτοντας έτσι την υποχώρηση του Αλάριχου, ο οποίος τότε στράφηκε προς τα βόρεια για να φτάσει με μεγάλη δυσκολία στην Ήπειρο. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος δεν ντράπηκε να τιμήσει τον άνθρωπο που λεηλάτησε τις ελληνικές επαρχίες της αυτοκρατορίας με τον στρατιωτικό τίτλο του Magister militum per Illyricum. Ύστερα από αυτό, ο Αλάριχος έπαψε να απειλεί την ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας και στράφηκε κυρίως προς την Ιταλία.
Εκτός όμως από την απειλή των Γότθων στη Βαλκανική χερσόνησο και την Ελλάδα, έχουμε την επίδρασή τους στην πρωτεύουσα, από την εποχή του Μεγάλου Θεοδόσιου, όπου οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τις πιο αξιόλογες θέσεις του στρατού και της διοίκησης.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αρκάδιος, οι Γερμανοί αποτελούσαν το πιο δυναμικό κόμμα της πρωτεύουσας με αρχηγό έναν από τους εκλεκτούς στρατηγούς του αυτοκρατορικού στρατού, τον Γότθο Γαϊνά, ο οποίος συγκέντρωσε γύρω του στρατιώτες γοτθικής προέλευσης και αντιπροσώπους της τοπικής φιλογερμανικής κίνησης. Το αδύνατο όμως σημείο των Γερμανών υπήρξε το γεγονός ότι ήταν οπαδοί του Αρείου. Δεύτερο σε δύναμη, κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Αρκαδίου, ήταν το κόμμα του δυναμικού ευνούχου Ευτρόπιου, ο οποίος είχε την υποστήριξη πολλών φιλόδοξων κολάκων, που ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν μόνο γιατί είχε τη δυνατότητα να τους βοηθάει στην ικανοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων. Ο Γαϊνάς και ο Ευτρόπιος δεν μπορούσαν φυσικά να ζουν μαζί ειρηνικά, εφόσον ο ένας συναγωνιζόταν τον άλλον για την κατάκτηση της εξουσίας. Εκτός όμως από αυτά τα δύο κόμματα, υπήρξε κατά τους ιστορικούς και τρίτο πολιτικό κόμμα με εχθρικές διαθέσεις τόσο για τους Γερμανούς, όσο και για τον Ευτρόπιο και με μέλη συγκλητικούς, υπουργούς και την πλειονότητα του κλήρου. Το κόμμα αυτό αντιπροσώπευε την εθνικιστική και θρησκευτική ιδεολογία, η οποία ήταν αντίθετη προς τη συνεχώς αυξανόμενη επιρροή των ξένων και των βαρβάρων. Φυσικά η κίνηση αυτή, που αρχηγός της ήταν ο Αυρηλιανός, αρνήθηκε να δώσει την υποστήριξή της στον τραχύ αριβίστα Ευτρόπιο.
Πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν πλήρη επίγνωση της απειλής των Γερμανών. Η ίδια η κυβέρνηση είχε συνείδηση του κινδύνου. Ένα αξιόλογο κείμενο, το οποίο έχει διασωθεί, μας παρουσιάζει με έντονο τρόπο πώς ορισμένες κοινωνικές τάξεις αντέδρασαν στο γερμανικό πρόβλημα. Το κείμενο αυτό αποτελεί μια πραγματεία του Συνέσιου με τίτλο «Η δύναμη του αυτοκράτορα» ή «περί βασιλείας», που δόθηκε ή διαβιβάστηκε στον Αρκάδιο. Ο Συνέσιος, που καταγόταν από την Κυρήνη της Β. Αφρικής, ήταν ένας πολύ μορφωμένος νεοπλατωνικός που δέχτηκε τον Χριστιανισμό. Το 399 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη να παρακαλέσει τον αυτοκράτορα για την ελάττωση των φόρων της πόλης του και αργότερα, όταν γύρισε στην πατρίδα του, έγινε επίσκοπος της Βορειο-αφρικανικής Πτολεμαΐδας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη ο Συνέσιος διαπίστωσε πολύ καλά τη γερμανική απειλή και συνέταξε τη διατριβή του, η οποία, όπως τονίζει ένας ιστορικός, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντιγερμανικό μανιφέστο του Εθνικού κόμματος του Αυρηλιανού.
Ο Συνέσιος προειδοποιεί τον αυτοκράτορα ότι «οι βάρβαροι θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να αποκτήσουν την εξουσία και να γίνουν κύριοι των κατοίκων και ότι τότε οι άοπλοι πολίτες θα πρέπει να πολεμήσουν με καλά εξασκημένους ανθρώπους στην τέχνη του πολέμου. Πρέπει λοιπόν πριν γίνει αυτό να διωχθούν οι ξένοι από τις διοικητικές θέσεις και να στερηθούν το δικαίωμα συμμετοχής στη Σύγκλητο, γιατί κάθε τι που οι Ρωμαίοι θεωρούσαν στην αρχαιότητα σαν κάτι το πολύ ανώτερο, έχει χάσει την αξία του χάρη στην επιρροή των ξένων».
«Σχεδόν σε κάθε πλούσιο σπίτι», τονίζει ο Συνέσιος, «βρίσκουμε ένα Γότθο σκλάβο, ενώ οι Γότθοι υπηρετούσαν επίσης ως μάγειροι ή σερβιτόροι... Αλλά δεν είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι ρυθμίζουν την πολιτική ζωή οι ίδιοι ξανθοί βάρβαροι, που στην ιδιωτική τους ζωή φορούν κάπες και είναι υπηρέτες; Ο αυτοκράτορας πρέπει να ξεκαθαρίσει το στρατό ακριβώς όπως ξεκαθαρίζουμε το στάρι από το άχυρο και άλλα άχρηστα πράγματα, τα οποία μπορούν να καταστρέψουν τον καλό σπόρο».
«Ο πατέρας Σας», λέει στον αυτοκράτορα, «λόγω της ευσπλαχνίας του δέχτηκε με ευγένεια τους βάρβαρους και τους έκανε, συγκαταβατικά, συμμάχους, δίνοντάς τους πολιτικά δικαιώματα και τιμές και χαρίζοντάς τους, γενναιόδωρα, χωράφια. Αλλά οι βάρβαροι δεν είδαν τις πράξεις αυτές σαν πράξεις ευγένειας, αλλά τις θεώρησαν ως δείγματα της αδυναμίας μας και έγιναν πιο υπεροπτικοί και πιο κούφιοι. Αυξάνοντας τον αριθμό των ντόπιων νεοσύλλεκτων και ενισχύοντας έτσι το στρατό μας και το θάρρος μας, τακτοποιήστε τα πράγματα όπως πρέπει. Χρειάζεται επιμονή όταν έχει να κάνει κανείς με αυτούς τους ανθρώπους. Μια λύση υπάρχει: ή να αφήστε τους βαρβάρους να καλλιεργούν τη γη, ακολουθώντας το παράδειγμα των αρχαίων Μεσσηνίων, οι οποίοι άφησαν τα όπλα και καλλιεργούσαν τη γη, σαν σκλάβοι για λογαριασμό των Λακεδαιμονίων ή να τους στείλετε εκεί από όπου ήρθαν».
Εκείνο που υποστήριζε ο Συνέσιος, αντιμετωπίζοντας τη γερμανική απειλή, ήταν η απέλαση των Γότθων από το στρατό, ο σχηματισμός ενός εγχώριου στρατού και η εγκατάσταση των Γότθων ως απλών καλλιεργητών της γης. Για την περίπτωση που οι βάρβαροι δε δέχονταν το σχέδιο αυτό, ο Συνέσιος προτείνει να διωχθούν οι Γότθοι από την αυτοκρατορία και να σταλούν εκεί από όπου ήρθαν.
Ο πιο δυναμικός στρατηγός του αυτοκρατορικού στρατού, ο Γότθος Γαϊνάς, δεν μπορούσε να ανεχθεί την αποκλειστικότητα της επιρροής του Ευτρόπιου και με την πρώτη ευκαιρία εκδήλωσε τις διαθέσεις του. Την εποχή αυτή οι Γότθοι της Φρυγίας, που είχαν εγκατασταθεί εκεί από το Μεγάλο Θεοδόσιο, επαναστάτησαν και λεηλατούσαν τη χώρα κάτω από την καθοδήγηση του αρχηγού τους Τριβιγίλδου. Ο Γαϊνάς, που είχε σταλεί να καταστείλει την επανάσταση, συμμάχησε με τον Τριβιγίλδο, νίκησε τον αυτοκρατορικό στρατό και έγινε κύριος της κατάστασης. Στη συνέχεια οι δύο Γότθοι αρχηγοί ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να καθαιρεθεί ο Ευτρόπιος - τον οποίο αντιπαθούσε τόσο η σύζυγος του Αρκάδιου Ευδοξία όσο και το κόμμα του Αυρηλιανού - και να παραδοθεί στα χέρια τους. Ο Αρκάδιος, κάτω από την πίεση των γεγονότων, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να εξορίσει το 399 μ.Χ., τον Ευτρόπιο, χωρίς όμως να ικανοποιήσει τους Γότθους, οι οποίοι επέμεναν να δικαστεί και να εκτελεστεί. Στη συνέχεια ο Γαϊνάς ζήτησε από τον αυτοκράτορα να επιτρέψει στους Αρειανούς Γότθους να χρησιμοποιούν ένα ναό της πρωτεύουσας για τις λειτουργίες τους. Η πρότασή του αυτή όμως προκάλεσε τη διαμαρτυρία του επίσκοπου της Κωνσταντινούπολης, του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, με αποτέλεσμα να μην επιμείνει ο Γαϊνάς - που ήξερε ότι όχι μόνον ο λαός της πρωτεύουσας αλλά και η πλειοψηφία όλης της αυτοκρατορίας ήταν με το μέρος του επίσκοπου στο αίτημά του.
Αφού κέρδισαν ένα γερό «πόστο» στην Κωνσταντινούπολη, οι Γότθοι έγιναν κύριοι της τύχης της αυτοκρατορίας. Ο Αρκάδιος και οι ντόπιοι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν πλήρη επίγνωση του κινδύνου, αλλά ο Γαϊνάς, παρά τις επιτυχίες του, αποδείχθηκε ανίκανος να κρατήσει την κυριαρχική του θέση στην πρωτεύουσα. Ενώ έλλειπε μακριά από αυτήν ξέσπασε μια ξαφνική επανάσταση, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν πολλοί Γότθοι, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η επιστροφή του Γαϊνά στην πρωτεύουσα. Ο Αρκάδιος, παίρνοντας θάρρος από τη νέα εξέλιξη των πραγμάτων, έστειλε εναντίον του Γαϊνά τον πιστό του Γότθο Φραβίττα, ο οποίος νίκησε τον επαναστάτη τη στιγμή που προσπαθούσε να πάει στη Μικρά Ασία. Ο Γαϊνάς προσπάθησε να ξεφύγει στη Θράκη, αλλά εκεί έπεσε στα χέρια του βασιλιά των Ούννων, ο οποίος του έκοψε το κεφάλι και το έστειλε για δώρο στον Αρκάδιο. Έτσι αποκρούστηκε η απειλή χάρη στις προσπάθειες ενός Γερμανού, ο οποίος τιμήθηκε, όπως έπρεπε, για τη μεγάλη του υπηρεσία προς την αυτοκρατορία. Το γοτθικό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά στις αρχές του 5ου αιώνα, με χρήσιμο για το κράτος αποτέλεσμα. Κάθε μεταγενέστερη προσπάθεια των Γότθων να αποκτήσουν την παλιά τους επιρροή δεν έχει μεγάλη σημασία.
Ιωάννης Χρυσόστομος
Ανάμεσα από τις περιπλοκές που δημιούργησαν οι Γερμανοί, ξεπρόβαλε η μεγάλη φυσιογνωμία του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια και σπούδασε κοντά στο φημισμένο ρήτορα Λιβάνιο, σκοπεύοντας να ακολουθήσει μια «κοσμική» καριέρα. Αργότερα όμως εγκατέλειψε την ιδέα αυτή και αφού βαφτίστηκε, αφιέρωσε τελείως τον εαυτό του στο κήρυγμα, κηρύσσοντας στην Αντιόχεια, όπου έμεινε αρκετά χρόνια ως ιερέας. Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Νεκταρίου, ο Ευτρόπιος διάλεξε ως νέο Πατριάρχη τον ιεροκήρυκα της Αντιόχειας, του οποίου η φήμη είχε ήδη διαδοθεί παντού. Μεταφέρθηκε κρυφά στην πρωτεύουσα γιατί υπήρχε φόβος ο λαός της Αντιόχειας - ο οποίος ήταν πολύ αφιερωμένος στον ιεροκήρυκά του - να αντισταθεί στην αναχώρησή του. Παρά τις σκευωρίες του επισκόπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου, ο Χρυσόστομος χειροτονήθηκε επίσκοπος κι εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 398. Έτσι ο επισκοπικός θρόνος ήρθε στα χέρια ενός ανθρώπου με ασυνήθιστη δύναμη λόγου, ενός ιδεολόγου, του οποίου οι πράξεις πάντοτε συμφωνούσαν με τις θεωρίες και ενός συνηγόρου των πιο αυστηρών ηθικών αρχών. Η ανηλεής του όμως αντίθεση προς την πολυτέλεια και η σταθερή του προσκόλληση στο Σύμβολο της Νίκαιας είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλούς εχθρούς. Ένας από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του υπήρξε η αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία αγαπούσε την πολυτέλεια και τις απολαύσεις, πράγμα που ανάγκαζε το Χρυσόστομο να την καταγγέλλει δημόσια. Στα κηρύγματά του έφτανε μέχρι το σημείο να την παρομοιάζει με την Ιεζάβελ και την Ηρωδιάδα. Η σκληρή του τακτική κατόπιν εναντίον των Αρειανών Γότθων, της οποίας παράδειγμα είναι η άρνησή του να τους παραχωρηθεί μια από τις εκκλησίες της πρωτεύουσας, δημιουργούσε κι αυτή εχθρούς. Ο Χρυσόστομος σεβόταν πολύ τους Ορθόδοξους Γότθους, στους οποίους έδωσε μια από τις εκκλησίες της πόλης. Επισκεπτόταν την εκκλησία τους και, με τη βοήθεια μεταφραστή, είχε συχνά συγκεντρώσεις μαζί τους.
Οι σταθερές θρησκευτικές ιδέες του Χρυσοστόμου, η έλλειψη διάθεσης συμβιβασμού και η έντονη κριτική για την πολυτέλεια σιγά-σιγά αύξησαν τους εχθρούς του. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας γρήγορα επηρεάστηκε από αυτούς που δεν συμπαθούσαν τον Πατριάρχη και επίσημα εκδήλωνε την αντιπάθειά του. Η επίσημη αυτή αντίθεση του αυτοκράτορα ανάγκασε τον Χρυσόστομο να αποσυρθεί στη Μικρά Ασία, αλλά οι ταραχές του λαού, που ακολούθησαν την αναχώρηση του Πατριάρχη, ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να τον ανακαλέσει από την εξορία. Η ειρήνη μεταξύ κράτους και Πατριάρχη δεν κράτησε πολύ. Τα εγκαίνια του αγάλματος της Ευδοξίας έδωσαν νέα ευκαιρία στον Ιωάννη να επιτεθεί έντονα με μια ομιλία εναντίον της αυτοκράτειρας και να καταγγείλει τα ελαττώματά της. Το αποτέλεσμα ήταν να εκθρονιστεί και πάλι ο Χρυσόστομος και να διωχθούν αυστηρά οι οπαδοί του. Τελικά, το 404, ο Ιωάννης εξορίστηκε στην Κουκουσό της Καππαδοκίας, η οποία περιγράφεται ως «το πιο έρημο μέρος του κόσμου» και όπου έφτασε ύστερα από ένα μακρύ και εντατικό ταξίδι. Τρία χρόνια αργότερα στάλθηκε σε κάποιο άλλο τόπο εξορίας, στις μακρινές ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αλλά πέθανε το 407 στη διάρκεια του ταξιδιού του. Έτσι τέλειωσε η ζωή ενός από τους πιο αξιόλογους ηγέτες που αναδείχθηκαν στις αρχές του Μεσαίωνα στην Ανατολική Εκκλησία. Ο Πάπας και ο αυτοκράτορας της Δύσης Ονόριος είχαν και οι δυο προσπαθήσει να σταματήσουν τον διωγμό του Χρυσόστομου και των οπαδών του, αλλά απέτυχαν στις προσπάθειές τους.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος άφησε ένα μεγάλο φιλολογικό θησαυρό που περιέχει μια ζωντανή εικόνα της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής της εποχής του. Ο ίδιος υπήρξε ένας από εκείνους τους λίγους ανθρώπους που δεν φοβήθηκαν να μιλήσουν ανοιχτά εναντίον των αξιώσεων του παντοδύναμου Γαϊνά και που υποστήριξαν σταθερά τις αρχές της Ανατολικής Εκκλησίας. Έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα ωραιότερα παραδείγματα ηθικής που έχει ποτέ παρουσιάσει η ανθρωπότητα. «Υπήρξε σκληρός για την αμαρτία και γεμάτος από ευσπλαχνία για τους αμαρτωλούς».
Ο Αρκάδιος πέθανε το 408, αφού προηγουμένως πέθανε η σύζυγός του Ευδοξία, αφήνοντας ως διάδοχο τον γιο του Θεοδόσιο, που ήταν μόνον επτά χρονών.
Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011
Σχετική είναι και η προφητεία του Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού !
Ιωσήφ: Με χαρά μας σας υποδεχόμαστε. Έχετε τον σεβασμό μας και τις καλύτερες ευχές.
Επισκέπτης: Ευχαριστούμε, Πάτερ, που μας δεχθήκατε. Οι καιροί στην Ρωσία, τώρα, είναι αφ΄ ενός δραματικοί, και αφ’ ετέρου πολύπλοκοι.
Ιωσήφ: Προσευχόμαστε ώστε οι Ρώσοι να επιστρέψουν στην φυσική τους κατάσταση, η οποία προυπήρχε πριν την καταστροφή, γιατί έχουμε κοινές ρίζες και η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο λαός της Ρωσίας είναι βάρος στην καρδιά.
Επισκέπτης: Υπάρχουν πολλά κακά. Τα ναρκωτικά είναι μάστιγα. Το έθνος μας παρακμάζει.
Ιωσήφ: Τα πράγματα βρίσκονται τώρα σε τέτοια κατάσταση παρακμής – μια κατάσταση που είναι κοινή για όλον τον κόσμο, στην παρούσα φάση. Και είναι επακόλουθο της συγκεκριμένης κατάστασης, αυτό το συγκεκριμένο όριο, απ’ το οποίο θα αρχίσει η οργή του Κυρίου. Έχουμε φτάσει σε αυτό το όριο. Και τώρα θα συμβεί το ότι ο Κύριος, με το έλεός Του, τώρα θα δράσει σύμφωνα με την Δικαιοσύνη Του, και θα εκδηλώσει την οργή του, γιατί έφτασε ο καιρός για αυτό.Θα γίνει πόλεμος, και πόλεμοι, και θα ζήσουμε φοβερές δυσκολίες. Η κυριαρχία του κόσμου ανήκει τώρα στους Εβραίους, και ο σκοπός τους είναι να διαλύσουν τον Χριστιανισμό. Η οργή του Κυρίου θα είναι τέτοια που όλοι αυτοί οι κρυφοί εχθροί που έφεραν τον κόσμο σε αυτή την κατάσταση θα καταστραφούν οι ίδιοι. Είναι για αυτόν τον λόγο που η οργή του Κυρίου θα σταλεί στον κόσμο: για να τους καταστρέψει με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο. Μα αυτό δεν θα πρέπει να μας φοβίζει, γιατί πάντα πρέπει να έχουμε ελπίδα εις τον Κύριον. Γιατί χιλιάδες, εκατομμύρια μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων και των Νεομαρτύρων, υπέφεραν κατά τον ίδιο τρόπο, και πρέπει να είμαστε έτοιμοι και όχι φοβισμένοι. Πρέπει να έχουμε υπομονή, προσευχή και ελπίδα στην Θεία Πρόνοια, απ’την μεριά μας. Ας προσευχηθούμε για την αναλαμπή του Χριστιανισμού μετά τον πόλεμο, μετά από ότι μας περιμένει, ώστε ο Κύριος πραγματικά να μας δώσει δύναμη να τα ξαναχτίσουμε όλα αυτά. Αλλά αυτό το κακό θα πρέπει να το αντέξουμε.
Επισκέπτης: Και πόσο σύντομα μετά από αυτό θα αναγεννηθεί η Ρωσία;Ιωσήφ: Όλα έχουν αρχίσει τώρα, θα γίνει τρομερή έκρηξη. Μετά από αυτήν, θα επακολουθήσει η αναγέννηση.
Επισκέπτης: Πολλές εικόνες αναβλύζουν μύρο. Έχουμε μια εικόνα του Σωτήρος, η οποία αναβλύζει αίμα.
Ιωσήφ: Και εδώ, στην Ελλάδα, πολλές αναβλύζουν μύρο. Το μήνυμα είναι ότι ο Σωτήρας στενοχωριέται, και η Θεοτόκος κλαίει, και ακολούθως κλαίνε μαζί της.
Επισκέπτης: Φέρνουν μια εικόνα πάνω στην οποία υπάρχουν σταγόνες αίμα… (sorry δεν καταλάβαινα τι έλεγε) Το πήγαν για ανάλυση και αποδείχθηκε πως ήταν πλάσμα.
Ιωσήφ: Αυτή είναι η αρχή των γεγονότων, πραγματικά ταλαίπωρων, πολεμικών… Αυτοί που κρύβονται πίσω από αυτό το κακό είναι οι Εβραίοι. Τους παρακινεί ο Διάβολος, για να το αρχίσουν αυτό… ώστε να καταστρέψουν τον καρπό της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα και στην Ρωσία. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο εμπόδιό τους στον δρόμο για μια παγκόσμια Κυριαρχία (σημείωση μεταφραστή: να παραπέμψω σε κάτι πρωτόκολλα;) Και θα αναγκάσουν τους Τούρκους να έλθουν εδώ, στην Ελλάδα, ώστε να ξεκινήσουν την δουλειά τους. Και η Ελλάδα, παρόλο που έχει κυβέρνηση, δεν έχει, στην πραγματική, κανονική κυβέρνηση. Της λείπει η δύναμη, και η Τούρκοι θα έρθουν εδώ. Τότε θα είναι που η Ρωσία, επίσης, θα μετακινήσει τον στρατό της, ώστε να απωθήσει τους Τούρκους. Τα γεγονότα θα εξελιχθούν ως εξής:
Όταν η Ρωσία κινηθεί να βοηθήσει την Ελλάδα, οι Αμερικάνοι και το ΝΑΤΟ θα επιχειρήσουν να το αποτρέψουν, ώστε να μην υπάρξει ένωση, συγχώνευση , μεταξύ δύο Ορθόδοξων Εθνών. Θα κινήσουν και άλλες δυνάμεις, όπως τους Γιαπωνέζους, και άλλους. Θα γίνει τρομερή σφαγή στην περιοχή της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από αυτούς που θα πεθάνουν, θα είναι 600 εκατομμύρια άνθρωποι, (μάλλον εννοεί ότι τόσοι θα σφαγιαστούν στο πρώην Βυζάντιο). Το Βατικανό θα παίξει μεγάλο ρόλο, ώστε να σταματήσει τον ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο της Ορθοδοξίας, και να σταματήσει τέτοια ένωση. Έτσι η Θεία Πρόνοια θα βρει την εκπλήρωσή της.
Επισκέπτης: Φυσικά. Όλες οι προυποθέσεις υπάρχουν για κάτι τέτοιο. Αλλά υπάρχει και το γεγονός ότι υπάρχει τόση αντίθεση στα ΜΜΕ. Παγκόσμιοι Ιεράρχες… (δεν διαβάζεται η συνέχεια)… Και πόσο θα κρατήσει ο Πρόεδρος αυτήν την γραμμή; Είναι καλή η γραμμή που κρατάει τώρα; (Σημείωση μεταφραστή: Λέει President, οπότε να υποθέσω ότι δεν λέει για τον τότε Σημίτη ή τον σημερινό Καραμανλή, μάλλον εννοεί τον President Putin, γιατί είναι ρώσος ο επισκέπτης…)
Ιωσήφ: Ο Θεός θα επιτρέψει την καταστροφή όλων όσων σπέρνουν όλους αυτούς τους πειρασμούς, την πορνογραφία και τα ναρκωτικά. Και ο Κύριος θα τους τυφλώσει τα μυαλά τόσο, που θα καταστρέψουν ο ένας τον άλλο χωρίς να λάβουν την ελάχιστη ικανοποίηση από αυτό. Ο Κύριος θα επιτρέψει αυτό ακριβώς ώστε να φέρει μια κάθαρση. Όσον αφορά τον Πούτιν (γι’αυτό έλεγα για τον Πούτιν πιο πάνω), η περίοδος αυτή δεν θα διαρκέσει για πολύ, θα γίνει ένας ξαφνικός πόλεμος, και δεν είναι τριγύρω για πολύ. Αλλά, αφού ακολουθήσει αυτή η κάθαρση, θα γίνει φοβερή αναλαμπή της Ορθοδοξίας, όχι μόνο στην Ρωσία, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Τόσο δυνατή αναλαμπή της Ορθοδοξίας… Ο Κύριος θα επιμηκύνει την ευλογία Του, την Χάρη Του, ακριβώς όπως και στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες. Τότε, όταν οι άνθρωποι πήγαιναν στον Κύριο με καθαρή καρδιά. Αυτό θα κρατήσει 3-4 δεκαετίες, τότε η δικτατορία του αντιχρίστου θα εγκατασταθεί σύντομα. Αυτά είναι τρομερά γεγονότα τα οποία πρέπει να αντέξουμε. Ας μην μας φοβίζουν, γιατί ο Κύριος θα διαφυλάξει τους δικούς Του. Ναι, θα αντιμετωπίσουμε σίγουρα τρομερές δυσκολίες, πείνα και παντού διωγμούς, και πολλά άλλα, αλλά ο Κύριος δεν θα εγκαταλείψει τους δικούς του.Και αυτοί που είναι βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης (προφανώς ο γέροντας εννοεί τους ιερείς και τους επισκόπους) θα πρέπει να αναγκάσουν τους από κάτω να είναι με τον Κύριο, το περισσότερο: να υπακούουν στην προσευχή, το περισσότερο: και ο Κύριος θα διαφυλάξει τους δικούς Του. Η κατάσταση που θα επικρατήσει την κάθαρση θα είναι αυτή της τρομερής αναλαμπής. Και εμείς σαν ποιμένες, πρέπει να αποτρέψουμε τους ανθρώπους απ΄το να αμαρτάνουν όσο το δυνατόν περισσότερο, ώστε η Χάρη του Κυρίου να μην μας εγκαταλείψει όλους. Ώστε να είμαστε όσο πιο κοντά στον Κύριο γίνεται, στην μετάνοια και στην προσευχή. Τότε ο Κύριος θα μπορεί πάντα να είναι μαζί μας, άσχετα από το πόσο δύσκολες είναι οι περιστάσεις. Ο Κύριος δεν θα μας εγκαταλήψει. Πρέπει να συγκρατούμε τους εαυτούς μας και τους δικούς μας.
+++
Αυτός ο Άγιος Κοσμάς, ο θεοφώτιστος άνθωπος, ο αγιασμένος, το αγιασμένο αυτό σκεύος του Αγίου Πνεύματος, είλθε και είπε ότι θα γίνει ένας 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος.Είπε πολλά επαλήθευσε, θα επαληθεύσουν και τα υπόλοιπα.Λοιπόν ο Άγιος Κοσμάς είπε ότι θα γίνει 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος. Θα αραιώσουν οι άνθρωποι πάρα πολύ, θα κάνει ένας άνθρωπος μια μέρα διαδρομή να συναντήσει άνθρωπο να τον καλέσει αδελφό του.Θα χυθεί πάρα πολύ αίμα πάνω στην Κωνσταντινούπολη. Τόσο αίμα θα χυθεί που τριών ετών δαλάλι θα πλεύσει πάνω στο αίμα.Το αίμα θα φτάσει λέει μέχρι την άβυσο, δηλαδή μέχρι τον πυθμένα της θάλασσης, εκεί.Όπως ο άγγελος, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, όταν εξέπεσε το αγγελικό τάγμα του Εωσφόρου και είπε "Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου" και σταμάτησε εκεί η κατάρευσις του αγγελικού αυτού τάγματος που κατέληξε να γίνει δαιμονικό, έτσι λέγει ο Άγιος Κοσμάς θα μιλήσει και τότε και θα σταματήσει ο πόλεμος, "Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου" και θα σταματήσει ο πόλεμος!Και η νίκη κατά την προφητεία του, θα δοθεί εις τους Έλληνες!Και λέγει ότι, το ένα τρίτο των Τούρκων θα σφαγεί, δηλαδή θα σκοτωθεί!Το ενα τρίτο, θα φύγει στα βάθη της Μικράς Ασίας!Και το άλλο τρίτο, θα γίνουν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι θα κατάγονται από ελληνικό αίμα, απο το παιδομάζωμα των Τούρκων. Ως την ιστορία, όπως έχουμε διδαχθεί, ότι κάποτε οι Τούρκοι εκάναν παιδομάζωμα, μαζέυαν τα παιδάκια τα μικρά και κάνανε τον καλύτερο στρατό, τους Γενιτσάρους, που αυτά τα παιδιά σαν γενναίος στρατός, εμάχετο με τα ελληνόπουλα τα άλλα και αυτά ήταν ελληνόπουλα, αλλά δεν ήξεβραν ότι είχανε γονείς Ορθοδόξους και Έλληνες! Λοιπόν, απ' αυτή τη σπορά την ελληνική, απ' αυτό το αίμα το ελληνικό και Ορθόδοξο, αυτό είναι το ενα τρίτο των Τούρκων θα γίνουν Χριστιανοί.Και μετά, υπάρχει κοιμόμενος στρατηγός, ονόματι Ιωάννης, ο οποίος τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ θα υποδείξει εις τους Χριστιανούς ότι, αυτός θα βασιλεύσει τώρα, θα τους υποδείξει με το δάχτυλό του τον τόπο και θα τον καλέσουν να ηγηθεί και να βασιλεύσει εις τον ελληνικό και ορθόδοξο λαό και θα γίνει αυτό!Πρίν απο χρόνια, εις το Άγιον Όρος, ήταν ένας Αρχιερεύς ονόματι Ιερόθεος, αυτός ήρθε απο την Μικρά Ασία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον έβαλε στο Άγιον Όρος να κάμνει χειροτονίες, μνημόσυνα, λειτουργείες και λοιπά. Ήτανε ένας Άγιος αρχιερέας, στον τύπο του Αγίου Νικολάου.Απο αυτόν τον Άγιον αρχιερέα, αξιώθηκα της ιεροσύνης. Απο την Μικρά Ασία, ευλογημένος άνθρωπος του Θεού.Ένα θα σας πω, αγρυπνίες που κάμναμε, 15 ώρες αγρυπνία. Αυτός ο άνθρωπος, ογδοηκοντούτης γέρωον, δεν εκάθητο καθόλου στο κάθισμα.Απο τον θρόνο κατέβαινε στο στασίδι, πάλι όρθιος και στην λειτουργία, 3 ώρες που ακολουθούσε μετά την πολύωρη ακολουθία του όρθρου, όρθιος, του βάζαμε μια καρέκλα να καθήσει και δεν ήθελε, λέει, ακόμη η Παναγία μας δεν με κούρασε και ας έτρεμε όλος απο την κούραση. Αυτός ο Άγιος αρχιερέας αυτός μας είπε, αυτός είδε τον κοιμώμενο αυτόν στρατηγό Ιωάννη, που θα αναστηθεί όταν θα γίνει ο 3ος μεγάλος αυτός Παγκόσμιος Πόλεμος! Τον είδε! Διότι χείλη αρχιερέως και ιερέως ου ψεύδονται.
Λοιπόν, μας είπε την αλήθεια και τον ρωτήσαμε διότι ζούσε τότε και ο μακαριστός μου και Άγιος Γέροντας μου και όλοι μαζί συνοδεία τον είχαμε πάρει στο εκκλησάκι μας και εκεί καθήσαμε και του κάμναμε τις ερωτήσεις και μας τα έλεγε, τα ακούσαμε με τα αυτιά μας. Λέει, υπάρχει αυτός ο κοιμώμενος Βασιλεύς και θα αναστηθεί. Του λέμε πότε Γέροντα, πότε Άγιε αρχιερέα του Θεού; Λέει όταν θα γίνει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος.Επίσης μας είπε, ότι το δεξί του χέρι είναι στην λαβή του σπαθιού, το οποίο σπαθί είναι μες στη θήκη και μας έλεγε όταν το σπαθί θα βγεί απο την θήκη του, τότε θα γίνει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος. Εμείς με την περιέργια μας του λέμε, σεβασμιότατε πόσο είναι το σπαθί μέσα στη θήκη;Ολίγοι, ολίγοι πόντοι εναπέμειναν για να βγεί, λέει! Και όταν το 55', έγιναν εκείνοι οι βανδαλισμοί επάνω στην Κωνσταντηνούπολη και οι Τούρκοι εκάνανε τόσες ασχήμιες, στούς αρχιερείς και ιερείς και εκκλησίες και στα μαγαζιά των ορθοδόξων Ελλήνων, τότε εγώ ήμουνα στο ασκητήρι των Αγίων Αναργύρων και βλέπω τον αρχιερέα έξω απο το ασκητήρι, ασκεπή, στενοχωρημένον, αναμμένον, ιδρωμένον και τρέχω έξω και του λέγω, Σεβασμιώτατε περάστε μέσα να σας δώσω ένα ποτήρι νερό, γιατί είστε έτσι; Και μου λέει, παιδί μου, λέει, διάκο, μου λέει, ξέρεις μήπως είναι τώρα, λέει, που θα γίνει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος, λέει, γιατί αυτοί οι βανδαλισμοί, μήπως είναι η αρχή του πολέμου; Και φοβόμουν μην γίνει η Δευτέρα Παρουσία και αναστηθεί ο Βασιλεύς και λοιπά. Και δεν ήταν βέβαια εκείνη, δεν ήρθε ακόμη η ώρα, αλλά υπέθεσε ο άνθρωπος, γιατί γινόντουσαν εκείνα πάνω στην Κωνσταντινούπολη. Και εν συνεχεία λέγει ότι: Αφού βασιλεύσει αυτός ο Άγιος Βασιλεύς, τότε αυτός θα ζήσει 33 χρόνια. Η ζωή αυτών τω χρόνων, θα είναι μια ζωή παραδεισένια πάνω στη γή και απο απόψεως αγαθών και απο απόψεως πίστεως..............................................................
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΙΘ' ΙΩΑΝΝΗ
.
...Kαι ειδον τον ουρανον ηνεωγμενον και ιδου ιππος λευκος και ο καθημενος επ αυτον πιστος [καλουμενος] και αληθινος και εν δικαιοσυνη κρινει και πολεμει οι δε οφθαλμοι αυτου φλοξ πυρος και επι την κεφαλην αυτου διαδηματα πολλα εχων ονομα γεγραμμενον ο ουδεις οιδεν ει μη αυτος και περιβεβλημενος ιματιον ρεραντισμενον αιματι και κεκληται το ονομα αυτου ο λογος του θεου και τα στρατευματα τα εν τω ουρανω ηκολουθει αυτω εφ ιπποις λευκοις ενδεδυμενοι βυσσινον λευκον καθαρον και εκ του στοματος αυτου εκπορευεται ρομφαια οξεια ινα εν αυτη παταξη τα εθνη και αυτος ποιμανει αυτους εν ραβδω σιδηρα και αυτος πατει την ληνον του οινου του θυμου της οργης του θεου του παντοκρατορος και εχει επι το ιματιον και επι τον μηρον αυτου ονομα γεγραμμενον βασιλευς βασιλεων και κυριος κυριων και ειδον ενα αγγελον εστωτα εν τω ηλιω και εκραξεν [εν] φωνη μεγαλη λεγων πασιν τοις ορνεοις τοις πετομενοις εν μεσουρανηματι δευτε συναχθητε εις το δειπνον το μεγα του θεου ινα φαγητε σαρκας βασιλεων και σαρκας χιλιαρχων και σαρκας ισχυρων και σαρκας ιππων και των καθημενων επ αυτους και σαρκας παντων ελευθερων τε και δουλων και μικρων και μεγαλων και ειδον το θηριον και τους βασιλεις της γης και τα στρατευματα αυτων συνηγμενα ποιησαι τον πολεμον μετα του καθημενου επι του ιππου και μετα του στρατευματος αυτου και επιασθη το θηριον και μετ αυτου ο ψευδοπροφητης ο ποιησας τα σημεια ενωπιον αυτου εν οις επλανησεν τους λαβοντας το χαραγμα του θηριου και τους προσκυνουντας τη εικονι αυτου ζωντες εβληθησαν οι δυο εις την λιμνην του πυρος της καιομενης εν θειω και οι λοιποι απεκτανθησαν εν τη ρομφαια του καθημενου επι του ιππου τη εξελθουση εκ του στοματος αυτου και παντα τα ορνεα εχορτασθησαν εκ των σαρκων αυτων.
Ο ευσεβής Βασιλέας της Κωνσταντινούπολης
«Και στήσει την βασιλείαν αυτού εν νυχθήμερον και εν τέταρτον…»
Είναι προφανές ότι βαδίζοντας προς την ημ/νία του μεγάλου πολέμου οι Χριστιανοί θα
καταδιώκονται όλο και περισσότερο από τους σκοταδιστές, από μέσα ή και από έξω από τη χώρα τους,
(τις στρατιωτικές ωμές επεμβάσεις τύπου Σερβίας, Ιράκ και Αφγανιστάν, τα σκοταδιστικά μέσα
ενημέρωσης, την μασωνοκρατία, την θεοποίηση της πλουτοκρατίας, κλπ). Ανάμεσα στα φύλλα λοιπόν που θα συστρατευθούν είναι και«πολιτισμένα» όπως οι Ρώσοι(Ρως) και οι Γερμανοί!!! (Γομέρ). Θα μαζευτούν, τότε, όλα τα κυριαρχούμενα από αρπαχτικές διαθέσεις έθνη, και λόγω της εξάπλωσης της
αποστασίας,αυτά θα είναι όλατ α« π ο λ ι τ ι σ μ έ ν α» τ η ς Λευκής Φυλής,και θα ξεκαθαρισθούν όλοι οι
αμετανόητοι υπήκοοί τους στον μεγάλο«έμφυλο πόλεμο » , για να παύσει για ένα μεγάλο διάστημα η καταπίεση των Χριστιανών, και όλων των Αξιών που εκπροσωπούνται και κηρύσσονται από την Εκκλησία.
Φαίνεται λοιπόν ότι ενώ θα νομίσουν για άλλη μία φορά οι οπαδοί του Αντιχρίστου ότι ήρθε η ώρα να κάνουν την παγκόσμια κυβέρνησή τους, γίνεται ο μεγάλος πόλεμος αλληλοεξόντωσης των αμαρτωλών λαών, και τότε όλοι σχεδόν όσοι επιζήσουν, θα πιστέψουν και θα δοξάσουν τον αληθινό Θεό.
Αποτέλεσμα του πολέμου θα είναι το ότι αντί να καθίσει στο θρόνο του ο Αντίχριστος στην
Ιερουσαλήμ, θα καθίσει ο ευσεβής Βασιλιάς στον θρόνο του στην Κων/λη.Μετά τα χρόνια του
Βασιλέως αυτού, κατά την διάρκεια των οποίων επιτελείται επανευαγγελισμός του κόσμου(εξάπλωση της Ορθοδόξου Πίστεως) έρχονται οι πολύ δυσκολοι καιροί που θα φέρουν τελικά στην εξουσία τον Αντίχριστο, αλλά μόνο για3 , 5 χρόνια. Τότε ο Αντίχριστος και ο Σατανάς θα καταργηθούν με τη μάχη του Αρμαγεδώνα, την τελευταία μάχη του Γωγ(του Σκότους εναντίον του Φωτός).Λ. Μ. Δ.
Είναι προφανές ότι βαδίζοντας προς την ημ/νία του μεγάλου πολέμου οι Χριστιανοί θα
καταδιώκονται όλο και περισσότερο από τους σκοταδιστές, από μέσα ή και από έξω από τη χώρα τους,
(τις στρατιωτικές ωμές επεμβάσεις τύπου Σερβίας, Ιράκ και Αφγανιστάν, τα σκοταδιστικά μέσα
ενημέρωσης, την μασωνοκρατία, την θεοποίηση της πλουτοκρατίας, κλπ). Ανάμεσα στα φύλλα λοιπόν που θα συστρατευθούν είναι και«πολιτισμένα» όπως οι Ρώσοι(Ρως) και οι Γερμανοί!!! (Γομέρ). Θα μαζευτούν, τότε, όλα τα κυριαρχούμενα από αρπαχτικές διαθέσεις έθνη, και λόγω της εξάπλωσης της
αποστασίας,αυτά θα είναι όλατ α« π ο λ ι τ ι σ μ έ ν α» τ η ς Λευκής Φυλής,και θα ξεκαθαρισθούν όλοι οι
αμετανόητοι υπήκοοί τους στον μεγάλο«έμφυλο πόλεμο » , για να παύσει για ένα μεγάλο διάστημα η καταπίεση των Χριστιανών, και όλων των Αξιών που εκπροσωπούνται και κηρύσσονται από την Εκκλησία.
Φαίνεται λοιπόν ότι ενώ θα νομίσουν για άλλη μία φορά οι οπαδοί του Αντιχρίστου ότι ήρθε η ώρα να κάνουν την παγκόσμια κυβέρνησή τους, γίνεται ο μεγάλος πόλεμος αλληλοεξόντωσης των αμαρτωλών λαών, και τότε όλοι σχεδόν όσοι επιζήσουν, θα πιστέψουν και θα δοξάσουν τον αληθινό Θεό.
Αποτέλεσμα του πολέμου θα είναι το ότι αντί να καθίσει στο θρόνο του ο Αντίχριστος στην
Ιερουσαλήμ, θα καθίσει ο ευσεβής Βασιλιάς στον θρόνο του στην Κων/λη.Μετά τα χρόνια του
Βασιλέως αυτού, κατά την διάρκεια των οποίων επιτελείται επανευαγγελισμός του κόσμου(εξάπλωση της Ορθοδόξου Πίστεως) έρχονται οι πολύ δυσκολοι καιροί που θα φέρουν τελικά στην εξουσία τον Αντίχριστο, αλλά μόνο για3 , 5 χρόνια. Τότε ο Αντίχριστος και ο Σατανάς θα καταργηθούν με τη μάχη του Αρμαγεδώνα, την τελευταία μάχη του Γωγ(του Σκότους εναντίον του Φωτός).Λ. Μ. Δ.
Η οικονομική πολιτική του «Πατέρα των Ελλήνων» Ιωάννη Δούκα Βατάτζη.
Κατά τα διαλείμματα των στρατειών αυτού ο Βατάτζης αφωσιώθη, μετ’ επιφανούς επιτυχίας εις την οικονομικήν ανάπτυξιν της αυτοκρατορίας.
Υπό την πατριαρχικήν αυτού διοίκησιν η χώρα απήλαυσε, μεγάλης υλικής ευημερίας. Υπήρξεν οικονόμος ούτως εξαίρετος, ώστε το προϊόν των κτημάτων του στέμματος ου μόνον επήρκει προς συντήρησιν της τραπέζης αυτού, αλλ΄άφινεν εις αυτόν και περίσσευμα χάριν ιδρύσεως νοσοκομείων, πτωχοκομείων και γηροκομείων ούτως, ώστε μετά τας ημέρας αυτού η Νίκαια ελέγετο έχουσα φιλανθρωπικά ιδρύματα καλλίτερα πάσης άλλης πόλεως. Αφιέρωσε μεγίστην προσοχήν εις την κτηνοτροφίαν κατά το σύστημα νεωτέρων μοναρχών και επειράθη να πείση τους ευπατρίδας να ζώσιν εκ των ιδίων κτημάτων δια πρακτικής αυτών μισθώσεως. Το κράτος των Σελδσουκιδών είχεν ανάγκην προχείρου αγοράς χάριν προμηθείας θρεμμάτων και σίτου ένεκα των δηώσεων, ας είχον επιφέρει εν ταις χώραις αυτών οι Μογγόλοι, και η ζήτησις ήτο ούτω μεγάλη, ώστε οι Έλληνες γαιοκτήμονες ηδύναντο ναπαιτώσιν ονειρώδεις τιμάς δια τα προϊόντα αυτών. Εκ των χρημάτων των κτηθέντων εκ της πωλήσεως ωών από των αυτοκρατορικών ορνιθοτροφείων ο αυτοκράτωρ κατώρθωσεν εν χρόνω βραχεί ν’ αγοράση χάριν της συζύγου πολυτελές στέμμα εκ μαργαριτών. Φυσικόν δε αποτέλεσμα της καθολικής εκείνης ευημερίας υπήρξεν η αύξησις της πολυτελείας, και οι ευπατρίδαι εδαπάνων το χρήμα αυτών εις μεταξωτά ενδύματα εκ της Ιταλίας και της Ανατολής. Ο αυτοκράτωρ αποφάσισε να περιστείλη την περί τας δαπάνας αμετρίαν των υπηκόων και συγχρόνως να ενθαρρύνη ΕΘΝΙΚΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ επί ζημία των ξένων, οίτινες ειχον ωφεληθή εκ της υπό του προκατόχου χορηγηθείσης ατελείας. Διο απηγόραθσεν εις αυτούς να φορώσι ξένα προϊόντα ή να καταναλίσκωσι ξένα υφάσματα επί ποινή της απωλείας του κοινωνικού αυτών αξιώματος. ΄
Έλλην ευπατρίδης ώφειλε, καθ’ α εκείνος εφρόνει να φέρη ενδυμασίαν Ελληνικήν, όπερ δόγμα δεν εξετίμων πλέον οι συμπολίται αυτού. Επέδειξε δε την ειλικρίνειαν αυτού συμμορφώσας τον ίδιον εαυτού οίκον προς τον νόμον, και επετίμησεν αυστηρώς τον υιόν, άτε μεταβαίνοντα εις κυνηγέσια εν πλουσία μεταξωτή περιβολή, υπομνήσας αυτόν, ότι τοιαύτη χλιδή ήτο δυσάρμοστος προς τον καθ΄ημέραν βίον των Ελλήνων και ώφειλε να επιδεικνύεται μόνον οσάκις ήτο αναγκάιον να καταπλαγώσι ξένοι πρέσβεις επί τω πλούτω του έθνους. Αντί να διασπαθή τους πόρους αυτού εις αυλικάς πομπάς αφιέρωνε τα ούτω σωζόμενα χρήματα εις την αύξησιν της εθνικής αμύνης από των Μογγόλων, ιδρύσας κεντρικήν εν Μαγνησία και σωρεύσας μεγάλα ποσά σίτου, εναποθηκευθέντος εν εσφραγισμένοις σιτοβολώσι χάριν χρήσεως εν περιπτώσει επιδρομής.
Δια βραχέων, άπασαι αυτού αι οικονομικάι διατάξεις είχον πρακτικώτατον χαρακτήρα, κατέβαλε δε πάσαν προσπάθειαν, όπως παρεμποδίση το ανατολικόν ελάττωμα του ναυσισμού δημοσίων χρημάτων υπό των διοικούντων τας επαρχίας δουκών και η νωθρότης ταμειακού τινός υπαλλήλου ετιμωρήθη δια μαστιγώσεως ούτως αυστηράς, ώστε ο ούτω τιμωρηθείς απέθανον εξ αυτής.
(Ουίλλιαμ Μίλλερ, Η Ιστορία της Νικαίας, Εν Αθήναις, 1924)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)